Top menu

Εύα Σταματοπούλου: Δύο ανέκδοτα ποιήματα

photo © Γεωργία Καραχάλιου

Σαν αβάπτιστες φρεγάτες

Κομμάτια, κομματάκια
Με αφήνουν οι θωπείες σου
Οι αγκαλιές, τα χάδια – όλα με προσμονή.

Κομμάτια, κομματάκια
Ξανάγινα ολάκερη
Τρεις μέρες αφότου
Με καταδίκασες σε βέβαιο θάνατο αυτόν της ειλικρίνειας
το τρεμάμενο σχοινί
Όπου ακροβατώ
Εδώ και αιώνες
Δίχως αρχή και τέλος.

Και τώρα ψήσε με
Στο φούρνο της Γης της Επαγγελίας Σου,
Θεέ,
Εκεί όπου ανήκουν
Οι λεπροί σαν και εμένα
Να ‘ξερα πού να βαστηχτώ
Θα ‘χα σκοινί να σωθώ
Μα όχι – με ξεπερνούν και ξεπορτίζουν
Σαν αβάπτιστες φρεγάτες οι έγνοιες
Σαν σκύλοι ξαναμμένοι
Σαν γαϊδουράγκαθα κοφτερά με τρυπάνε
Σε κάθε ίνα του κορμιού μου

Αβάπτιστες φρεγάτες, ναι,
Το Πολεμικό Ναυτικό μας
Υπέρλαμπρο κυριαρχεί
Μακάρι να σας έμοιαζα, ναύτες,
Με τις όμορφες στολές
Που κλέβουν τις ματιές
Των κοριτσιών και των αγοριών
Την αγάπη μιμούνται.

Αβάπτιστη είμαι και εγώ
Και έπειτα ονειρεύομαι για λίγο ακόμη
Λίγο ακόμη και θα φανεί
Ποιος του έπρεπε να γίνει
Ο εαυτός μας.

Τελείωσε τώρα και κλέβω ένα βλέμμα
Του ναύτη
Και σε βαπτίζω
Τα κομμάτια να ξαναγίνουν
Σώμα και το σώμα ΝΑΟΣ.

**

Σαν θα 'χω φύγει

Σαν θα ’χω φύγει
Πατρίδα δεν θα ‘χουν τα λιβάδια
Μηδέ τα πουλιά, τα λουλούδια, τα ζώα
Και ούτε θα’χουν αποβάλει τα αηδόνια
Τη βραχνάδα του νέφους από τον λαιμό τους
Μα ούτε θα τραγουδάν τα νερά του Αμαζονίου
Όπου θα φτιάξουνε, λέει, σούπερ - μάρκετ νεκρών
Ένα είδος υπέρμετρου κοιμητηρίου
Για τις ψυχές της ζούγκλας που φονεύουν

Σαν θα’ χω φύγει
Τα αδέρφια μου της θάλασσας αγάλι-αγάλι θα σβήνουν
Μέσα σε πανδαισία χρωμάτων και οσμών
Κανένας δικαστής δεν θ’ απαγγείλει κατηγορίες
Για τον φόνο και το βιασμό τους.
Κι η θάλασσα, ω η θάλασσα η γλυκιά μου η Μάνα
Θα ξερνά τα σπλάχνα της απάνου στα βράχια
Μπας και μυρίσουν Αυτοί την οσμή του θανάτου και
Νιώσουν τι τους περιμένει.

Σαν θα ’χω φύγει
Η κοιλιά τους ακόμη θα μεγαλώνει
Αφού θα στύβουν τον μαύρο αδερφό μου
Μην και μπορέσουν με το ζουμί του
Να αυξήσουν τα προγούλια τους και άλλο
Και το έπαθλο κερδίσουν
Του πλέον «δυτικού»
Και ο εξαντλημένος αδερφός μου θα αμείβεται
Με μια κούτα προφυλακτικά
Ώστε να σταματήσει το μη κερδοφόρο είδος
Να γεννά και άλλους «κατώτερους καρπούς»
Στόματα κι άλλα πια να μην γεννιούνται
Που ζητούν – για δες – και άλλο φαΐ.

Σαν θα ‘χω φύγει, δεν θα βλέπω πια
Τα ερπυστιοφόρα τους να εισβάλλουν
Στον Κόσμο μας τον Τελευταίο
Για ν’ αρπάξουνε αυτά που στα πάτρια
Δεν μπορούν ποια να βλαστήσουν.
Αφού κάθε σπιθαμή γης και θάνατος
Κάθε γουλιά νερό και σήψη
Κάθε αναπνοή και αρρώστια.

Σαν θα ‘χω φύγει δεν θ ‘ακούω
Τις κραυγές της παρθένας Τουρκαλίτσας
Που τη βιάζει ανελέητα ο γείτονάς της και ο
Αστυφύλακας για να μην ρωτήσει
Ελευθερία τι σημαίνει ως όρος
Ούτε τα πονεμένα παρακάλια
Του μικρού Σομαλού για φαΐ και ύδωρ
Μηδέ τα ουρλιαχτά των μικρών Βραζιλιάνων
Γιατί πλέον τους αρπάζουν το χώμα
Το προς βρώση κάτω από τα μάτια.

Και ούτε θ΄ ακούω τα βόλια να σφυρίζουν
Καθώς θα κινούν εσάς να ΄βρουν, φίλοι,
Που τη μοίρα της Μάνας Γης μας θελήσατε
Να αλλάξετε κάπως και με χρώματα
Αγάπης να ζωγραφίσετε ηλιοβασιλέματα.

 

Τελευταία ποιητική συλλογή: "Του ήλιου τ' αφανέρωτα" (Εναλλακτικές εκδόσεις 2017).