Top menu

"Μαρία Πολυδούρη, η παράσταση" -Κριτική Θεάτρου

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

Πρόκειται ουσιαστικά για έναν μονόλογο της αισθαντικής λυρικής μανιάτισσας ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη (1902-1930), ολόκληρη η ζωή της οποίας αποθανατίσθηκε με την πένα της ικανής πεζογράφου, ποιήτριας και Φιλολόγου Βιβής Κοψιδά-Βρεττού. Η Μαρία Πολυδούρη πρόφτασε να μας αφήσει τις ποιητικές συλλογές, “Οι τρίλλιες που σβήνουν” (1928) και το “Ηχώ στο χάος” (1929), όπως και δύο πεζά, το “Ημερολόγιο” και ένα χωρίς τίτλο, στα οποία κατακεραυνώνει την υποκρισία και εμπαίζει τον συντηρητισμό της εποχής της. Ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί από τους Μ. Παλλάντιο, Γ. Σπανό, Ν. Μαυρουδή, Ν. Μαμαγκάκη, Κ. Κριτσωτάκη, Δ. Παπαϊωάννου, Μ. Κουμπιό, Στ. Μποτωνάκη, Ν. Φυλακτό και άλλους.

Εύλογο ήταν να επηρεασθεί από τον κατ’ εξοχήν αρνητή της ίδιας της ζωής, τον Κώστα Καρυωτάκη (1896-1928), ο οποίος ηγήθηκε άκων του Ελληνικού νεοσυμβολισμού, όπου θάλλουν η ρομαντική έκφραση, το κλίμα διάλυσης, η έντονη απαισιοδοξία, ένα είδος ανανέωσης, τάση φυγής και αίσθηση θλίψης και ανικανοποίητου (Τ. Άγρας: “Η ζωή του Καρυωτάκη έφερε τη μελαγχολία του./ Η μελαγχολία του, την ταραγμένη φαντασία,τη δίψα του αντιλογικού, του φαουστικού./ Η φαντασία έφερε τις Ελεγείες./ Οι ελεγείες τις Σάτιρες./ Οι Σάτιρες την αυτοκτονία”).

Η νεανική ευαισθησία της Πολυδούρη ακολούθησε πιστά τον ιδιότυπο απόμακρο Καρυωτάκη, αφού θεώρησε ότι είναι αδελφές ψυχές, μπροστά στον θάνατο. Φαίνεται, ότι συνδέθηκαν έστω πλατωνικά, γεγονός που την συγκίνησε υπέρμετρα και χάραξε την ποιητική της γραφή. Η αυτοκτονία του την συνέτριψε και δεν άργησε να τον ακολουθήσει με τον δικό της τρόπο. Ήθελε τη λύτρωση από τις βιοτικές δεσμεύσεις. Ήταν μια φεμινίστρια του καιρού της, μια απελευθερωμένη γυναίκα, που βυθιζόταν στην άβυσσο της καθημερινότητας. Μόνη της καταφυγή κατέληξε να είναι το γράψιμο, οι στίχοι, οι ρίμες. Προσέφευγε, όμως κυρίως στα μοιρολόγια της ιδιαίτερης πατρίδας της, γιατί εκεί εύρισκε πονεμένες ελεγείες, επίκληση του Χάρο-ντα, τραγούδια της απώλειας, παθιασμένες υμνωδούς του άλλου κόσμου.

Η Βιβή Κοψιδά-Βρεττού διάρθρωσε ένα μυθιστορηματικό αφή-γημα, απανθίζοντας με γλαφυρότητα ουσιώδη στιγμιότυπα του βίου της πολύπαθης ποιήτριας. Με ιδιαίτερη προσοχή, παρενέβαλλε θερμά λόγια του Άγγελου Τερζάκη, του Άγγελου Σικελιανού και του Κώστα Ουράνη, για την Μ. Πολυδούρη, που αποδεικνύουν την ανα-γνωρισιμότητα, που είχε εν ζωή κατακτήσει. Επιπλέον, η ευφυής συγγραφέας, ενώ απονέμει πρωταγωνιστικό ρόλο στον Κ. Καρυωτάκη, παρόλα αυτά αναδεικνύει έντεχνα την προσωπικότητα της νεαρής ομότεχνης, που αγωνιά να περισώσει την αυτονομία της από τις αφόρητες κοινωνικές δεσμεύσεις. Έξυπνο εύρημα, που έσπασε τη μονοτονία, είναι οι φωνές του πατέρα και της μητέρας, που συνομιλούσαν με τη θυγατέρα τους, υπενθυμίζοντας ότι αυτά τα προσφιλή πρόσωπα βρίσκονται πάντα κοντά μας. Το πρωτότυπο αυτό θεατρικό έργο αιφνιδιάζει με τη διείσδυση, που επιχειρεί στα άδυτα της συνείδησης, με απώτερο σκοπό να αναδείξει την προσωπικότητα μιας αισθαντικής ποιήτριας, αγωνιούσα μέσα στον κυκεώνα της ανυπαρξίας. Η αναρχική της φύση την εμπόδισε να προσφύγει στην συζυγική ζεστασιά. Ακολούθησε προσωρινά τον δρόμο του Παρισιού, θεωρώντας εσφαλμένως ότι εκεί θα εύρισκε τον παράδεισο, κοντά στους δασκάλους του ρυθμού και της αισθητικής ανατροπής.

Επανήλθε στα πάτρια εδάφη, αναστατωμένη και βυθισμένη στην απελπισία, αφού δεν την ικανοποιούσε τίποτα. Ο θάνατος του απόμακρου αγαπημένου την συγκλόνισε και εκφράσθηκε με λυπημένα ποιήματα, που έγραφε επίμονα (“Ψυχή μου, γιατί μένεις λυπημένος;/ Κοιτάς τον μαρασμό που μ’ έχει ντύσει/ σαν την ομίχλη τη δειλινή ώρα;/ Θες να σου πω το πώς μ’ έχει απαντήσει;”).

Η Φωτεινή Φιλοσόφου επωμίσθηκε τον ρόλο της ποιήτριας και έφερε εις πέρας ένα δύσκολο εγχείρημα, διότι ανταπεξήλθε στην συνεχή αφήγηση, που επέβαλλε το κείμενο. Ιδιαίτερα εκφραστική, με έντονα μάτια, προσεκτικές κινήσεις, χωρίς περισπαστικές ακρότητες, κυριάρχησε στη σκηνή και μετουσίωσε σε διακριτή προσωπικότητα μια ασθενική ποιητική μορφή. Η αναφορά στο ίνδαλμά της, και ο αχνός δεσμός τους, αποδόθηκαν κατά ιδεώδη υποκριτική δεινότητα και σθένος.

Στο πλευρό της ο Νίκος Γιάννακας κατάφερε να υποδυθεί ένα φευγαλέο, αποφασιστικό, Κ. Καρυωτάκη και ενστερνίσθηκε την επιταγή του σεναρίου, που τον ήθελε στη σκιά ως ένα σημαίνον πρόσωπο για την Πολυδούρη, αλλά χωρίς ιδιαίτερη εμπλοκή στη ζωή της.

Η σκηνοθεσία του Γιάννη Νικολαΐδη απέδωσε με ακρίβεια τον στόχο της συγγραφέως και κατόρθωσε να δραματοποιήσει μια ιδιαίτερα απαιτητική υπόθεση. Στο έργο του συμπαραστάθηκαν η Όλγα Σχοινά, που με επιτυχημένα σκηνικά και ρούχα εποχής, συνέβαλε στην απόδοση της ατμόσφαιρας της παράστασης, ο Στέφανος Νικολαΐδης, με την επιτυχημένη μουσική επένδυση και ο Στέφανος Κεραμιδάς, ο οποίος με προσεκτική μέθοδο μετέφερε τον φωτισμό στα πρόσωπα που έπρεπε να προβληθούν τη συγκεκριμένη στιγμή. Ο σκηνοθέτης, σε παράλληλο ρόλο, από το περιθώριο, αλά επί της σκηνής, διευκρίνιζε προς διευκόλυνση διάφορα κρίσιμα επεισόδια της ζωής των πρωταγωνιστών.

Η ξεχασμένη “Μαρία Πολυδούρη” επανήλθε δριμύτερη στο θέατρο “Αλκμήνη” και δίδαξε με τον δικό της τρόπο, ότι οι αξίες και οι μεγάλοι στόχοι πρέπει να υπηρετούνται με συνέπεια και πάθος.