Top menu

Μιχάλης Μακρόπουλος: "Δεν πιστεύω στους μονόδρομους"

Συνέντευξη στην Κατερίνα Λιάτζουρα

«Είχαν και οι τρεις εκείνη την κλειστή και άδεια όψη, σαν των σπιτιών.
Τα μάτια τους στέκονταν για πολλή ώρα σε ένα σημείο δίχως να το βλέπουν.
Τα χέρια τους είχαν μια αφύσικη ακινησία• ήταν βουβά χέρια, που είχαν χάσει τη γλώσσα των νοημάτων,
όπως είχαν χαθεί από τη λαλιά τους οι πιο πολλές λέξεις,
γιατί ήταν άχρηστες και σε αχρησία.»*

Ο καλύτερος γνώστης της συγγραφικής του τέχνης είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Λίγα λόγια με τον Μιχάλη Μακρόπουλο για τη νουβέλα του με τίτλο «Μαύρο νερό» από τις εκδόσεις Κίχλη, 2019.

Η ιστορία της νέας σου νουβέλας, Μιχάλη, διαδραματίζεται σε ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, όπου μετά από κάποιες εργασίες εξόρυξης, μολύνθηκε το νερό της περιοχής, με αποτέλεσμα να συντελεστεί μια τεράστια περιβαλλοντική καταστροφή. Οι φύση δηλητηριάστηκε και τα χωριά αποδεκατίστηκαν. Πολλοί από τους κατοίκους πεθαίνουν, κάποιοι αναγκάζονται να μετοικίσουν και λίγοι μόνο παραμένουν, να παλεύουν με τα στοιχειά της φύσης. Οι συνθήκες ζωής δύσκολες, οι προσπάθειες επιβίωσης δυσκολότερες. Πρωταγωνιστές σου, ένας Πατέρας με τον εκ γενετής ανάπηρο γιο του. Η συγγραφή της νουβέλας σου, είναι μια πράξη διαμαρτυρίας, ένα είδος -ας μου επιτραπεί η έκφραση- λογοτεχνικού ακτιβισμού, ενάντια στη πρόθεση κρατικών και ιδιωτικών συμφερόντων, να εξορύξουν υδρογονάνθρακες στην Ήπειρο; Απώτερος σκοπός σου η ευαισθητοποίηση του κόσμου σε οικολογικά θέματα;
Κατερίνα, σ’ ευχαριστώ καταρχάς για τη φιλοξενία. Θα απαντήσω κατηγορηματικά, όχι. Αν ο στόχος για να γράψω αυτή, ή όποια άλλη ιστορία, ήταν να ευαισθητοποιήσω τον κόσμο σε κάποια θέματα, οικολογικά ή οτιδήποτε άλλο, τότε πιθανώς να έγραφα μια αποτελεσματική μπροσούρα, αλλά λογοτεχνία δεν θα ήταν επ’ ουδενί. Οι αιτίες για να σκεφτώ την ιστορία του Μαύρου νερού και να καθίσω να τη γράψω ήταν δύο: οι δοκιμαστικές γεωτρήσεις για υδρογονάνθρακες στην Ήπειρο και η καταστροφή στο Μάτι – όμως, από τη στιγμή που άρχισα να τη γράφω, ο σκοπός μου ήταν να πω όσο καλύτερα μπορούσα την ιστορία μου, να πλάσω μ’ όσο γινόταν περισσότερη μαστοριά ένα κείμενο που θα ’ταν λογοτεχνία. Η λογοτεχνία με «απώτερους σκοπούς» πιστεύω πως είναι κακή, γιατί η λογοτεχνία πρέπει από την πρώτη αράδα ως την τελευταία να είναι «ανοιχτή», κι αν υπηρετεί κάποιον, να υπηρετεί την ιστορία και τους χαρακτήρες, όχι την ιδεολογία ή τις πολιτικές θέσεις του συγγραφέα.

Η αλόγιστη εκμετάλλευση του περιβάλλοντος και των φυσικών του πόρων επιφέρει πολλές φορές καταστροφικές συνέπειες για τους ζώντες στις περιοχές ενδιαφέροντος. Θεωρείς πως μπορεί να συνυπάρξει η αειφόρος ανάπτυξη και η ανθρώπινη ύπαρξη; Ή πρόκειται για έναν μονόδρομο που οδηγεί στον αφανισμό της πάσας φύσεως ζωής, όπως την περιγράφεις στην ιστορία σου;
Δεν πιστεύω στους μονόδρομους αλλά ούτε αισιόδοξος είμαι. Νομίζω ότι τώρα, όπως πάντα, βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν αντίφαση. Για να γλιτώσουμε έστω και την ύστατη στιγμή από την αλόγιστη ανάπτυξη χρειαζόμαστε την ανάπτυξη προς άλλη κατεύθυνση – π.χ., την αντικατάσταση της ενέργειας από ορυκτά καύσιμα με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Σίγουρα, η τεχνολογία είναι μονόδρομος για έναν πλανήτη που ’χει να θρέψει μερικά δισεκατομμύρια ανθρώπους. Αλλά όχι, η υπερκατανάλωση δεν είναι μονόδρομος• ούτε είναι μονόδρομος το να πετούν τα σουπερμάρκετ στον δυτικό κόσμο ως και το 40% των προϊόντων τους γιατί πρέπει πάντοτε να υπάρχει στο ράφι ή στο ψυγείο αυτό που θέλει ο καταναλωτής. Όμως, πώς αλλάζουν όλα αυτά; Σωστά όλα όσα λέει κάποιος ευαισθητοποιημένος απέναντι στο περιβάλλον, έπειτα όμως σκύβει και κοιτάζει τα παπούτσια του που ’ναι φτιαγμένα στο Μπαγκλαντές, βλέπει τα ρούχα του, όλα τα αντικείμενα που χρησιμοποιεί καθημερινά, και βρίσκεται να είναι ο ίδιος μια ζώσα αντίφαση. «Θεραπεύει» λοιπόν το ακρωτηριασμένο πόδι βάζοντας τσιρότο: ρίχνει τα ανακυκλώσιμά του στους ειδικούς κάδους και χρησιμοποιεί «οικολογικούς» λαμπτήρες. Προσοχή, δεν μέμφομαι κανέναν, είναι ό,τι κάνω ο ίδιος. Βλέπεις, Κατερίνα, η απάντησή μου κάνει κύκλους γύρω από την ερώτηση, γιατί στην πραγματικότητα δεν έχω κάποια σαφή απάντηση να σου δώσω. Να σου πω όμως κάτι προσωπικό και να κλείσω. Έγινα βιολόγος γιατί αγαπούσα από πολύ μικρός τα ζώα και μάθαινα τα πάντα για τη ζωή τους. Νιώθω την καταστροφή στον Αμαζόνιο, στην Αρκτική, στην Αυστραλία, σαν να πιάνει ένα βρόμικο χέρι όλες τις σελίδες σ’ όλα τα βιβλία για ζώα που τόσο αγάπησα όταν ήμουν παιδί κι ας μην τα είχα δει, και να τις τσαλακώνει και να τις σκίζει μία μία.

Αλληγορία ή ζοφερός οιωνός ο τίτλος του βιβλίου σου «Μαύρο νερό»;
Πικρή ειρωνεία. «Παίζω» με το πετρέλαιο, τον «μαύρο χρυσό» – το νερό πρέπει να ’ναι διάφανο, κρυστάλλινο, όχι μαύρο.

Πρωταγωνιστής της νουβέλας σου ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος που δοκιμάζεται από ανθρώπινο χέρι. Ο άνθρωπος που αποζητά την παρηγοριά στο θείο χέρι. Ο άνθρωπος με τις μικρές και μεγάλες του αδυναμίες. Ο άνθρωπος με την αστείρευτη εσωτερική δύναμη. Από που πηγάζει αυτή η δύναμη του Πατέρα, να στέκεται όρθιος στις αντιξοότητες της ζωής του;
Καταρχάς, είναι χαρακτήρας ιστορίας, και μου φαίνεται παράξενο το να μιλώ γι’ αυτόν σαν να ’ναι υπαρκτό πρόσωπο. Πηγάζει λοιπόν απ’ ό,τι δύναμη ήθελα εγώ να του χαρίσω. Όχι ό,τι δύναμη έχω, αλλά ό,τι δύναμη θέλω γι’ αυτόν να έχει. Και τι άλλο να έκανε, έτσι κι αλλιώς; Από πού πηγάζει η δύναμη των πατεράδων και των μανάδων που με τα παιδιά τους στην αγκαλιά ταξιδεύουν χιλιάδες χιλιόμετρα για να ξεφύγουν από έναν πόλεμο;

Η ενασχόληση του ανθρώπου με τις τελετουργίες της καθημερινότητας, εκτελώντας τες σχεδόν ως ιεροτελεστίες, με ταπεινότητα και θρησκευτική ευλάβεια, μπορεί να οδηγήσει στην εξύψωση της ψυχής, να οδηγήσει στη συνειδητότητα της ανθρώπινης ύπαρξης;
Κι ένα ταξίδι, μ’ όλες τις διαφορετικές του εικόνες και με το γκρέμισμα της καθημερινότητας και των συνηθειών, μπορεί να βαθύνει τη συνείδηση που ’χει ο άνθρωπος για την ύπαρξη. Ευτυχώς, παρά τους τόσους τσελεμεντέδες αυτογνωσίας που κυκλοφορούν, για την αυτογνωσία δεν υπάρχουν συνταγές.

«Ως και στα πιο ερειπωμένα σπίτια του χωριού
ζούσαν ακόμα φαντάσματα,
κοιμόνταν στα μουχλιασμένα στρώματα,
ψηλαφούσαν με άυλα δάχτυλα
τις παλιές φωτογραφίες πίσω από το σκονισμένο τζάμι•
τα σαπισμένα σανίδια έτριζαν άηχα κάτω από τα βήματα τους.»*

Αναδεικνύεις πολύ έντονα το συναισθηματικό δέσιμο του ανθρώπου με τον τόπο του. Μέσα από τις μνήμες του, μέσα από τους νεκρούς του. Πολλές φορές ο άνθρωπος αναγκάστηκε -και αναγκάζεται ακόμη και στις ημέρες μας- να εγκαταλείψει τον τόπο του. Κάθε τέλος όμως, όσο πικρό κι αν είναι, αποτελεί νομοτελειακά και μια νέα αρχή. Εν τέλει τον τόπο σου και τους ανθρώπους σου, δεν τους κουβαλάς μέσα στην καρδιά σου, όπου κι αν τύχει να σε ταξιδέψει η ζωή;
Φυσικά. Αλλά εμένα η ιστορία μου στο Μαύρο νερό ήταν αυτή.

Το ζήτημα της αναπηρίας είναι ένα λεπτό και πολύ ευαίσθητο θέμα. Ο γιος, εκ γενετής ανάπηρος και ολοσχερώς ανήμπορος, εξαρτάται απόλυτα από την φροντίδα του Πατέρα. Από την ύπαρξη του Πατέρα. Απομονωμένος, χωρίς επικοινωνία με τον έξω κόσμο, δίχως συναναστροφές με συνομηλίκους, χωρίς ψυχολογική ή άλλου είδους υποστήριξη. Τι θα απογίνει ένας τέτοιος νέος, εγκλωβισμένος σε μια ζωή εξάρτησης από ένα και μοναδικό πρόσωπο, αν το πρόσωπο αυτό εκλείψει; Μπορεί να σφετεριστεί ο Πατέρας, και ο κάθε πατέρας, το ρόλο της μοίρας και δη της Λάχεσις; Μπορεί να ορίσει τη ζωή και το θάνατο;
Ο Πατέρας στην ιστορία μου δεν σφετερίζεται το ρόλο καμιάς μοίρας. Νομίζω, αυτό είναι ξεκάθαρο. Ο Χριστόφορος είναι οξυδερκής, είναι συναισθηματικά ώριμος κι αποφασίζει ο ίδιος για τον εαυτό του. Όσο για το τι θα απογίνει – το μέλλον του είναι το ίδιο μ’ αυτό όλων των προσώπων στις ιστορίες. Θα μείνει παντοτινά εκεί που τον αποχαιρετούμε στην τελευταία σελίδα, ανοιχτός σε κάθε μέλλον. Υπάρχει κάτι πιο αισιόδοξο από τούτη την αναστολή του μέλλοντος και το άνοιγμά του προς μύριες κατευθύνσεις; Από τούτη την αέναη παράταση μιας ευτυχισμένης στιγμής; Όμως αυτό είναι μυθοπλασία, όχι ζωή. Ο Πατέρας κι ο Χριστόφορος είναι πρόσωπα ενός μύθου.

«Τα πιο πολλά πράγματα που χρειαζόταν τα έβρισκε από τα σπίτια
που είχαν κλείσει και κανείς δεν θα τα ξανάνοιγε ποτέ.
Δεν ήταν διάρρηξη ούτε κλοπή:
απλώς έμπαινε κι έπαιρνε τα αναγκαία,
πράγματα που δεν θα τα χρησιμοποιούσε πια κανένας.»*

Διαβάζοντας το παραπάνω απόσπασμα σου, Μιχάλη, η σκέψη μου ταξίδεψε ευθύς αμέσως στους πρόσφυγες που βρήκαν καταφύγιο στη χώρα μας, αλλά και στους άστεγους συμπολίτες μας, που ταλαιπωρούνται από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Από την άλλη πλευρά σκέφτομαι, τα τόσα σπίτια και κτήρια που είναι ακατοίκητα ή εγκαταλελειμμένα στις πόλεις και στην επαρχία μας. Ο υπερκαταναλωτισμός και η υπερβολή από τη μια, και η κρίση αξιών και ηθικής από την άλλη. Είναι η κοινωνία μας έτοιμη να αποδεχτεί, πως όλα είναι εφήμερα, και τα πλούτη και οι περιουσίες, και πως ενδεχομένως παραχωρώντας κάτι από το «μου», συμβάλλει στο «μας»;
Κάπως έχω ήδη απαντήσει σ’ αυτή την ερώτηση, Κατερίνα. Σου απαντώ με ερώτηση, λοιπόν. Πόσο απ’ αυτό το «κάτι»; 10%; 15%; 20%; Όταν τα δικά μου παιδιά μου ζητούν κάτι και μπορώ να τους το πάρω, τους το παίρνω. Δεν σκέφτομαι εκείνη την ώρα αν κάποια παιδιά, αλλού, μπορούν ή δεν μπορούν να το έχουν. Ίσως να μη σ’ αρέσει αυτή η απάντηση, όμως είναι η μόνη ειλικρινής που μπορώ να δώσω. Όχι, δεν είμαστε έτοιμοι να αποδεχτούμε τίποτα τέτοιο.

Κλείνοντας αυτή μας τη συνομιλία, δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στο τέλος της νουβέλας σου και στο μήνυμα ελπίδας που στέλνεις. Τελικά, όλα στη ζωή αντέχονται και ξεπερνιούνται όταν έχεις συντροφιά ανθρώπου;
Όχι, δεν νομίζω πως όλα στη ζωή αντέχονται και ξεπερνιόνται, είτε με τη συντροφιά ενός ανθρώπου είτε χωρίς αυτήν. Θα ήταν προσβολή απέναντι σ’ αυτούς που δεν μπόρεσαν να αντέξουν και να ξεπεράσουν μια τραγωδία, να πούμε εμείς από τη βολή του σπιτιού μας ότι όλα αντέχονται κι όλα ξεπερνιόνται.

Σε ευχαριστώ θερμά, Μιχάλη, για αυτή μας τη συνομιλία.
Σε αντευχαριστώ, Κατερίνα.

 

Ο Μιχάλης Μακρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965 και σπούδασε Βιολογία. Εργάζεται ως μεταφραστής – λογοτεχνίας, ως επί το πλείστον. Έχει εκδώσει πέντε βιβλία για παιδιά και δέκα για ενήλικες (τα τρία τελευταία, από τις εκδόσεις Κίχλη, είναι οι νουβέλες Το δέντρο του Ιούδα, 2014• Τσότσηγια & Ω’μ, 2017, Μαύρο νερό, 2019). Μέσα στον Ιανουάριο θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο η παιδική του ιστορία Η μαλαματένια βελανιδιά, με εικονογράφηση της Κατερίνας Χαδουλού, και μέσα στο 2020, πάλι από την Κίχλη, η νουβέλα Άρης, που έγραψε μαζί με την ποιήτρια Ελένη Κοφτερού. Τα τελευταία δέκα χρόνια ζει με την οικογένειά του στη Λευκάδα.

 

*αποσπάσματα από τη νουβέλα σελ.12, σελ.29 και σελ.14