Top menu

"Hotel Èternitè" του Γιάννη Καλαβριανού -Κριτική Θεάτρου

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

Ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος/ είναι ίσως και οι δύο παρόντες στο μέλλοντα χρόνο/ και ο μέλλων χρόνος να περιέχεται στον/ παρελθόντα χρόνο./ Αν όλος ο χρόνος είναι αιωνίως παρών/ όλος ο χρόνος δεν μπορεί να πληρωθεί./ Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί είναι μια αφαίρεση/ που παραμένει μια διαρκής δυνατότητα/ μόνο σ’ έναν/ κόσμο από εικασίες. Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί και ό,τι συνέβη/ δείχνουν σ’ ένα τέλος που είναι πάντοτε παρόν. (Τ.Σ.Έλιοτ)

Στις 19 Ιανουαρίου 2020 διδάχθηκε στην αίθουσα “Ν. Κούρκουλος” του Εθνικού Θεάτρου η παράσταση με τον τίτλο Hotel Èternitè (Ξενοδοχείο η αιωνιότητα), του γεννημένου στην Θεσσαλονίκη, το 1974, θεατρικού συγγραφέα (και γιατρού, σκηνοθέτη, ηθοποιού) Γιάννη Καλαβριανού (άλλα του έργα: Αβελάρδος και Ελόιζα, Γιοί και κόρες, Γρανάδα), που επιμελήθηκε και τη σκηνοθεσία της.

Ο χρόνος κυριαρχεί στον νου και στις καρδιές των ανθρώπων, που έχουν βρει ιδανικό ενδιαίτημα σε κάποιο Ίδρυμα, ονομαζόμενο κατ’ ευφημισμόν ξενοδοχείο, προκειμένου να καταχωρηθεί στο οικείο Επιμελητήριο, ως αξιοπρεπές και νόμιμο επιτήδευμα της ιδιοκτήτριας. Οι αφανείς ένοικοι, σκιές αληθινών προσώπων, δεν θα εμφανισθούν ποτέ, τουλάχιστον όσο διαρκεί η σκηνική δράση, αλλά και αργότερα καθ’ όλη την πορεία της επί της γης παρουσίας τους. Είναι εκείνοι που αποζητούν μια μορφή παγώματος του χρόνου, ώστε να ευημερήσουν με υγεία και να απομακρύνουν την εμφάνιση του Χάρου, που επικρέμαται απειλητικός πάνω από τα κεφάλια όλων των πεισιθάνατων θνητών. Επίσης, περιθάλπονται στο hotel άτομα, λίγο πριν από την τελική αναχώρηση, τα οποία έχουν ανάγκη πολλαπλασιασμού των βιωμάτων τους.

Το Ξενοδοχείο η αιωνιότητα συνιστά έναν περίκλειστο χώρο, όπου προσφέρεται αφειδώς η ελπίδα για μια ευτυχισμένη διαβίωση, όπου είναι δυνατόν να υπάρχει μόνιμο καλοκαίρι, χωρίς βαρυχειμωνιές. Η τραγικότητα του επίγειου βίου αποτυπώνεται με εναργή μέθοδο, που συγκινεί όσους υποθέτουν ατελώς, ότι θα υπερβούν από τις καθημερινές οδύνες και την υποφαινόμενη διακριτικά αθανασία. Τα πρόσωπα του έργου κινούνται ως μαριονέττες, επίτηδες, για να δοθεί, υπό σουρεαλιστικές συνθήκες, η ατμόσφαιρα μιας υποτιθέμενης τέλειας διαμονής, μέσα σε συνθήκες αλώβητες από το πέρασμα των ετών και την αδήριτη γήρανση, σώματος και πνεύματος. Οι υπηρέτες υλοποιούν άψογα την ποιότητα, που επιβάλλει η διευθύντρια του Οίκου Ευγηρίας κυρία Μαίρη (εγώ χαρίζω όνειρα στους ανθρώπους), η οποία, αυστηρή και απλησίαστη, έχοντας πληγωθεί από την αυτοκτονία του αδελφού της, προσπαθεί να κρατήσει με νύχια και με δόντια την παλαιά οικογενειακή επιχείρηση, ώστε να εξιλεωθεί από κάποιες απροσδιόριστες ευθύνες, που φέρει στις πλάτες της. Οι άτεγκτοι κανόνες, στους οποίους είναι υποχρεωμένοι να υπακούσουν οι υπάλληλοι του Ξενοδοχείου, φέρει τα πράγματα στα όριά τους και διαφαίνεται μια υποβόσκουσα αντίδραση στις μεθόδους που εφαρμόζονται, προς χάριν των ενοίκων-ασθενών. Σε διακεκριμένη θέση ο γιατρός του Ιδρύματος και εραστής της ιδιοκτήτριας Τζέημς κινείται προσεκτικά και υπακούει τυφλά στην ερωμένη του• η κύρια ασχολία του είναι να παρηγορεί την κυρία Μαίρη στα αδιέξοδά της. Οι υπάλληλοι Γιούλια, Μαίρη, Αμινά, Μάγια, Πέντρο και Λούκας, λειτουργούν πεπεισμένοι για τα πρωτοποριακά εφευρήματα προς ανακούφισιν από την κρατούσα, λόγω της παρόδου του πανδαμάτορος χρόνου, δυστυχία• κατά βάθος χαίρονται• μέχρι ενός σημείου συμμετέχουν με προθυμία στις ανορθόδοξες δοκιμές• δεν προβληματίζονται• μάλλον αρέσκονται σε κάποιο καινοτόμο εγχείρημα, όπου οι ένοικοι, προθυμοποιούνται να παίξουν τον ρόλο του πειραματόζωου, όχι όμως με κίνδυνο της ζωής τους• περιποιούνται τους ανήμπορους και τείνουν επιβοηθητική βακτηρία προς επούλωσιν των ψυχικών τους πληγών• πολλάκις αναπληρώνουν την έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους συγγενικών προσώπων των εγκλείστων• θα έλεγε κανείς, ότι αποτελούν συγχρονισμένη ορχήστρα, που κανοναρχεί μια αδύναμη ομάδα συνανθρώπων τους. Αυτοί οι εσώκλειστοι υπηρέτες, που δεν επικοινωνούν με τον έξω κόσμο, λόγω της μεγάλης απόστασης από τον πλησιέστερο οικισμό, εξεγείρονται, όταν οι δημοσιογράφοι και μέσω αυτών η κοινωνία επιθυμούν να μάθουν για την ακολουθούμενη θεραπευτική αγωγή, υποθέτοντας, ότι στον Οίκο της κυρίας Μαίρης, εφαρμόζονται μη νόμιμοι καταναγκασμοί. Η εισβολή των βαρβάρων, ήτοι η εμφάνιση μιας ομάδας, φιλοπερίεργων, αγνοούντων τις αληθινές προθέσεις της διευθύντριας του Ξενοδοχείου, αναστατώνει την κρατούσα, υπό σιδηρά εποπτεία των εργαζομένων, ηρεμία, προκειμένου να μην παρεκκλίνουν, ως έρμαια ατομικών τους παθών (ακόμη και το κάπνισμα πρέπει να γίνεται σε εξωτερικό χώρο, με κατάλληλη φόρμα), αλλά και συναισθηματικών εξάρσεων. Τα μέχρι εκείνη τη στιγμή πειθήνια όργανα μιας απολυταρχικής πολιτικής, μέσω της οποίας επιχειρείται στεγανοποίηση των ενοίκων και η απομάκρυνσή τους από εφήμερες χαρές και λύπες, τελικά εκρήγνυνται και διασπούν την αρραγή ενότητα, που υποτίθεται ότι υπήρχε στα εσωτερικό του Ιδρύματος• επιβάλλουν δια της βίας να επιτραπεί η είσοδος τρίτων παρατηρητών στους χώρους της επιχείρησης, ώστε να ανατραπούν τα εφαρμοζόμενα κατά γράμμα οράματα της κυρίας Μαίρης. Μέσα στο πανδαιμόνιο, που ακολουθεί, συντετριμμένη πραγματικά η σκληρή και απρόσιτη διευθύντρια παραληρεί και εξομολογείται τους λόγους, που την ώθησαν στην απάλυνση του πόνου των συνανθρώπων της και στην υποβοήθησή τους να απομακρύνουν τον επιθανάτιο ρόγχο και να ισχυροποιήσουν την άμυνα στην επικρεμάμενη απώλεια, όπως και στην διέλευση του Αχέροντα προς άγνωστη κατεύθυνση.

Ο Γ. Καλαβριανός, εκτός από θεατρικός συγγραφέας καταγίνεται επιτυχώς και με την τέχνη της σκηνοθεσίας. Έστησε έναν θίασο με ευθύτητα, χωρίς υπερβολές, πειστικά, πολλάκις με λυρικές εξάρσεις και διεξήλθε τις συμπληγάδες της πλήξης, υποβοηθούμενος με εγκράτεια και επιμέλεια από τα minimal σκηνικά της Εύας Μανιδάκη, που δημιούργησε στην ουσία δύο σκηνές, μία έξω από τον κυρίως χώρο του ξενοδοχείου και μια εκτός αυτού, όπου οι υπάλληλοι ανταλλάσσουν απόψεις ή ερωτεύονται. Τα βαλσαμωμένα πουλιά, που είχαν γεμίσει τον χώρο, συμβόλιζαν (εκτός από την αυτονόητη προσομοίωσή τους με τους νοητά απολιθωμένους ενοίκους), την διαφυγή από τα τετριμμένα ή τα σημάδια νίκης ή την αποτύπωση υψηλών στόχων, αλλά και έκφραση της ανθρώπινης επιθυμίας διαφυγής προς την ελευθερία, μακριά από την οδυνηρή ειμαρμένη, αλλά και του θανάτου ή το αντίστροφο, της Αθανασίας. Είχε επίσης την επικουρία της ζωηρής μουσικής του Θοδωρή Οικονόμου, που παρενέβη για να ζωντανέψει τους ρέοντες διαλόγους και να δώσει ώθηση στην πλοκή. Δεν θα πετύχαινε, όμως, το εγχείρημα, αν έλειπε ο διακριτικός, πλην διεισδυτικός προσεκτικός φωτισμός του Νίκου Βλασόπουλου, ιδιαίτερα στις εναλλαγές των χώρων (μέσα και έξω από το lobby του ξενοδοχείου), κυρίως, όμως κατά τη διάρκεια ομαδικών ασμάτων και χορευτικών, δίκην αρχαιοελληνικού Χορού. Τα κοστούμια της Βάνας Γιαννούλα, απλά, όπως έπρεπε να είναι, ομόλογα του επαγγέλματος και της ιδιότητας ενός εκάστου. Η επιμέλεια κίνησης του Χρήστου Παπαδόπουλου επιτυχής, με ιδιαίτερη αναφορά στα αποσπάσματα λόγου με σύγχρονους ελιγμούς όλων των υποκριτών, που έδωσαν χρώμα και ηχητική απόλαυση.
Έχω την πεποίθηση, ότι η ροή των επεισοδίων είναι αποκλειστικά εκείνη, που διεγείρει τον θεατή και όχι μακροσκελείς απαγγελίες προς διευκρίνησιν. Επομένως, δεν εγγράφεται στα θετικά του έργου ο εκ μέρους της πρωταγωνίστριας επίμονος αφηγηματικός λόγος περί του περιεχομένου του.

Η επιβλητική παρουσία της Μαρίας Κατσιαδάκη (διευθύντριας Μαίρης), η εκπληκτική φωνητική της σταθερότητα, η φυσική, χωρίς διακοπές ή σαρδάμ, άρθρωση, οι ακριβείς απέριττοι βηματισμοί της, η προς το τέλος εντυπωσιακή αλλαγή από απρόσωπη και κυρίαρχη του χώρου και των υπαλλήλων, σε συντετριμμένη απογοητευμένη γυναίκα, με ανάγκη θαλπωρής. Η υποκριτική της τεχνική είχε πληρότητα και εύρος, σαφές δείγμα ταλαντούχου ατόμου. Αλλά η πρωταγωνίστρια δεν ήταν μόνη• πλαισιώθηκε από άξιους και ραφιναρισμένους συμπαίκτες, που είχαν μελετήσει επαρκώς τον ρόλο τους και υπό τα προσωπεία, που υποδύονταν επέδειξαν ιδιαίτερες ικανότητες: η προσεκτική Δέσποινα Γιαννοπούλου (Γιούλια), ο ευέλικτος Χρήστος Κραγιόπουλος (Πέντρο), ο εύστροφος Νίκος Λεκάκης (Λούκας), η εύθικτη (και τραγουδίστρια) Χριστίνα Μαξούρη (Αμινά), η σοβαρή Αλεξία Μπεζίκη (Μάγια), ο εύχαρις αισθηματίας και δεξί χέρι της Μαίρης, Αργύρης Ξάφης (Τζέημς, γιατρός) συγκρότησαν έναν εκλεκτό θίασο, που ανταποκρίθηκε πλήρως στις ανάγκες της παράστασης.

Σημειώνεται, ότι ο Γιώργος Γλάστρας, άνθρωπος, που μεταμφιεζόταν, ως πιερότος, με χαρακτηριστική εμφάνιση και ιδιότυπο ρουχισμό, που εισχώρησε στον χαρακτήρα ενός αλχημιστή, ήτοι ενός εξωλογικού ατόμου, με ετερόκλιτες επινοήσεις και παράδοξες σκέψεις• λοιδωρούσε την κατάντια των βροτών, προσαρμόστηκε στην δύσκολη αποστολή του να ταιριάξει σε ένα σύνολο, στο οποίο δεν ανήκε θεαματικά. Αποκορύφωμα των επιδόσεων του ήταν το τραγούδι, στο οποίο σχολίαζε με παιγνιώδεις αναφορές τα συμβαίνοντα επί σκηνής και το έξοχο χορευτικό, εν είδει Michael Jackson, κατά τη διάρκεια του οποίου λικνιζόταν ως Χάροντας. Ήταν αστραφτερός, ευρηματικός, εμπνευσμένος.

Πάντως, η ανεπιτυχής αυτή μέθοδος ανεύρεσης του ελιξηρίου της νεότητας και της κατάργησης του θανάτου, με τη συνδρομή της Φιλοσοφικής λίθου, διέτρεχε εμμέσως την υπόθεση του κρινόμενου θεατρικού έργου. Τα τεχνάσματα της κυρίας Μαίρης αποτελούσαν ειλικρινή αγώνα επαναφοράς της αληθινής ζωής σε συνανθρώπους της, που είχαν ανάγκη.

Ο ανυπέρβλητος Κ. Καβάφης (Ένας γέρος, 1901) δίνει με ενάργεια τη θλίψη των γηρατειών: “Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος/ σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος•/ με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά./ Και μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια./ σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια/ που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά./ Ξέρει που γέρασε πολύ• το νοιώθει, το κυττάζει./ Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει/ σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό./ Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα•/ και πως την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! -/ την ψεύτρα που έλεγε• «Aύριο. Έχεις πολύν καιρό.»/ Θυμάται ορμές που βάσταγε• και πόση/ χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι/ κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει./ Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται/ ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται/ στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι”. Όμως, ταιριάζουν στο θέμα της παράστασης δύο συγκλονιστικοί στίχοι που περιέχονται στο ποίημά του Μελαγχολία Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομαγηνή 595 μ.Χ. (1921): Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου/ είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.

Το Ξενοδοχείο η Αιωνιότητα ήταν γλαφυρή απεικόνιση αναληθούς διαχρονίας, τουτέστιν ενός είδους ετεροχρονισμού, όπου με απαράμιλλη μουσικότητα και ρυθμό, απεικονίσθηκε ιδανικά η αέναη πάλη της φθαρτότητας του ανθρώπου, που αντιπαρατίθεται στα άνωθεν θέσφατα και στην απειρότητα του σύμπαντος. Όπως, εύστοχα αναφέρει ο συγγραφέας: Κανείς δεν καταφέρνει να κρατήσει τον παράδεισό του για πάντα-ίσως ο παράδεισος μόνον έτσι φτιάχνεται…η τελειότητα είναι γι’ αυτούς που δεν έχουν φαντασία.