Top menu

"Άρον, Άρον", ανέκδοτο διήγημα του Νίκου Ψαρινόπουλου

Ο μπαξές αυτός ήταν ο καημός του. Μια σταλιά, δύο επί τρία, γη. Μια σταλιά χώμα, να σταθεί. Να σταθεί εκεί και να μην τρέχει σαν να τον κυνηγούν. Δεν του είχε απομείνει και τίποτε άλλο στον κόσμο. Από τότε που γεννήθηκε πάλευε κάπου να σταθεί.

Η οικογένειά του βουλγαροπρόσφυγες, από την Μαύρη Θάλασσα, με βιοτεχνία δικιά τους και προκοπή μεγάλη. Ήρθαν στην Μακεδονία μετά από σκληρούς διωγμούς. Δεν τους ήθελαν οι ντόπιοι, ο τόπος στενός και δεν έφτανε να τους θρέψει όλους. Μα δεν τους ήθελαν και οι δικοί τους, λόγω της προκοπής τους, τους φθονούσαν θανάσιμα.

Κατόπιν, πείνα και Κατοχή. Παιδάκι ούτε πέντε χρονώ, πείναγε, το πονούσε η κοιλιά του. Μπήκε σε μια αποθήκη που φυλούσαν οι κατακτητές το αλεύρι. Γλίστρησε μέσα από τα κάγκελα, έτσι λιανό που είχε απομείνει από την πείνα. Έφαγε αλεύρι σκέτο, να χορτάσει. Το πιάσε ο γερμαναράς μες στ’ αλεύρι και έβγαλε το πιστόλι να το σκοτώσει. Του τ’ άρπαξε άρον, άρον, από τα χέρια του ένας Ιταλός στρατιώτης, φωνάζοντας και τάχα μου γελώντας «Farina, Farina». Από τότε του έμεινε το παρατσούκλι ο «Φαρίνας».

Ο πατέρας του πέθανε από τον καημό του. Βούργαροι και Βούργαροι. Απέμεινε μόνος, ούτε δεκαπέντε χρονώ, με τρεις αδελφές να τις προικίσει. Μετά τον εμφύλιο παρουσιάστηκε στρατιώτης. «Οι Βουργαρο-πρόσφυγες ένα βήμα δεξιά» φώναξε ένας Υπολοχαγός στο κέντρο εκπαίδευσης. Τον άρπαξε ένας επιλοχίας και του ρίξε ένα ξύλο, μα ένα ξύλο, με την αγκράφα της ζωστήρας. Τον ξαπέστειλαν στο χωριό του με τις κλωτσιές. Βλέπεις η Βουργαρία πέρασε στο Σιδηρούν Παραπέτασμα μετά τον πόλεμο, και όσοι κατάγονταν από κεί χαρακτηρίσθηκαν ύποπτοι για αντεθνική δράση.

Τον στιγμάτισαν, δεν μπορούσε να σταθεί πουθενά. Ξύλο κάθε τρείς και λίγο και χωρίς σταθερή δουλειά. Μοίρασε τα χωράφια στις αδελφές του για να παντρευτούν, και αυτός έκανε μεροκάματα εδώ και κει. Όπου τον άφηναν δηλαδή. Γιατί δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαρί. Δούλευε και έρχονταν το τηλεγράφημα από την Χωροφυλακή. «Αντεθνικό στοιχείο» να τον απολύσετε. Ο μέγας κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια, ένα κοντούτσικο, ατσούμπαλο ανθρωπάκι, σχεδόν αγράμματο που ‘γραφε τα μισά ελληνικά, μισά βουλγάρικα και πάλευε για ένα κομμάτι ψωμί.

Βρήκε δουλειά δίπλα σε μια πατόζα, ξηγημένο τ’ αφεντικό, τον λυπήθηκε και τον πήρε μαζί του για κάνα μεροκάματο. Θερίζανε, αλωνίζανε και μόλις τελείωναν πήγαιναν σε άλλο χωριό. Δεν προλάβαινε να φτάσει το τηλεγράφημα στον σταθμό της χωροφυλακής και η πατόζα ήταν ήδη αλλού. «Άρον, Άρον, Σταύρωσον Αυτόν» όπως έλεγε. Να γίνει γρήγορα η δουλειά δηλαδή, πριν τον προλάβουν να τον διώξουν. Για αυτό τον αγαπούσε το αφεντικό, γιατί ήταν γρήγορος, σπιρτόζος στην δουλειά με την πατόζα.

Ίδιους με τους χωροφυλάκους είχε και τα τραγιά. ¨Έτσι ονομάτιζε τους μεγαλοσχήμονες παπάδες. Είχαν με τ’ αφεντικό αναλάβει να αλωνίσουνε κάτι χωράφια μιας μονής. Χάλασε η πατόζα και αργούσε να ‘ρθει το ανταλλακτικό από την Σαλονίκη. Πήγανε να γυρέψουνε λίγο τράτο από τον ηγούμενο. Αυτός τους υποδέχθηκε στο γραφείο του, διάβαζε εφημερίδα και χωρίς καν να σηκώσει τα μάτια του από την ανάγνωση τους ρώτησε τι θέλουν. «Άγιε Πατέρα, σε παρακαλούμε, εις το όνομα του Πατρός, να μας δώσεις λίγο χρόνο». «Α! τέκνον μου, ο Θεός, Θεός και το αλισβερίσι, αλισβερίσι» απάντησε ο τράγος και τους έδιωξε.

Δούλευε εποχιακά από δω και από κει, στην πατόζα, φορτοεκφορτωτής στον συνεταιρισμό αλεύρων, χτίστης στο Esso Pappas, στη Θεσσαλονίκη, όπου βαριά και εποχιακή δουλειά που δεν πολυέψαχναν τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, αυτός εκεί, παρών. «Την αρκούδα όσο της βαράς το ντέφι, χορεύει» έλεγε. Έκανε αίτηση να φύγει μετανάστης Γερμανία, να γλιτώσει το κυνήγι. Μα πού, μόνο οι εθνικόφρονες έπαιρναν χαρτιά.

Μυστήριο πράγμα αυτό το κράτος, όπου στεκότανε τον έδιωχναν, και όταν ήθελε να φύγει, δεν τον άφηναν.

Από τις δουλειές που τον ανάγκασαν να αλλάξει, απέκτησε δεξιότητες πολλές. «Σόμπατζηζ, λάμπατζηζ, φτιάχνω και μαγκάλια» διαλαλούσανε οι γυρολόγοι κατσίβελοι και όμοια μ΄ αυτούς, διαλαλούσε και αυτός τον εαυτό του.

Δεν είχε και τίποτε άλλο, παρά τα χέρια του και την ξεροκεφαλιά του. Αυτά ήταν η περιουσία του, με αυτά επιβίωνε.

Είχε πείσμα, δεν τους άφηνε σε ησυχία. Γράφτηκε στην Νεολαία Λαμπράκη, επί «Εθνάρχου» και έριχνε προκηρύξεις στο χωριό. Τους αρπάζανε μέσα από το καφενείο μαζί με τον Τάκη, έναν φίλο του. Τους έδερναν ένα Σαββατοκύριακο ολάκερο για να μην μπορούν να δουλέψουν την Δευτέρα. Αυτόν τον Τάκη, τον είχε μανία ο διοικητής, και του δάγκωνε την πλάτη σαν σκύλος μαύρος. Πέρασε και η Βασίλισσα από την περιοχή να επιστατέψει τα έργα της, πετάχτηκε ο Τάκης μπροστά της αλαλάζοντας. Έβγαλε την μπλούζα του και της έδειξε τις δαγκωματιές. Σκιάχτηκε η «βασιλομήτωρ» από τα σημάδια, και πιο πολύ σκιάχτηκε από τους λύκους που τάιζε να τηρούν την τάξη. Του έδωκε χαρτί να μην τον ξαναδείρουν και γλίτωσε ο Τάκης από τις δαγκωματιές.

Αυτός πάλι είχε άλλο σύστημα, έβγαζε εισιτήρια με το ΚΤΕΛ για Θεσσαλονίκη και όταν τον έπιαναν «δια ρίψη προκηρύξεων», τους έδειχνε την απόδειξη ότι ήταν σε άλλο μέρος και κακώς τον μπερδεύανε μ’ αυτά. Αν είχαν πιάσει και κάναν άλλο την γλίτωνε, αν ήταν μόνος του, τον έδερναν για να μην βαριούνται. Από τότε του μείνε και κάθε εκλογές κράταγε τα εισιτήρια από το ΚΤΕΛ.

Τον προξένεψαν σε μια μεγαλοκόρη, απ’ άλλο χωριό, προσφυγοπούλα από την Ανατολική Ρωμυλία. Έβαλε τα καλά του κόκκινα παπούτσια, που τα αγόρασε μπιρ παρά, και την επισκέφτηκε. Κάθισε σταυροπόδι να φαίνεται και το καινούργιο πατούμενο, έβαλε μάγκικα το κασκέτο στο γόνυ και τον κέρασαν καφέ. Όρος απαράβατος, μαζί με τριάντα στρέμματα χωράφι και το χαμόσπιτο, η προίκα περιλάμβανε και την πεθερά.

Παντρευτήκανε και επιτέλους βρήκε τόπο σταθερό. Η πεθερά βλέπεις ήτανε βασιλικιά και δεν την πειράζανε. Μαύρο η πεθερά, άσπρο αυτός. Σκάρωσε και δύο κορίτσια, πήρε και δάνειο στο όνομα της βασιλικιάς και δούλευε τα δικά του χωράφια και τα ξένα. ¨Έκανε προκοπή, έφτιαξε και το σπίτι, έφτιαξε και κουμάσι, αγόρασε και γελάδι. Αλλά δεν τα είχε υπολογίσει καλά. Το «αντεθνικόν στοιχείο» να κάνει προκοπή; Να σηκώσει κεφάλι; Όχι βέβαια.

Μόλις η χούντα έδιωξε τον βασιλιά, και έχασε τα μέσα η πεθερά, τον ανέβασαν στο φορτηγό για να τον στείλουν εξορία, αν και λόγω των παιδιών είχε κάτσει ήσυχος και δεν ανακατεύονταν. Που χρόνος δηλαδή να ανακατευτεί με τα πολιτικά. Τον έσωσε ένα φίλος του γιατρός, με κύρος, που του φρόντιζε τα χωράφια. Ο διορισμένος, από την Χούντα, πρόεδρος του χωριού τον έβαλε τιμωρία, να φτιάχνει μάντρες και πεζοδρόμια γύρω από την εκκλησία. Ποιόν αυτόν, που μια φορά που πήγε στην Ανάσταση, την άλλη μέρα άρπαξε φωτιά η εκκλησία.

Ακόμη και μετά το 74, στην μεταπολίτευση, τον ενοχλούσαν. Τους την έδινε που γλένταγε και χόρευε παρά τα κυνηγητά. Κάποιες φορές τον απειλούσαν ανοιχτά. Αυτός τους είπε «φροντίστε να μην είστε πρώτοι, γιατί τους δύο πρώτους που θα μπουν στο σπίτι, θα τους καθαρίσω με το τσεκούρι». Και αυτοί κατάλαβαν ότι το εννοούσε. ¨Ένεκα και της αποκαταστάσεως της δημοκρατίας τον αφήσανε ήσυχο.
Τα παιδιά του ερχόντανε στην χάση και στη φέξη στο χωριό. Στο τέλος πέθανε και η γυναίκα του από την καταραμένη αρρώστια. Την φρόντισε, την τάιζε στο στόμα για να την κρατήσει στην ζωή όσο μπορούσε, αλλά η επάρατος δεν καταλάβαινε από τέτοια.

Απέμεινε μόνος, αυτός και ο μπαξές του. Τον καλούσαν βέβαια οι κόρες του στο σπίτι τους, αλλά αυτός έβρισκε πρόσχημα κάτι ψωραλέες κότες που φρόντιζε. «Που να αφήσω τα ζωντανά, αμαρτία» τους έλεγε.
Με την πανδημία έβριζε τις αρχές που κλείσανε τα καφενεία. Δηλαδή έβριζε τις αρχές έτσι κι αλλιώς, σε κάθε ευκαιρία. Τώρα μάλιστα που είχε ελευθερία, τις έβριζε και χωρίς αφορμή. Αλλά τον μπαξέ δεν τον άφηνε, καλού – κακού μην του τον αρπάξουν. Δεν τους είχε εμπιστοσύνη.

Κάθε μεσημέρι, μόλις γύριζε από το καφενείο, πότιζε. Πήγαινε στον μπαξέ και μουρμούραγε τις ιστορίες του. Βλέπεις οι δικοί του είχαν βαρεθεί να τις ακούν ξανά και ξανά. Πότιζε τα φυτά και τους ιστορούσε. Κι αυτά τον άκουγαν χωρίς να δείχνουν ότι ενοχλούνται. Μεγάλωναν κιόλας, και έδιναν καρπούς, μελιτζάνες κολοκύθια και πιπέρια καυτερά για το ούζο.

Εκεί τον βρήκαν, την επομένη μέρα, πεσμένο με το πρόσωπο στο χώμα, σε σήψη τρίτου βαθμού. Μπρούμυτα στον μπαξέ, όχι που θα τους άφηνε να του τον πάρουν, τώρα που κατάφερε και αυτός να βρει λίγη γη για να σταθεί.

Τον έθαψαν άρον άρον, με ελάχιστους φίλους και συγγενείς, έξω στα μνήματα, γιατί μύριζε.

«Άρον, άρον, Σταύρωσον αυτόν», έτσι έζησε, έτσι κι έφυγε.