Top menu

"Ο σκλάβος" του Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ -Κριτική Βιβλίου

Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης

To μυθιστόρημα ‘Ο σκλάβος’, του Πολωνού συγγραφέα Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ (Isaac Bashevis Singer, 1902-1991), δημοσιεύθηκε στα 1962. Ο Σίνγκερ γεννήθηκε το 1902 και πέθανε το 1991. Δεκαέξι χρόνια μετά τη δημοσίευση του μυθιστορήματος (1978), κέρδισε το βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία. Το μυθιστόρημα αναφέρεται στις επίγειες περιπέτειες ενός νεαρού Εβραίου άντρα, ο οποίος άκουγε στο όνομα Ιακώβ και ο οποίος ζούσε σε έναν μικρό οικισμό, στο Γιόζεφοβ της Πολωνίας. Το χωριό αυτό βίωσε μια τρομακτικής έκτασης σφαγή, στην οποία οι περισσότεροι Εβραίοι αποδεκατίστηκαν από τους Κοζάκους, συμπεριλαμβανομένης της συζύγου του Ιακώβ και των τέκνων του. Ο Ιακώβ, ένας πολύ θρησκευόμενος άνθρωπος, κατόρθωσε αρχικά να δραπετεύσει, αλλά αργότερα τον έπιασαν και υποδουλώθηκε από έναν Πολωνό μη Εβραίο, φυσικά. Εργαζόμενος σε αυτόν, με την πάροδο του χρόνου, ερωτεύεται την κόρη του αφεντικού του, τη Βάντα. Αργότερα, ο Ιακώβ απελευθερώνεται από ομόθρησκους και φεύγει μακρυά, αλλά σύντομα συνειδητοποιεί την δυνατή αγάπη του για τη Βάντα, και παίρνει την απόφαση να επιστρέψει πια πίσω και να την παντρευτεί. Ζουν σε ένα χωριό όπου ο Ιακώβ ζητά από την σύζυγό του να ονομάζεται στο εξής Σάρα, και να προσποιείται ότι είναι κωφή επειδή δεν ήταν Εβραία και δεν ήθελε να ξέρει το μυστικό κάποιος άλλος γιατί διαφορετικά θα μπορούσε να την σκοτώσουν. Η Βάντα πεθαίνει αργότερα, ενώ φέρνει στον κόσμο το πρώτο της παιδί, όπως και ο Ιακώβ μετά από λίγο όταν επισκέπτεται τον τάφο της.

Ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ έγραψε μια λαμπρή και ενδιαφέρουσα ιστορία με σαφή έμφαση στο προσωπικό, ηθικό και θρησκευτικό δίλημμα που αντιμετωπίζει ο Ιακώβ. Ως Εβραίος, γνώριζε καλά τους πιθανούς κινδύνους από αυτή την επιλογή και την κίνηση, αλλά προτίμησε να μείνει εσαεί πιστός στις πεποιθήσεις του. Εκτός από αυτό, παρ’ όλο που είχε πλήρη επίγνωση της ανασφάλειας, της αβεβαιότητας και της έκθεσης σε κίνδυνο που θα αντιμετώπιζε εάν παντρευόταν την Βάντα, αφού εκείνη δεν ήταν Εβραία, η δύναμη της αγάπης του σε συνδυασμό με τα προσωπικά του πιστεύω, τον οδήγησαν να παντρευτεί και να πορευτεί, στη συνέχεια, μαζί της. ‘Ο Σκλάβος’ αγαπήθηκε από πολλούς αναγνώστες και αντιμετωπίστηκε θετικά και από τους περισσότερους κριτικούς. Στις σελίδες του εμφιλοχωρούν διάχυτα δαίμονες, λυκάνθρωποι, βαμπίρ και πληθώρα δεισιδαιμονιών, απεικονίζοντας με τον καλύτερο τρόπο την περιρρέουσα κατάσταση της ζωής στην αγροτική Πολωνία, πριν από τρεις αιώνες. Οι περιγραφές της παγανιστικής βαρβαρότητας, η μόνιμη και πανταχού παρούσα βρωμιά, η εξαθλίωση της φτωχολογιάς, η κληρονομιά της αρπαγής και της λεηλασίας, είναι από κάθε πλευρά γραφικότατες. Σε γενικές γραμμές, ‘ο Σκλάβος’ είναι έργο μυθιστοριογραφίας που δείχνει την αληθινή έννοια της αγάπης και των βαθύτερων και σταθερών πεποιθήσεων και δοξασιών, καθώς και της βαθιάς πίστης των Εβραίων. Ο Ιακώβ είναι Εβραίος που ζει στην Πολωνία μετά τις σφαγές του Χμιελνίκι (Khmelnystsky Massacres) στις οποίες η σύζυγος και τα παιδιά του σφαγιάζονται από τους Κοζάκους. Ήταν τα περίφημα επεισόδια που έλαβαν χώρα στο χρονικό διάστημα μεταξύ 1648 και 1657 στα ανατολικά εδάφη της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας, το δυϊκό τότε κυρίαρχο βασίλειο της Πολωνίας και της Λιθουανίας, υπό την ηγεσία ενός μόνο μονάρχη, στα οποία οι Κοζάκοι με τους Τάταρους της Κριμαίας και την τοπική ουκρανική αγροτιά πολέμησαν κατά της Πολωνικής κυριαρχίας και κατά των δυνάμεων της Κοινοπολιτείας. Η συγκεκριμένη εξέγερση συνοδεύτηκε από μαζικές φρικαλεότητες που διαπράχτηκαν από τους Κοζάκους εναντίον του άμαχου πληθυσμού, ιδιαίτερα κατά του Ρωμαιοκαθολικού κλήρου και των Εβραίων. Ο Ιακώβ, για να επιστρέψουμε στο μυθιστόρημα, είχε πωληθεί στους ειδωλολάτρες και παγανιστές ως συνήθης σκλάβος, αλλά εξακολουθούσε να ασκεί τον ιουδαϊσμό με έκδηλη, βαθιά και πιστή αφοσίωση. Ερωτεύεται την κόρη του κυρίου του, Βάντα, αλλά οι εβραϊκές του πεποιθήσεις τον εμποδίζουν να πάρει μια ειδωλολάτρισσα για γυναίκα του. Άλλωστε έλεγαν πως, ‘…ήταν αμαρτία… να έχουν ένα άπιστο σ’ ένα χριστιανικό χωριό’. Αλλά η έλξη αποδεικνύεται πολύ συντριπτική για να αντισταθεί, και έτσι αφήνουν την όμορφη, κατά τα άλλα, σχέση τους να προχωρήσει. ‘…είχε γίνει ένας άνθρωπος που βρισκόταν σε πόλεμο με τον εαυτό του. Ο μισός του εαυτός προσευχόταν στο Θεό να τον σώσει απ’ τον πειρασμό κι’ ο άλλος μισός έψαχνε τρόπους για να υποταχθεί στη σάρκα…’. Όταν οι Εβραίοι επιστρέφουν στο Γιόζεφοβ (Josefov) της Πολωνίας, εξαγοράζουν, κατά τα ειωθότα, την ελευθερία του, αλλά αυτός εκεί μακρυά που τον οδήγησαν ονειρεύεται κάθε νύχτα την αγαπημένη του Βάντα. Έτσι επιστρέφει, την απαγάγει και την κάνει σύζυγό του και εβραία. Μετακινούνται μαζί στο Πίλιτς και ο Ιακώβ βρίσκει δουλειά ως δάσκαλος. Αλλάζει το όνομά της, από Βάντα σε Σάρα, και μαζί συμφωνούν να προσποιηθούν ότι είναι κωφή και μουγκή, έτσι ώστε να μην αποκαλυφθεί στον περίγυρο το παγανιστικό της υπόβαθρο. Για πολύ καιρό η Σάρα είναι αναγκασμένη να ακούει τα σκληρά κουτσομπολιά γύρω της, που λένε οι άνθρωποι, πιστεύοντας ότι δεν μπορεί να ακούσει. Τελικά, γεννάει το μωρό του Ιακώβ, αλλά μέσα στους πόνους της γέννας αποκαλύπτει την παγανιστική της εθνότητα και όταν πεθαίνει στον τοκετό, η κοινότητα τη θάβει με τα γαϊδούρια και όχι με τους ανθρώπους. Ο Ιακώβ ονομάζει το μωρό Βενιαμίν και παίρνει το βρέφος για ένα προσκύνημα στα εβραϊκά ιερά εδάφη του Ισραήλ. Ζουν εκεί, μέχρι να δεχτεί μια πρόσκληση για διδασκαλικά καθήκοντα. Ο Ιακώβ επιστρέφει στο Πίλιτς είκοσι χρόνια αργότερα για να διαπιστώσει ότι ο τάφος της Σάρα εμπίπτει τώρα στην περίμετρο του νεκροταφείου, αφού εν τω μεταξύ πολλοί άλλοι έχουν πεθάνει στην πόλη αυτή. Ο Ιακώβ πεθαίνει κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού στο Πίλιτζ και ανακαλύπτουν τα οστά στον τάφο της συζύγου του, ενώνοντάς τα έτσι με τον Ιακώβ στον τάφο.

Ο Ιακώβ, είναι ο κύριος χαρακτήρας του μυθιστορήματος. Είναι ένας πολύ θρησκευόμενος Εβραίος με ακραίες πεποιθήσεις. Όταν οι Κοζάκοι κατέλαβαν το χωριό του, υποδουλώθηκε και μετακόμισε για να δουλέψει σε ένα χωριό στην Πολωνία μακρυά απ’ το δικό του. Στη σφαγή σκοτώθηκαν η σύζυγός και τα παιδιά του, κάτι που το μαθαίνουμε, βέβαια, αργότερα. Η κόρη του κυρίου του, Βάντα, ερωτεύεται τον ίδιο και προσπαθεί να τον παρακινήσει καθημερινά να την παντρευτεί ή να κάνει ‘αμαρτωλές πράξεις’, όπως τις περιγράφει εκείνος. Τελικά, ενδίδει και διαπιστώνει ότι η αγάπη τους διογκώνεται καθημερινά. Ο Ιακώβ, αντιμετωπίζει ένα εσωτερικό δίλημμα, τη Βάντα, και ένα εξωτερικό, ήτοι τις ρατσιστικές διακρίσεις στο χωριό που βρίσκεται. Υπάρχει επίσης ένα θρησκευτικό δίλημμα επειδή προσπαθεί να κρατήσει πάντα παρούσα τη θρησκεία του και να την ακολουθήσει πιστά, αλλά καθώς η Βάντα εισέρχεται ολοένα και περισσότερο στη ζωή του, αρχίζει να το αμφισβητεί, παρά το γεγονός ότι παραμένει πολύ θρησκευόμενος σε όλες τις σελίδες του μυθιστορήματος. Η Βάντα είναι επίσης ένας από τους σημαντικότερους χαρακτήρες του βιβλίου. Πείθει με επιτυχία τον Ιακώβ να την παντρευτεί, αλλά στη συνέχεια αντιμετωπίζει σοβαρά τρέχοντα διαδικαστικά προβλήματα. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο ο Ιακώβ μπορεί να την παντρευτεί, λόγω των εβραϊκών του πεποιθήσεων, είναι όταν και εάν εκείνη γίνει Εβραία πιστεύοντας στον Θεό και την πραγματική θρησκεία και όχι μόνο λόγω της αγάπης της για τον Ιακώβ. Η Βάντα αγωνίζεται σκληρά για να μάθει πολλά για τον Ιουδαϊσμό σε μικρό χρονικό διάστημα, και ευτυχώς που δάσκαλός της καθημερινά υπήρξε ο Ιακώβ. Κινδυνεύει στην κυριολεξία τη ζωή και την ταυτότητά της όταν δραπετεύει από το χωριό της και ακολουθεί αναντίρρητα τον Ιακώβ. Ο Γιαν Μπζικ, ο πατέρας της Βάντα, είναι ένας σοφός άνθρωπος στο μυθιστόρημα, στον οποίο ήταν σκλάβος ο Ιακώβ. Χαρακτηρίζεται από διάχυτη καλωσύνη, αφού βοήθησε τον Ιακώβ, δίνοντάς του καταφύγιο παρά τη θρησκεία του και το γνωστό μίσος που υπήρχε για τους Εβραίους στο χωριό του. Κάποια στιγμή αρχίζει να καταλαβαίνει ότι η Βάντα και ο Ιακώβ αγαπούν ο ένας τον άλλον, όμως δεν έρχεται ποτέ αντίθετος με την δημιουργηθείσα πραγματικότητα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι όταν βρισκόταν κοντά στο θάνατό του και το χωριό προέτρεπε τη Βάντα να παντρευτεί τον γιο του Ζαγκάγιεκ, παρά το γεγονός ότι εκείνη δεν το επιθυμούσε, αυτός τής είπε ξεκάθαρα και την συμβούλευσε να ακολουθήσει ότι λέει η καρδιά της και να παντρευτεί τον άνδρα που αγαπά. Της είπε επίσης να αγνοήσει αυτό που θέλουν οι άνθρωποι και να κάνει ό,τι εκείνη βρίσκει σωστό. Ο Ζαγκάγιεκ είναι ο ηγέτης του χωριού στο οποίο ο Ιακώβ έζησε ως σκλάβος. Ο καθένας εκεί τον φοβόταν και ο χαρακτήρας του, αν και δεν αναφέρθηκε στο κείμενο πολύ, φαινόταν πεισματικός και έντονος.

Το βιβλίο αυτό υπογραμμίζει τα ζητήματα της λατρείας, που δείχνουν ότι μέσα στα όρια της εβραϊκής κληρονομιάς του Ιακώβ δεν αρκεί να προσχωρήσει η σύζυγός του στον Ιουδαϊσμό, θέλουν επίσης να είναι Εβραία από τη γέννησή της, εξ’ αίματος. Όταν ανακαλύψουν ότι ο Ιακώβ έχει προτιμήσει μια ειδωλολάτρισσα σύζυγο για τον εαυτό του, παραβιάζουν την ένωσή τους, θάβοντάς την έξω από το νεκροταφείο. Η ιστορία αρχίζει με τον βασικό χαρακτήρα, τον Ιακώβ, μετά από μια εθνική γενοκτονία κατά των Εβραίων, οπότε το ζήτημα της φυλής είναι εξαιρετικά αμφισβητούμενο και από τις δύο πλευρές, αλλά χωρίς αμφιβολία η ένωσή του με τη Σάρα, δηλαδή τη Βάντα, ήταν ανησυχητική, δεδομένης της πρόσφατης κακομεταχείρισης της κοινότητας λόγω της εβραϊκής κληρονομιάς. Τελικά, βέβαια, ο Ιακώβ και η Σάρα επανενώνονται, όπως θα έπρεπε, αλλά σε απώτερο χρόνο. Όταν ο Ιακώβ επιλέγει ως σύζυγο, τη Βάντα, αλλάζει το όνομά της σε Σάρα, όπως και η σύζυγος του Αβραάμ στη Βίβλο, που επίσης άλλαξε το όνομά της σε Σάρα. Όταν αποκτούν παιδί και η Σάρα πεθαίνει, ο ίδιος ονομάζει τον γιο του Βενιαμίν, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον Βενιαμίν στη Βίβλο, του οποίου η μητέρα, η Ραχήλ, πεθαίνει κατά τον τοκετό. Στη συνέχεια, παίρνει το παιδί του και μετακομίζει στην ιερή γη της Ιερουσαλήμ και του δίνει την ενδεδειγμένη θρησκευτική ανατροφή, προτού επιστρέψει στον τάφο της συζύγου του για να ενωθεί μαζί της στο θάνατο. Με άλλα λόγια, υιοθετώντας και ενσωματώνοντας τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, αναγνωρίζει εκείνα τα στοιχεία της ζωής του που ευθυγραμμίζονται με τους θρύλους της θρησκείας του. Ο αναγνώστης καταλήγει να παρατηρεί ολόκληρη τη γενεσιουργό φύση της ζωής, με τον Βενιαμίν να συνεχίζει να ζει στο Ισραήλ, αλλά και ο αναγνώστης πρέπει να αντιμετωπίσει και τη γλυκόπικρη φρίκη του θανάτου, καθώς στο τέλος τοποθετεί τον Ιακώβ να αναπαυτεί μαζί με τη γυναίκα του, Σάρα. Χωρίς την οικογένειά του, η ζωή του Ιακώβ θα ήταν κόλαση. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι ζει σε μια ασταθή, μερικές φορές στενόμυαλη κοινότητα, αλλά ως επί το πλείστον έχει να κάνει με το γεγονός ότι έχασε την οικογένειά του σε μια τραγική στιγμή της ιστορίας, στις προηγούμενες σφαγές στην περιοχή τους. Αυτό το βιβλίο δείχνει πώς ο Ιακώβ βρήκε την αγάπη εκεί που πραγματικά δεν περίμενε, ενόσω ήταν υποδουλωμένος στους ειδωλολάτρες και πως η αγάπη έδωσε νόημα στη ζωή του, μέχρι να ενωθεί οριστικά με αυτήν στο θάνατο. Γιατί τελικά, ‘…τι άλλο υπάρχει στη ζωή; Περιμένεις και περνούν οι μέρες κι’ έρχεται ο θάνατος και όλα τελειώνουν’! Ο καρπός της αγάπης τους είναι ο ζωντανός γιος που ζει πλέον στην ιερή εβραϊκή γη.

‘Ο Σκλάβος’ είναι σκλάβος μόνο για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, στο βιβλίο. Παραμένει υποδουλωμένος τόσο όσο απαιτείται για να ερωτευτεί και για όσο καιρό χρειάζεται για να πέσει στον πειρασμό να πει στη Βάντα πώς αισθάνεται. Τελικά, είναι ελεύθερος άνθρωπος, αλλά η καρδιά του εξακολουθεί να είναι συνδεδεμένη με τη Βάντα. Στη συνέχεια, όπως και ο Αβραάμ που λέει ψέματα στη Βίβλο για να προστατεύσει τον εαυτό του και τη σύζυγό του, ο Ιακώβ κάνει το ίδιο, λαμβάνοντας το όνομα της συζύγου του Αβραάμ ως το νέο όνομα για τη δική του γυναίκα: τη Σάρα. Το γεγονός ότι ψεύδονται, αντιπροσωπεύει την έλλειψη ανοχής στην κοινότητα του Ιακώβ, επειδή, όπως αποδεικνύεται μετά τον θάνατο της Σάρα, δεν έχουν ανοχή για έναν Εβραίο που πήρε σύζυγο μια ξένη. Αυτό αποδεικνύει ξεκάθαρα ότι, παρ’ όλο που ο Ιακώβ είναι θρησκευόμενος που επιθυμεί να κάνει το σωστό, η κοινότητά του θα τον δεχτεί μόνο αν κάνει ακριβώς αυτό που εκείνοι πιστεύουν ότι πρέπει να γίνει. Σε αυτή τη δογματική και αρκετά στενόμυαλη σκέψη δίνεται μια έξυπνη απάντηση από το μυθιστόρημα όταν ο Ιακώβ συνειδητοποιεί ότι η σύζυγός του είναι θαμμένη ανάμεσα στους Εβραίους, αν και αρχικά τα οστά της βρίσκονταν έξω από τους τοίχους του νεκροταφείου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πέθαναν όλοι και το νεκροταφείο επεκτάθηκε ώστε να συμπεριλάβει και αυτή. Με άλλα λόγια, ο ρατσισμός τους ρυθμίζεται από τον ίδιο τον θάνατο, μια δύναμη που δεν ενδιαφέρεται για τη φυλετική προκατάληψη. Απέναντι στο θάνατο, όλοι είναι ίσιοι. Αυτό τονίζεται όταν ο Ιακώβ βρίσκεται θαμμένος με τη σύζυγό του, σαν το ίδιο το σύμπαν να ευλογεί την κληρονομιά τους.

Είναι ένα μυθιστόρημα για τους Εβραίους και για την πολύ βαθιά σχέση τους με τις ιστορίες της πίστης τους, τις ιερές ιστορίες των προγόνων τους. Όταν η Σάρα πεθαίνει στη γέννα του γιού του Ιακώβ, ο ίδιος ονομάζει τον γιο Βενιαμίν, γιατί έτσι και ο βιβλικός Ιακώβ ονόμασε το δικό του γιο, όταν η Ραχήλ, η σύζυγός του, πέθανε κατά τον τοκετό. Αυτός ο υπαινιγμός συμπληρώνεται από το κοινό ταξίδι τους στην Ιερουσαλήμ, όπου ο Βενιαμίν εκπαιδεύεται για να γίνει Εβραίος δάσκαλος. Αυτό αντιπροσωπεύει το γενεαλογικό ταξίδι στην γη τους, ένα άλλο πολύ σημαντικό βιβλικό θέμα. Το προσκύνημα προς την Ιερουσαλήμ, αυτό το ταξίδι στην ιερή γη είναι παρόμοιας φύσης με το μουσουλμανικό ταξίδι προς τη Μέκκα. Για τους Εβραίους, η Ιερουσαλήμ είναι η επιλεγμένη πόλη του Θεού, μια πνευματική πόλη αποκούμπι μεταξύ γης και ουρανού, όπου ο Θεός έρχεται στη γη για να συνεργαστεί με τους ανθρώπους. Η Ιερουσαλήμ σηματοδοτεί τη δέσμευση και την υποχρέωση του Ιακώβ για πνευματικότητα και εγγύτητα με την παράδοση, μέσω της οποίας ελπίζει ότι ο γιος του θα επιτύχει την αθανασία, σύμφωνα με την εβραϊκή πεποίθηση. Η Ιερουσαλήμ εκπροσωπεί τον ουρανό στον Ιακώβ. Ο Ιακώβ βοηθώντας το γιο του να πάει στη Γη της Ιερουσαλήμ, είναι σαν να λέει ότι ο Βενιαμίν κληρονόμησε τις ευλογίες των θυσιών του πατέρα του, το οποίο είναι βεβαίως αλήθεια. Μια απόδειξη και απεικόνιση της θυσίας που κάνει ένας γονέας για το παιδί του να έχει καλύτερη ζωή. Αυτό είναι ιδιαίτερα αληθές, δεδομένης της πολιτικής αναταραχής στην Πολωνία για τους Εβραίους που ζούσαν εκεί, εκείνη την εποχή.

Τελικά, εκείνη η κοινότητα ήταν καταδικασμένη. Όταν ο Ιακώβ επιστρέφει στον τάφο της συζύγου του για να περάσει τις τελευταίες μέρες ‘μαζί της’ εκεί, διαπιστώνει ότι η κοινότητα που τους είχε κατακρίνει για τη διαφυλετική τους σχέση, είναι τώρα νεκρή και ο αριθμός των νεκρών τους είναι τόσο μεγάλος που το νεκροταφείο έχει αυξηθεί γεωμετρικά σε έκταση ώστε να έχει συμπεριλάβει εν τω μεταξύ τον τάφο της γυναίκας του, δεδομένου ότι τότε την είχαν θάψει έξω από το νεκροταφείο. Το γεγονός παραπέμπει στην ισότητα των ανθρώπων, ανεξαρτήτως φυλής, γλώσσας, θρησκείας και κουλτούρας, με άλλα λόγια, στον θάνατο δεν υπάρχει περιθώριο για οποιαδήποτε μορφή ρατσισμού. Με άλλα λόγια, ο θάνατος αποστασιοποιείται από το ανθρώπινο μίσος και αντιμετωπίζει όλους τους ανθρώπους το ίδιο, ανεξάρτητα από το τι σκέφτονται για τον εαυτό τους ή για άλλους. Ανεξάρτητα, όμως, από το πόσο φυσιολογικά και αναμενόμενα απεικονίζονται τα γεγονότα της ζωής του Ιακώβ, η ζωή του είναι βαθιά μυστηριώδης και θεοσεβούμενη, από την πρώτη σελίδα έως την τελευταία. Αντί, για παράδειγμα, με το θάνατο της συζύγου του κατά τον τοκετό να εκλάβει το γεγονός ως μίσος εναντίον της μοίρας και προς τον ίδιο το Θεό, ο Ιακώβ συνειδητοποιεί ότι το παιδί πρέπει να εξελιχθεί και μεγαλώσει σαν τον Βενιαμίν, του οποίου η μητέρα πέθανε κατά τον τοκετό. Επιστρέφοντας με την οικογένειά του στην Ιερουσαλήμ, ο Ιακώβ ολοκληρώνει κυριολεκτικά την εβραϊκή ιστορία για τη δική του οικογένεια, επιστρέφοντας την εβραϊκή οικογένειά του, στα εβραϊκά ιερά εδάφη. Γιατί ο Ιακώβ, το να μεγαλώσει τον γιο του στην Ιερουσαλήμ είναι ένα άλλο σημάδι της δέσμευσής του με την εβραϊκή του παράδοση. Αλλά η αγάπη του για τη σύζυγό του δείχνει ότι ο Ιακώβ δεν έπεσε στην παγίδα της θρησκευτικής υποκρισίας, όπως έκανε και η κοινότητά του κάποτε στην Πολωνία.

Αν και πολλά από τα στοιχεία αυτού του μυθιστορήματος φαίνονται φυσιολογικά σε έναν μέσο αναγνώστη, σε έναν καλά μελετημένο Εβραίο ή Χριστιανό, η συμπεριφορά και η ζωή του Ιακώβ μοιάζει σε πολλά σημεία με την ιστορία της Βίβλου. Όπως ο Ιώβ που έχασε την οικογένειά του αλλά ξαναβρήκε άλλη, έτσι έκανε και ο Ιακώβ, κι’ ακόμα η ένταση της σχέσης του με την ειδωλολάτρισσα σύζυγό του που αποτελεί και αντικείμενο της Παλαιάς Διαθήκης, το προσκύνημα στο Ισραήλ, όπως ο Μωυσής, ή η ονομασία της Σάρας, της συζύγου του, όπως και του Αβραάμ, ο βασικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος, ο Ιακώβ, κυριολεκτικά επαναλαμβάνει τις ιστορίες των προγόνων του. Πολλές από τις σκηνές στην ταραγμένη εκείνη την εποχή Πολωνία, θα μπορούσαν να υπενθυμίζουν στον αναγνώστη τις εβραϊκές ιστορίες της δουλείας στην Αίγυπτο. Ο τίτλος του βιβλίου, σαφώς υπαινίσσεται ότι για τον Ιακώβ, η Ευρώπη είναι ένα είδος εξορίας από την Ιερουσαλήμ και το ταξίδι πίσω στην Ιερουσαλήμ σημαίνει ότι ο Ιακώβ εκτελεί την διαδικασία, ακριβώς, της Εξόδου. Ο Ιακώβ διαρκώς σώζεται και συνεχώς δικαιώνεται. Είναι χαμένος μέσα στη μοναξιά του και εξοργισμένος από την κοινότητά του και από τη δουλεία όταν οι συμπατριώτες του αγοράζουν την ελευθερία του και τελικά δικαιώνεται στην εικόνα του νεκροταφείου. Με άλλα λόγια, ο ίδιος ο θάνατος έχει αποκαταστήσει την τιμή σε αυτόν και τη σύζυγό του, αφού καταλήγουν να θάβονται μαζί. Η τελευταία εικόνα του βιβλίου είναι η ίδια με την πρώτη εικόνα του βιβλίου: ο θάνατος! Η ιστορία ξεκινά όταν ο Ιακώβ εκτοπίζεται από μια γενοκτονία στην οποία δολοφονούνται η σύζυγός του και τα παιδιά του και τελειώνει με το θάνατο του Ιακώβ και τον ενταφιασμό του με τα οστά της συζύγου του, ολοκληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο το θρησκευτικό ταξίδι της ανθρώπινης ύπαρξης του Ιακώβ. Η εστίαση στον θάνατο δημιουργεί μια περίπλοκη και δύσκολη ερώτηση σχετικά με το τι είναι πραγματικά η ζωή, δεδομένων των επιτακτικών θρησκευτικών πεποιθήσεων του Ιακώβ.

Ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ (Isaac Bashevis Singer, 1902-1991), ήταν η φωνή των λαϊκών παραδόσεων και σύμφωνα με τα λόγια εκείνων που του έδωσαν το βραβείο Νόμπελ, ο συγγραφέας σφραγίστηκε από τις αιώνιες παραδόσεις του κόσμου και της ζωής του Ανατολικοευρωπαϊκού Εβραϊσμού, τη γλώσσα των απλών ανθρώπων και των γυναικών. Λεγόταν, γενικώς, ότι γεννήθηκε το 1904, αλλά γεννήθηκε πιθανότατα το 1902 και άρχισε νωρίς να ψεύδεται για την ηλικία του, ώστε να αποφύγει να στρατολογηθεί στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1935, ακολουθώντας τον μεγαλύτερο αδελφό του, Τζόσουα Σίνγκερ. Κέρδισε το βραβείο Νόμπελ το 1978 και πέθανε το 1991. Η ιστορία μας λέει ότι πραγματοποιήθηκαν αρκετές προσπάθειες να αντιμετωπιστεί ο Σίνγκερ ως κάτι άλλο, πέρα από εθνογραφικό λάτρη της κουλτούρας του, όπως για παράδειγμα το αξιοσημείωτο δοκίμιο του 1965 από τον Τεντ Χιουζ στο ένθετο για βιβλία των Τάιμς της Νέας Υόρκης, στο οποίο τον ονομάζει οραματιστή και ιδεολόγο, και το έργο του όχι ντοκυμαντέρ, αλλά μάλλον ένα είδος αποκάλυψης. Ο Χιουζ θαύμαζε τον Σίνγκερ ανεξάρτητα από το πόσο αντιπροσωπευτικός ήταν και τον κατέτασσε ανάμεσα στους πραγματικά σπουδαίους συγγραφείς της εποχής του, λέγοντας ότι οι ιστορίες του ήταν ότι πιο ζωντανό και άγριο κομμάτι της ποιητικής φαντασίας θα μπορούσε να σκεφτεί ένας ποιητής. Φυσικά, θαύμαζε την επιστροφή του Σίνγκερ στην εβραϊκή καρδιά ως τρόπο φυγής από τα σύγχρονα αδιέξοδα, προσδιορίζοντας με τον τρόπο αυτό την άποψη του Σίνγκερ για τη ζωή γενικώς.

Οι σφαγές του Χμιελνίκι (Khmelnytsky massacres) που αναφέρονται στο κείμενο του βιβλίου και οι οποίες ξεκίνησαν στα 1648, χρησιμεύουν για να αποσπάσουν την ανθρώπινη προσοχή από τις ανάλογες λεπτομέρειες και περιπέτειες του εικοστού αιώνα, ή μήπως για υπενθύμιση και συσχετισμό με τις άλλες παρεμφερείς και διαχρονικές, άραγε; Οι τερατώδεις δράσεις και δολοφονικές ενέργειες των Κοζάκων αναφέρονται και σε άλλα βιβλία του Σίνγκερ. Το έργο του Σίνγκερ, παρ’ όλα αυτά, δεν είναι εμποτισμένο από απόλυτη απαισιοδοξία, αλλά περισσότερο διερευνά το πώς είναι να αποφασίσει κανείς να δει και να μην δει το σκοτάδι. Το παλιό και το καινούργιο αντιπροσωπεύονται στο έργο του, αλλά δεν έχει και τόση σημασία, αφού αντιπροσωπεύει επάξια την απώλεια μιας παλιάς χώρας, ενός άλλου κόσμου. Τα κείμενά του ήταν ένας πολύ καλός τρόπος για να διερευνήσει τις διαχρονικές συγκρούσεις στο ανθρώπινο πνεύμα και στην ανθρώπινη ψυχή που τόσο πολύ τον απασχολούσαν. ‘Ο σκλάβος’ είναι αναμφίβολα ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματά του, ίσως η πιο ιδεολογική άποψη του δικού του κόσμου και η πιο μεγαλοπρεπής και πιο ενοποιημένη μυθιστορηματική του δομή.