Top menu

"Στα ίχνη των παιδιών του εμφυλίου, τεκμήρια-μαρτυρίες", του Γιώργου Στ. Παλαιολόπουλου

 

Γράφει η Λεύκη Σαραντινού 

Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος (1944-49) αποτελεί θεματικά ένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά ταμπού στη χώρα μας. Δεν υπάρχει έτερο γεγονός στην Ελληνική Ιστορία το οποίο να έχει αποτελέσει μεγαλύτερη πηγή διαμάχης και διχογνωμίας σχετικά με τον τρόπο καταγραφής του ανάμεσα σε ιστορικούς και ερευνητές, ενώ ακόμη και σήμερα, πάνω από ογδόντα έτη μετά το πέρας του, διδάσκεται πλημμελέστατα στα σχολεία μας -ή και καθόλου συνηθέστερα- και αποτελεί ακόμη στοιχείο διαχωρισμού της ελληνικής κοινωνίας σε «αριστερούς» και «δεξιούς». Ο Ελληνικός Εμφύλιος αποτελεί μαζί με τη Μικρασιατική Καταστροφή το μεγαλύτερο εθνικό τραύμα μας. Όσοι ιστορικοί, επομένως, αποφασίζουν να ασχοληθούν μαζί του, ξεπερνώντας τις δυσκολίες που συνεπάγεται ένα τέτοιο εγχείρημα, αξίζουν αναντίρρητα τους επαίνους μας.

Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι και ο ιστορικός ερευνητής Γεώργιος Στ. Παλαιόπουλος, Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στις Γλώσσες και τον Πολιτισμό των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης με ειδίκευση στις Κοινωνικές, Πολιτισμικές και Πολιτικές δομές της. Τα εύσημα που πρέπει να αποδοθούν στον συγκεκριμένο ερευνητή και συγγραφέα του παρόντος πονήματος για το παιδομάζωμα στον Ελληνικό Εμφύλιο είναι ακόμη μεγαλύτερα αν σκεφτεί κανείς ότι μεγάλο μέρος του βιβλίου του βασίζεται σε έρευνα που πραγματοποίησε ο συγγραφέας με βάση αδημοσίευτες πηγές και αρχειακού υλικού. Αυτές περιλαμβάνουν το Ιστορικό Αρχείο Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών της Κεντρικής Υπηρεσίας στην Αθήνα εν έτει 1948, το αρχείο του 1949 της Κεντρικής Υπηρεσίας, όπως και αυτό του 1950 και τα αδημοσίευτα αρχεία των Γενικών Κρατικών Αρχείων από το Παράρτημα Φλώρινας. Πέρα από τα παραπάνω, ο συγγραφέας στηρίχθηκε για τη συγγραφή του βιβλίου του και σε μία πληθώρα δημοσιευμένων πηγών και σε μία αρκετά μεγάλη και ήδη προϋπάρχουσα βιβλιογραφία.

Το έτος 1948 κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου ήταν το έτος κατά το οποίο ξεκίνησε η συλλογή των Ελληνοπαίδων στην Ήπειρο πρωτίστως, αλλά και τη Μακεδονία και τη Θράκη. Ο συγγραφέας καταγράφει τις ειδικές διαδρομές που ακολούθησαν οι αποστολές των Ελληνοπαίδων στις χώρες του κομμουνιστικού μπλοκ, όπως στην Τσεχοσλοβακία, τη Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία, την Πολωνία, τη Βουλγαρία ακόμη και την ίδια τη Ρωσία. Ο Παλαιόπουλος, αξιοποιώντας τις καταγραφές των αρχείων μας δίνει άγνωστες μέχρι τώρα λεπτομέρειες για το παιδομάζωμα και παραθέτει λεπτομερείς αριθμούς των παιδιών που εκτοπίστηκαν, αλλά και εκείνων που επαναπατρίστηκαν τελικά. Συνεπάγεται δε από τα αρχεία, ότι οι νομοί Φλώρινας και Καστοριάς στη Βόρειο Ελλάδα ήταν τα κύρια κέντρα του παιδομαζώματος και της διεκπεραίωσής των αποστολών στα κέντρα του εξωτερικού. Δεν παραλείπεται η αναφορά στη διεθνοποίηση του ζητήματος, καθώς και στο ζήτημα του επαναπατρισμού και της εμπλοκής ξένων παραγόντων σε αυτόν, όπως του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, του ΟΗΕ, των κυβερνήσεων των ΗΠΑ, της Αυστραλίας και άλλων φορέων.

Εν κατακλείδι πρόκειται για ένα πολύ αξιόλογο πόνημα που θίγει ένα εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα, αφού, συν τοις άλλοις, το ζήτημα του παιδομαζώματος κατά τον Ελληνικό Εμφύλιο κατέληξε να συνδεθεί και με το Μακεδονικό Ζήτημα, ένα άλλο μεγάλο ακανθώδες ζήτημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, το οποίο επίσης προκαλεί πάθη μέχρι τις μέρες μας παρά τη φαινομενική επίλυσή του.