Top menu

Μικρή αναφορά στον Ρούπερτ Μπρουκ (1887-1915)

Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης

 

Ο Ρούπερτ Μπρουκ (γεννημένος ως Rupert Chawner Brooke, στις 3 Αυγούστου 1887) ήταν Άγγλος ποιητής, ο οποίος μας άφησε ως πολύτιμη παρακαταθήκη μερικά πραγματικά όμορφα σονέτα. Ήταν σαφώς εμπνευσμένος από τον κόσμο του, κάπου έναν αιώνα πριν, δηλαδή εκείνον πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μοίρα, όμως, υπήρξε απίθανα σκληρή μαζί του, αφού δεν του επιτράπηκε να μεγαλώσει, γιατί πέθανε αναπάντεχα σε ηλικία μόλις 27 ετών, στις 23 Απριλίου 1915. Άρχισε να δημοσιεύει το έργο του στις αρχές του εικοστού αιώνα. Κατά τη διάρκεια της περιόδου του ως φοιτητής στο King’s College, έκανε κάποιους φίλους στον λογοτεχνικό κόσμο. Αποφάσισε να σπάσει την ομάδα που χαρακτηρίστηκε ως ‘Γεωργιανοί ποιητές’, όταν ασχολήθηκε κάπως περισσότερο με τη σεξουαλικότητά του, το 1912. Ήταν τότε η κρίσιμη εποχή που αποφάσισε να περάσει λίγο χρόνο στη Γερμανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, ενώ ταξίδεψε επίσης στον Ειρηνικό.

Με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, τοποθετήθηκε στο Βασιλικό Ναυτικό. Στις 28 Φεβρουαρίου 1915, αρρώστησε βαριά αφού τσιμπήθηκε από ένα μολυσμένο κουνούπι. Η σηψαιμία που ακολούθησε οδήγησε στο θάνατό του, στις 23 Απριλίου του ιδίου έτους. Ας δούμε κάποια χαρακτηριστικά του ποιήματα.

* *

Επιτυχία

Σκέφτομαι πως αν μ’ αγαπούσες όταν το επιθυμούσα
Αν κοιτούσα μια μέρα, κι έβλεπα τα μάτια σου,
Κι εύρισκα πως η άγρια άρρωστη βλάσφημη προσευχή μου βρήκε χάρη,
Και το μελαμψό σου πρόσωπο, πού ’ναι γεμάτο ευσπλαχνία και σοφία,
Κοκκίνιζε ξαφνικά. Ο λευκός θεός σε νέο φόβο
Θ’ αγωνιζόταν ανυπόφορα και τόσο θα ντρεπόταν.
Πανάγια και μακρυνή, αν ερχόσουν πιο κοντά,
Εάν η γη έβλεπε τα πιο άγρια πλάσματα της Γης εξημερωμένα,
Συγκλονισμένη και παγιδεμένη, και ανατριχιάζοντας απ’ το άγγιγμά μου,
Τάχα θα σε σκότωνα, ή θα σε μόλυνα;
Αλλ’ αυτοί οι παράξενοι θεοί, που τόσα πολλά έδωσαν,
Να δω και να σε μάθω, αυτό δεν άφησαν να γίνει.
Μια στερνή ντροπή με γλιτώνει, μια μαύρη λέξη ανομολόγητη.
Κι’ είμαι μόνος. Και δεν το γνωρίζεις.

Success

I THINK if you had loved me when I wanted;/ If I’d looked up one day, and seen your eyes/And found my wild sick blasphemous prayer granted/ And your brown face, that’s full of pity and wise/Flushed suddenly; the white godhead in new fear/ Intolerably so struggling, and so shamed;/Most holy and far, if you’d come all too near/ If earth had seen Earth’s lordliest wild limbs tamed/Shaken, and trapped, and shivering, for My touch/ Myself should I have slain? or that foul you?/But this the strange gods, who had given so much/ To have seen and known you, this they might not do. /One last shame’s spared me, one black word’s unspoken;/And I’m alone; and you have not awoken.

Τι είναι εκείνο που καθορίζει λοιπόν την επιτυχία, αναρωτιέται ο ποιητής εδώ! Όταν πρόκειται για το ακριβό θέμα της αγάπης, πολλοί θέτουν παρεμφερείς ερωτήσεις γιατί μια σχέση δεν υπήρξε επιτυχής. Γιατί το τέλος της έρχεται μια στιγμή, που από άλλους θεωρείται πολύ νωρίς, κι’ από άλλους πολύ αργά; Ας μην ξεχνάμε, εδώ, ότι ο ποιητής Μπρουκ, αγωνιζόταν ενδόμυχα με την σεξουαλικότητά του. Αν και το ποίημα γράφτηκε το 1910, δεν μπορεί κανείς να δει αυτό το ποίημα ξέχωρα απ’ τα γεγονότα που έλαβαν χώρα το 1912. Όταν αποφάσισε, δηλαδή, να χωρίσει και να περάσει τον καιρό του σεργιανίζοντας στο εξωτερικό.

* *

Φυγή

Φωνές έξω απ’ τη σκιά που φώναζε,
Και το μεσημέρι στα ζεστά ήρεμα μέρη,
Και το παιχνίδι των παιδιών στην άκρη του δρόμου,
Και τα μάτια της χώρας και τα ήσυχα πρόσωπα -
Όλα αυτά ήταν γύρω από τους σταθερούς μου ρυθμούς.

Εκείνα που θα μπορούσα ν’ αγαπήσω πήγαιναν μαζί μου.
Τα δροσερά σπίτια με τους κήπους κοιμισμένα στον ήλιο.
Άκουσα τον ψίθυρο του νερού κοντά μου,
Έβλεπα τα χέρια που σήκωναν, έλαμπαν κι’ έφευγαν
Στο πράσινο και το χρυσό. Και πήγαινα.

Γιατί αν τα βαριά μου βήματα κοιμούνταν
Πολύ σύντομα θ’ ακουγόταν το ψιθύρισμα
Ενός αναιμικού μοναχικού ανέμου που πήγαινε
Από δέντρο σε δέντρο και μακρύτερα
Μ’ ακολουθούσε, μ’ ακολουθούσε. . . .

Αλλά το γαλάζιο όλο ατμούς τέρμα της ημέρας
Έφερε ειρήνη κι’ η αναζήτηση ματαιώθηκε,
Εκεί ανάμεσα στο πευκοδάσος βούλιαζε ο δρόμος.
Γύρισα, γλίστρησα και ξέφυγα.
Τράβηξα τόσο ήσυχα όσο η νύχτα.

Τα πεύκα έμοιαζαν αιώνια σιωπηρά.
Και στα κλαριά τους άνεμος ποτέ δεν στροβιλίστηκε.
Βρήκα έναν ανθισμένο χαμηλό θάμνο,
Κι’ έσκυψα, γλίστρησα κι’ αναστέναξα και κουλουριάστηκα,
Κρυμμένος ήσυχα απ’ όλο τον κόσμο.

Ασφαλής! Ήμουν ασφαλής και χαρούμενος, το ήξερα!
Ωστόσο - με κρύα καρδιά και κρύα μουσκεμένα φρύδια
Ξαπλώνω. Και το σκοτάδι έπεσε. . . . Εκεί ακούστηκε
Σαν έναν ήχος κουνημένων κλαδιών.
Κι’ έπαψε, πάνω από το περίπλοκο σπίτι μου.

Και σιωπή, σιωπή, η σιωπή με βρήκε. . . .
Ένιωσα την ταλάντευση της κίνησης
Ανάμεσα στα φύλλα. Κι’ έριχναν γύρω μου
Ήρεμα ευωδιασμένα σύννεφα, που μ’ έκαναν να κλάψω.
Και χάιδευαν το πρόσωπό μου. Κι’ αποκοιμήθηκα.

Flight

Voices out of the shade that cried/And long noon in the hot calm places/And children's play by the wayside/And country eyes, and quiet faces --/All these were round my steady paces.
Those that I could have loved went by me/I heard the whisper of water nigh me/Saw hands that beckoned, shone, were gone/In the green and gold. And I went on.
For if my echoing footfall slept/Soon a far whispering there'd be/Of a little lonely wind that crept/From tree to tree, and distantly/Followed me, followed me…
But the blue vaporous end of day/Brought peace, and pursuit baffled quite/Where between pine-woods dipped the way/I turned, slipped in and out of sight/I trod as quiet as the night.
The pine-boles kept perpetual hush;/And in the boughs wind never swirled/I found a flowering lowly bush/And bowed, slid in, and sighed and curled/Hidden at rest from all the world.
Safe! I was safe, and glad, I knew!/Yet -- with cold heart and cold wet brows/I lay. And the dark fell… There grew/Meward a sound of shaken boughs;/And ceased, above my intricate house;
And silence, silence, silence found me… /I felt the unfaltering movement creep/Among the leaves. They shed around me/Calm clouds of scent, that I did weep/And stroked my face. I fell asleep.

* *

Ο τρόπος που χρησιμοποιούν οι εραστές

Ο τρόπος που χρησιμοποιούν οι εραστές είναι ετούτος.
Υποκλίνονται, πιάνουν τα χέρια, χωρίς να λένε κάτι,
Και σμίγουν τα χείλη τους, και φιλιούνται,
- Έτσι κατά πως άκουσα.

Παραδόξως βρίσκουν κάποια γιατρειά, έτσι,
Κι’ ένα παράξενο κατόρθωμα στην αφή.
Είναι ένα μυστικό οι εραστές το ξέρουν,
- Έχω διαβάσει τόσα πολλά.

Γι’ αυτούς δεν υπάρχει ούτε χαρά μήτε πόνος
Αλλαγή ή τέρμα, νύχτα ή ημέρα.
Αλλά στόμα με στόμα, και καρδιά στην καρδιά,
- Καθώς οι εραστές λένε.

The Way That Lovers Use

The way that lovers use is this/They bow, catch hands, with never a word/And their lips meet, and they do kiss/ -- So I have heard.
They queerly find some healing so/And strange attainment in the touch/There is a secret lovers know/ -- I have read as much.

And theirs no longer joy nor smart/ Changing or ending, night or day/But mouth to mouth, and heart on heart/ -- So lovers say.

* *

Το 2015, δόθηκε στη δημοσιότητα μια δέσμη παραμελημένων ερωτικών επιστολών κι’ ένα καταστροφικό και καλά κρυμμένο έως τότε μυστικό απ’ τη Βρεττανική Βιβλιοθήκη, μετά από σχεδόν έναν αιώνα απ’ τη στιγμή που εξελίχτηκαν τα γεγονότα, που σίγουρα άνοιξε ένα παράθυρο σε ένα από τα μόνιμα μυστήρια της αγγλικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα, δηλαδή για τη ζωή και τους εραστές του ποιητή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, Ρούπερτ Μπρουκ, ο οποίος ως γνωστόν κάποτε χαρακτηρίστηκε από τον W.B. Yeats, ως ο ομορφότερος νεαρός άντρας στην Αγγλία. Η συλλογή αυτή των γραμμάτων και των φωτογραφιών, δίνει απλόχερα μερικές αλήθειες για τον Μπρουκ.

Είναι πλέον σαφές ότι, μετά τη δίκη του Όσκαρ Ουάϊλντ και για λόγους άγνωστους, ο Μπρουκ δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει την πραγματική του σεξουαλική ταυτότητα και φύση. Η δημοσίευση της βρεττανικής βιβλιοθήκης των απαγορευμένων έως τότε απομνημονευμάτων της Φυλλίς Γκάρντνερ (Phyllis Gardner, 1890–1939) μετατρέπει τον ήρωά μας, σε έναν νευρωτικό, εφιάλτη. Ο μύθος του Ρούπερτ Μπρουκ ξεκινάει με τον πρόωρο θάνατό του, και συμπωματικά στα γενέθλια του Σαίξπηρ, τον Απρίλιο του 1915. Όταν ο 27χρονος συγγραφέας του ‘Αν έπρεπε να πεθάνω, σκέψου μόνο αυτό για μένα’ (If I should die, think only this of me), ‘εκπλήρωσε’ την επιθυμία του ποιήματός του, πεθαίνοντας από σηψαιμία, μετατράπηκε σχεδόν αυτόματα σε μια ποιητική μορφή περισσής γοητείας. Ήταν η στιγμή, κατά την οποία κόπηκε η ζωή ενός μεγάλου ποιητή της Εδουαρδιανής Αγγλίας, και το σπουδαιότερο ‘τη στιγμή που φαινόταν να έχει φτάσει στην άνοιξη’, έγραψε ο Ουίνστων Τσώρτσιλ στην πρώτη νεκρολογία. Κάποιοι, ωστόσο, ήξεραν ότι στην πραγματικότητα υπήρξε ένας νεαρός άντρας ο οποίος κάποτε ομολόγησε ότι, ‘το υποσυνείδητό μου είναι θυμωμένο με κάθε θλιμμένη νεαρή γυναίκα που συναντώ, αν δεν με ερωτευτεί, και η συνείδησή μου είναι εξαγριωμένη μαζί της εάν το κάνει’!

Εκτός από την καταπιεσμένη σεξουαλική ταυτότητά του, διάχυτος υπήρχε την ίδια στιγμή και ο σχεδόν αντιδραστικός συντηρητισμός του Μπρουκ. Ήταν εξοργισμένος από το κίνημα που επιθυμούσε και ζητούσε σφόδρα την ψήφο των γυναικών και ανησυχούσε με την ιδέα να έχουν κι’ αυτές ίσα δικαιώματα με τους άντρες. Τίποτα απ’ όλα αυτά, όμως, δεν φαίνεται να αποθάρρυνε τις ορδές νεαρών γυναικών και ανδρών από το να πέσουν στη σαγήνη του, να μαγνητισθούν από το ελκυστικό του βλέμμα, και εν τέλει να καταστραφούν από την επικίνδυνη ακτινοβολία που εξέπεμπε όταν βρέθηκαν στον περίγυρο, πολύ κοντά του.

* *

Η νεαρή Φυλλίς Γκάρντνερ, γνώρισε τον Ρούπερτ Μπρουκ στο σταθμό King's Cross, το 1911, και στη συνέχεια, αυτή, η μητέρα της και ο Μπρουκ μοιράστηκαν ένα βαγόνι αμαξοστοιχίας για το Κέιμπριτζ. Εκείνη ήταν 22, ενώ αυτός 25 ετών. Κατά τη διάρκεια εκείνου του ταξιδιού, η Φυλλίς αισθάνθηκε υποχρεωμένη να σχεδιάσει στο χαρτί της τον Μπρουκ και όταν έφτασαν στο Κέμπριτζ, αποφάσισε να ανακαλύψει ποιος ήταν αυτός ο νεαρός ξανθός άντρας και πώς θα μπορούσε να τον συναντήσει. Η Φυλλίς Γκάρντνερ (1890-1939) ήταν συγγραφέας και καλλιτέχνης, πέρα από κάποιες άλλες παράλληλες ασχολίες της. Αυτή και ο Ρόμπερτ Μπρουκ, είχαν, τουλάχιστον από την πλευρά της, μια παθιασμένη σχέση, αν και τα συγκρουόμενα συναισθήματά τους οδήγησαν στη λήξη της σχέσης. Η Γκάρντνερ πέρασε μερικά απ’ τα παιδικά της χρόνια στην Αθήνα, όπου ο πατέρας της, Έρνεστ Άρθουρ Γκάρντνερ, ήταν διευθυντής της Βρεττανικής Αρχαιολογικής Σχολής. Κατά την επιστροφή τους στην Αγγλία, εγκαταστάθηκαν σ’ ένα μεγάλο σπίτι κοντά στους λόφους του Σάρεϋ. Το 1908, η Γκάρντνερ εγγράφηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών Slade και ειδικεύτηκε στην τέχνη της ξυλογλυπτικής, αλλά παράλληλα επέδειξε και μια αγάπη για το σκίτσο και τη ζωγραφική.

‘… Έφτιαχνα το σκίτσο του συνέχεια σε όλο το δρόμο για το Κέιμπριτζ…’, έγραψε αργότερα η Γκάρντνερ, ‘… και όσο περισσότερο το έκανα, τόσο περισσότερο μου άρεσε…’. Η μητέρα της, η Μαίρη Γκάρντνερ, μια υποψήφια ποιήτρια, η οποία λαχταρούσε να αποτελέσει κάποτε μέρος του λογοτεχνικού κόσμου, ενθάρρυνε την κόρη της προς αυτή, επίσης, την κατεύθυνση. Αργότερα σημείωνε πως ο Ρούπερτ, ήταν ‘το άλφα και το ωμέγα της ζωής της’.

Από την πλευρά του, ο Μπρουκ, έπλεε σε βαθιά πελάγη αντικρουόμενων απόψεων, ιδεών και συναισθημάτων. Οι επιθυμίες της Γκάρντνερ, ήταν προφανείς, αλλά δεν ευοδώθηκαν. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι η πραγματική ζωή θα μπορούσε να είναι έτσι, έγραψε αργότερα. Μετά τις γνωστές καταστολές της βικτωριανής εποχής, η Εδουαρδιανή Αγγλία κόχλαζε με ρομαντικά και συγκαλυμμένα συναισθήματα. Ο Μπρουκ, πιο βαθιά μπερδεμένος από ποτέ, συνέθεσε ένα ποίημα, ‘Ομορφιά κι’ ομορφιά’ (Beauty on Beauty), γιορτάζοντας τη συγκυρία, αλλά όταν ήταν μόνος με την Γκάρντνερ, η συμπεριφορά του ήταν στην καλύτερη περίπτωση ασαφής, διφορούμενη και αρκούντως επώδυνη τουλάχιστον για εκείνη.

* *

Ομορφιά κι’ ομορφιά

Όπου σμίγει η ομορφιά την ομορφιά,
Ολόγυμνη η ωραία την ωραία,
Η Γη τότε στενάζει γλυκά,
Ο αγέρας ολόλαμπρος σκορπάει
Φέρνοντας γύρω ζαλισμένος
Με μαλακό και μεθυσμένο γέλιο.
Καλύπτοντας όσα θα μπορούσαν να συμβούν
Αργότερα

Όπου συναντήθηκαν ομορφιά με την ομορφιά,
Η Γη εξακολουθεί να τρέμει εκεί πέρα,
Και οι άνεμοι ακόμη ευωδιάζουν,
Και η θύμηση μαλακώνει τον αέρα,
Αγκαλιάζοντας διπλωμένες λάμψεις από φως
Και κομμάτια σκιερού γέλιου.
Χωρίς τα δάκρυα που γεμίζουν τα χρόνια
Τα στερνά

Beauty and Beauty (1912).

When Beauty and Beauty meet/ All naked, fair to fair/The earth is crying-sweet/ And scattering-bright the air/Eddying, dizzying, closing round/ With soft and drunken laughter/Veiling all that may befall/ After--after--

Where Beauty and Beauty met/ Earth's still a-tremble there/And winds are scented yet/ And memory-soft the air/Bosoming, folding glints of light/ And shreds of shadowy laughter/Not the tears that fill the years/After--after--

Κι η Γκάρντνερ, συνεχίζει πως της είπε σε ανύποπτη στιγμή ατάραχα: ‘Έχεις ωραία πόδια, ακριβώς όπως ένα πολύ όμορφο αγόρι’. Το πάθος της Γκάρντνερ για τον Μπρουκ έγινε τελικά μια απογοητευμένη μετεφηβική αναζήτηση για σεξουαλική εμπειρία, την οποία περιγράφει ωσάν ‘περιπλάνηση χέρι-χέρι’ όπως… τα παιδιά. Στο κρεβάτι, ο εραστής της ήταν διακριτικός, ιπποτικός και αφόρητα βαρετός. ‘Δεν θα έκανα τίποτα που δεν θα ήθελες’, της εκμυστηρεύτηκε σε ανύποπτη στιγμή. Καθώς η ένταση αυτής της ανολοκλήρωτης σχέσης προχωρούσε, έβγαιναν στην επιφάνεια τα αληθινά συναισθήματα του Μπρουκ. ‘Όλες οι γυναίκες είναι ζώα. Και θέλουν και ψήφο’, έλεγε σοβαρά. Στην κρίση που ακολούθησε την ανταλλαγή αυτή των περίεργων απόψεων, ο Μπρουκ τελικά κατάφερε να της εκφράσει ένα προσωπικό είδος σεξουαλικής πίστης. ‘Υπάρχουν δύο τρόποι αγάπης’, είπε στην Γκάρντνερ, ‘ο φυσιολογικός και η περιπλάνηση. Το φυσιολογικό είναι να αγαπάς και να παντρευτείς ένα άτομο, η περιπλάνηση είναι να πάρει κάποιος αυτό που θέλει, όπου το βρει, να είναι φίλοι εδώ, εραστές εκεί, παντρεμένοι εκεί, να περνά μια μέρα με έναν, μια εβδομάδα με άλλους ... ‘.

Εκείνη αμέσως ανταπάντησε, ‘Αυτό είναι το μερίδιό μου στην κόλαση, ακόμα και όταν η αρχή φαινόταν παράδεισος’! Η συνέχεια ήταν απλή. Επενέβη άμεσα η μητέρα της και διέλυσε τη σχέση. Οι βικτωριανές συνήθειες τεχνηέντως και δυναμικά διέλυσαν τις απερισκεψίες της Εδουαρδιανής εποχής. Μέσα σε μια νευρωτική κατάσταση, ο Μπρουκ έφυγε για την Ταϊτή και τις Νότιες Θάλασσες. Δεν ξαναείδε την Γκάρντνερ, αν και επικοινωνούσαν ενδιάμεσα σε κάποια χρονικά διαστήματα. Μετά από δύο χρόνια εκείνος ήταν νεκρός. Μετά το θάνατο του Μπρουκ, το 1915, η Γκάρντνερ αφιέρωσε το χρόνο της σε ένα τοπικό νοσοκομείο που αντιμετώπιζε τραυματισμένους στρατιώτες απ’ το μέτωπο. Η Γκάρντνερ, όσο κι’ αν προσπάθησε αντιμετώπισε δύσκολα την απώλεια του Μπρουκ και έτσι στο νοσοκομείο βρήκε μια καλή ευκαιρία να ξεχαστεί απ’ εκείνον. Ολοκληρώνοντας μια μεγάλη οφειλή στην ιστορία, στον εαυτό της, σε εκείνον, το 1918, πέθανε από καρκίνο του μαστού το 1939, ενώ στη συνέχεια η οικογένειά της κατέθεσε τα μυστικά απομνημονεύματά της στο Βρεττανικό Μουσείο, με απαγόρευση ανοίγματος και πρόσβασης σε αυτά για πενήντα χρόνια.

* *

Το Πάσχα του 1915, ο ιερέας του Αγίου Παύλου διάβασε το ποίημα του Ρούπερτ Μπρουκ ‘Ο Στρατιώτης’, το οποίο ξεκινάει: ‘Αν έπρεπε να πεθάνω, σκέψου μόνο αυτό από μένα: / ότι υπάρχει κάποια γωνιά σε μια ξένη γη/ Αυτό είναι για πάντα η Αγγλία’ (If I should die, think only this of me: / That there’s some corner of a foreign field / That is forever England). Το ποίημα αυτό έκανε τον Ρούπερτ Μπρουκ διάσημο και εκτός των λογοτεχνικών κύκλων. Αλλά όταν οι εφημερίδες ανατύπωσαν τον ‘Στρατιώτη’ την επόμενη μέρα, έγινε ακόμα πιο γνωστός.

Η ιστορία αγάπης μεταξύ του Ρούπερτ Μπρουκ και της Φυλλίς Γκάρντνερ που αναφερθήκαμε, έγινε γνωστή με την συναρπαστική ανακάλυψη περισσότερων από εκατό επιστολών μεταξύ του ποιητή και της Γκάρντνερ, μαζί φυσικά με όλα τα άλλα που γράφτηκαν από εκείνη για τη σχέση τους, στα 1918. Το σκίτσο που δημιούργησε στο τραίνο, στη συνέχεια το περιέφερε γύρω στο Κέιμπριτζ, δείχνοντας το σε οποιονδήποτε μπορεί να τον εντοπίσει. Τελικά, αφού τον παρακολούθησε, πήρε την άδεια απ’ τους γονείς της για να τον καλέσει για γεύμα, όπου, σύμφωνα με τα απομνημονεύματά της, το αποτέλεσμα της άφιξής του ήταν ‘σαν να ανέτειλε ξαφνικά ο ήλιος’ (as though the sun had suddenly risen). Σε μια βόλτα αργότερα δυό τους, έβγαλαν τα ρούχα τους για να περάσουν από ένα ποτάμι και εκείνη χωρίς καμία αναστολή τον στέγνωσε μετά με τα μαλλιά της. Ποια ήμουν εγώ, αναρωτήθηκε η Φυλλίς Γκάρντνερ, που θα μου έδινε ο Θεός τέτοια χαρά;
Το πρόβλημα ήταν ότι ο Μπρουκ φαινόταν να δέχεται αυτή τη μορφή λατρείας όχι μόνο από την Φυλλίς. Όταν, μετά από μερικούς μήνες, της πρότεινε σεξ, η Φυλλίς ήταν ευτυχισμένη, με το σκεπτικό ότι ‘σκέφτηκα τον εαυτό μου ως ευτυχισμένη μητέρα του παιδιού του’ μέχρις ότου βέβαια εκείνος της καταστήσει σαφές ότι θα χρησιμοποιούσαν αντισύλληψη. Παρόλο που πληγώθηκε σοβαρά, η Φυλλίς φυσικά προσπάθησε να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του Μπρουκ, αλλά παρ’ όλα αυτά, δεν αισθανόταν αρκετά ήσυχη.

‘As I don’t consider you to be there only for my pleasure,’ έγραφε σε μια επιστολή, ‘so I expect you not to consider me only there for yours’ προσθέτοντας μάλιστα, ‘Why don’t you want me enough to do so much as consider the possibility of marrying me?’ Τον Μάιο του 1913, εκείνος αναχώρησε για τις νότιες θάλασσες, όπου οι γυναίκες, ευτυχώς, αποδείχθηκαν πιο ‘συμμορφωμένες’ συγκριτικά με την Φυλλίς. Συνέχισε, όμως, να της γράψει, όπως είπαμε, επιστρέφοντας στη Βρεττανία για τον πόλεμο.

* *

Το πιο διάσημο ποιητικό του δημιούργημα (The Soldier) έδειξε, πάντως, ότι η πρώτη του αγάπη ήταν η χώρα του, η Αγγλία. Ωστόσο, άγνωστες επιστολές του από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έδειξαν μια περίεργη, ίσως αληθινή αφοσίωσή του ήταν σε μια ηθοποιό (Cathleen Nesbitt, 1888-1982) την οποία βομβάρδισε με προτάσεις γάμου. Κάπου ογδόντα επιστολές του στάλθηκαν στην Nesbitt, σε διάστημα δύο ετών. Ο Μπρουκ συναντήθηκε με την ηθοποιό το 1912, όταν την είδε στη σκηνή. Είχε ήδη κάνει το ντεμπούτο της στο Μπρόντγουεϊ και μάλιστα σκανδαλίζοντας το Ιρλανδικό καθολικό κοινό σε μια παράσταση.

Την Κυριακή του Πάσχα, του 1913, της έγραψε: ‘Θα σε απαγάγω μ’ ένα αυτοκίνητο καθώς θα φεύγεις απ’ το θέατρο, θα σε πάω σ’ ένα πολύ απομακρυσμένο χωριό σ’ ένα ψηλό βράχο πάνω από τις θάλασσες και θα σ’ αφήσω εκεί σ’ ένα εξοχικό σπίτι να τρως κρέμα και μπύρα και μπριζόλες. Αλλά ποτέ δεν θα σ’ αφήσω να γυρίσεις χρησιμοποιώντας τον παροδικό και θεϊκό σου εαυτό σε αυτό το αιματηρό Λονδίνο’. Και συνεχίζει, ‘Δεν ξέρεις τι αβοήθητος, φτωχός και ανόητος, είμαι. Μόνο στην αγάπη και στο γάμο μπορώ να βρω ειρήνη. Τα υπόλοιπα είναι κόλαση. Θέλω να αγαπώ και να δουλέψω. Δεν θέλω να λούζομαι σ’ αυτά τα αμφίβολα ρεύματα και τα μαύρα κύματα’.

Ο Μπρουκ, ήταν εμφανώς αντίθετος στην κολακεία που έδειχνε το ‘καταραμένο κοινό’, σ’ αυτήν και παραδεχόταν ότι επίσης μισούσε τις γυναίκες που έπαιζαν μπροστά σ’ αυτό, όπως επίσης δεν του άρεσε η ιδέα να συνεχίσει την καριέρα της στις Ηνωμένες Πολιτείες.

‘Θα καταλάβεις πόσο απεγνωσμένα φοβισμένος και δυστυχισμένος γίνομαι στη σκέψη ότι θα φύγεις μακρυά. Αυτό που πρέπει να κάνεις νεαρή κυρία, είναι να μείνεις στην Αγγλία, να παίζεις σε όσο το δυνατόν περισσότερα μέρη, να κερδίσεις λίγα χρήματα και σ’ ένα χρόνο ή κάπου εκεί, να παντρευτείς κάποιον καλό άνθρωπο (εμένα) που θα κερδίζει χρήματα για σένα, ενώ κάθε δύο χρόνια θα παίζεις στη σκηνή ... και θα έχεις πολλά όμορφα παιδιά’.

Κατά ειρωνικό τρόπο, ο ίδιος ο Μπρουκ εγκαταλείπει τη χώρα για να συνεχίσει μια καριέρα ως ταξιδιωτικός συγγραφέας. Σε μια επιστολή του από τη Νέα Υόρκη, με ημερομηνία 1913, παραδέχεται ότι είναι απελπισμένος για την γυναικεία συντροφιά. Η σχέση συνεχίστηκε κάπως έτσι μέχρι την ένταξη του ποιητή στο Βασιλικό Ναυτικό, πριν από την εκδήλωση του πρώτου μεγάλου πολέμου. Σε επιστολή του, τον Ιανουάριο του 1914, έγραφε:

‘… Δεν θα έρθεις να καθίσεις στην άκρη της καμπίνας μου και να μιλάς και να μ’ αφήνεις να βάλω το κεφάλι μου στην αγκαλιά σου, Cathleen παιδί ... Αλλά αγαπητό μου, γυρίζω, είμαι στο δρόμο για επιστροφή: κάθε πόδι ή βυθόμετρο ή κόμβος ή ότι άλλο μετρά τη θάλασσα, με φέρνει κοντά σ’ εσένα…’.

Χωρίς να γνωρίζει ότι ο Μεγάλος Πόλεμος βρίσκεται στη γωνία, γράφει και εύχεται να είναι πετυχημένοι στα πενήντα τους. Τσιμπημένος από ένα κουνούπι κατά τη διάρκεια της πορείας του προς την Καλλίπολη, πέθανε το 1915. Ήταν μια συντονισμένη κοινή βρεττανική και γαλλική επιχείρηση με απώτερο σκοπό την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, την πρωτεύουσας τότε της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ώστε να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη θαλάσσια δίοδος προς τη Ρωσία. Μαζί με την τελική αποτυχία των συμμαχικών δυνάμεων και τη νίκη των Οθωμανών, χάθηκε και ο μεγάλος Άγγλος ποιητής.
‘Συχνά αυτόν τον καιρό περνάω στιγμές απόγνωσης ... Ο κεντρικός σκοπός της ζωής μου, το πράγμα που θέλει ο Θεός από μένα, είναι να κάνω το καλό νικώντας τους Γερμανούς ... σύντομα θα είμαι μακρυά από οβίδες και σφαίρες και άλλες διαβολεμένες μεθόδους που μακραίνουν επ’ άπειρον το χωρισμό μας’, έγραφε!

Σήμερα, βρίσκεται θαμμένος στο νησί της Σκύρου.