Top menu

"Στο τέλος μιας προσημειωμένης μέρας" -Κριτική Βιβλίου

Γράφει ο Παναγιώτης Βούζης

Στη συλλογή της Ιωάννας Διαμαντοπούλου Στο τέλος μιας προσημειωμένης μέρας η αναζήτηση του εαυτού διευρύνεται σε έρευνα για τον άνθρωπο. Εκτός από την κατόπτευση του παρελθόντος και του παρόντος της ποιήτριας, γίνεται μία σάρωση του κόσμου, η οποία περιλαμβάνει ατομικευμένες ή συλλογικές περιλήψεις γεγονότων της ζωής των άλλων, περιγραφές και προσωπογραφίες τους. Μαζί λοιπόν με την κεντρική και αυτοβιογραφική, εμφανίζεται και μία έκκεντρη θεματολογία στην οποία συναριθμούνται η επίσκεψη στη Λισσαβώνα, το καλοκαίρι των παραθεριστών, η επιπολαιότητα των selfie, μία Μαρία, κάποια Άννα, η γενιά του ’60, η δύσκολη πατρίδα. Η τεχνική της θεατρικότητας πριμοδοτεί τόσο την αυτοπαρατήρηση όσο και την παρατήρηση των άλλων: στην πρώτη περίπτωση, επειδή η ποιήτρια διαιρείται σε δύο πρόσωπα, με αποτέλεσμα το σχήμα της αποστροφής εις εαυτόν να μετατρέπεται σε διάλογο, στη δεύτερη, επειδή με τη διανομή αναγνωρίσιμων ρόλων αποδίδονται εμφατικά οι χαρακτήρες. Επιπλέον, η διακριτή ιδιόλεκτος των ποιημάτων επιτελεί δύο βασικές λειτουργίες: αντιπροσωπεύει μία αναμνηστική και απολογιστική γραφή, παραπέμποντας στο συμβολικό εργαστήριο όπου παράγεται ετεροχρονισμένα η ανταπόκριση στα εσωτερικά και στα εξωτερικά ερεθίσματα. Από την άλλη, προβάλλει και ταυτοχρόνως υπονομεύει την αυθυπαρξία της, εισάγοντας έτσι στο κύριο θέμα της συλλογής, στη δύναμη και στην αδυναμία της γλώσσας.

Ήρθε ένα βράδυ και κάθισε απέναντί μου. Ήσυχα. / Ήθελε λέει να μου διηγηθεί. // Από το ανοιχτό παράθυρο μπαινόβγαινε η καλοκαιριάτικη νύχτα. / Φορούσε άσπρα κι ήταν η φόδρα του εαυτού της, / φιλαλήθης όπως ήταν δεν το απέκρυψε. / Άκουγα τους παλμούς της να στέλνουν ολοένα λέξεις / που ποτέ δεν έφταναν. // Όταν έσπασε η σιωπή της έγινε κι αυτό αθόρυβα. // Δεν έχω να σου πω λόγια, / ο λόγος είναι κατειλημμένος μου είπε / όλα έχουν ειπωθεί. / Όλα κατειλημμένα / όνειρο και πραγματικότητα. / Σαν πούσι η σκιά του χρόνου / πάνω στις μέρες. // Υγρασία. Ιδρώνω και μετά εξατμίζομαι. / Δεν έχω να σου πω. / Δεν έχω πού να πάω. / Όλα κατειλημμένα. / Καθημερινώς μάχες δίνονται για μια θέση στην ανυπαρξία. («Για μια θέση στην ανυπαρξία»)

Η ποιητική της Ιωάννας Διαμαντοπούλου βασίζεται στο αξίωμα ότι ο λόγος αποτελεί ένα σύστημα το οποίο φθάνει πλέον σε έναν ανεπανόρθωτο βαθμό κορεσμού. Ο κορεσμός παρουσιάζεται μέσα από δύο εντελώς αντίθετες εκδηλώσεις, τη σιωπή και την ακατάσχετη φλυαρία. Επίσης, οι χαρακτήρες των ποιημάτων χωρίζονται στις αντίστοιχες ομάδες των λίγων, οι οποίοι έχουν συνείδηση της βαθύτατης αποδυνάμωσης του λόγου, και των πολλών, που τον χρησιμοποιούν αφειδώς, δίχως να αντιλαμβάνονται ότι αυτός ολοκληρώνει ήδη τη διαδικασία της απόλυτης εξάντλησης. Η πρώτη ομάδα χαρακτήρων απαρτίζεται κυρίως από παραλλάσσουσες εκδοχές του ποιητικού υποκειμένου. Η δεύτερη χρησιμοποιεί ασταμάτητα τον λόγο, επειδή τον αντιμετωπίζει ως σύνολο τυποποιημένων ή αυτοματοποιημένων επαναλήψεων. Φυσικά η προηγούμενη αντίθεση και ο διαχωρισμός δεν περιορίζονται στο πλαίσιο της συλλογής, αφού συνδέονται με τη σύγχρονη πραγματολογική κατάσταση: με το ελάχιστο άθροισμα των ανθρώπων – το οποίο δεν συνίσταται αποκλειστικά από ποιητές – με ευαισθησία για τις δυνατότητες και για την αδυναμία της γλώσσας, και με τους περισσότερους, οι οποίοι αναλώνουν ακόρεστα μία γλώσσα πλέον αναλωμένη.

Τον περασμένο αιώνα μία πλειάδα διανοούμενων, όπως ο Μιχαήλ Μπαχτίν, ο Μισέλ Φουκώ και ο Πιέρ Μπουρντιέ, συσχέτισαν τον λόγο με τις διάφορες μορφές εξουσίας. Μελέτησαν τον τρόπο με τον οποίο θεσμοποιούνται, σε μία δεδομένη περίοδο, συγκεκριμένοι τύποι του λόγου διαμορφώνοντας στην κοινωνία τις κυρίαρχες σημειωτικές πρακτικές. Αυτές οι πρακτικές αποτελούν, κατά τον Φουκώ, εκφάνσεις της ισχύος και προκύπτουν ασυνείδητα και ανεξέλεγκτα. Όμως η τάξη που ασκεί την εξουσία επιχειρεί να αποκτήσει την εποπτεία τους, ώστε να κατορθώσει να τις ελέγχει, για να ελέγχει παράλληλα την κοινωνική και την πολιτική πραγματικότητα, με τελική επιδίωξη να καταστεί ικανή να οργανώνει ολόκληρη την πραγματικότητα, μέσω της γνωστικής λειτουργίας των κυρίαρχων λόγων, μέσω δηλαδή της ιδιότητας της γλώσσας όχι απλώς να ερμηνεύει τον κόσμο αλλά να τον δημιουργεί. Συνοψίζοντας, η βασική στρατηγική των φορέων της εξουσίας έγκειται στην κατασκευή σύμμετρων προς αυτούς κόσμων. Η προηγούμενη διαπίστωση λαμβάνει την ειδική σημασία ότι στην παρούσα φάση επιχειρείται ο έλεγχος της ψηφιοποιημένης πλέον γλώσσας μέσω της τυποποιημένης αναπαραγωγής της. Ο στόχος είναι να επικοινωνούν οι χρήστες του διαδικτύου σε έναν κώδικα επιφανείας, περιορισμένο μόνο σε κανονικότητες και όχι σε αποκλίσεις, εργαλειακό και, εν τέλει, απονεκρωμένο. Η κυρίαρχη ιδεολογία του νεκρού λόγου συνεπάγεται τη σταδιακή μεταβολή του κόσμου σε σύστημα αυξημένης εντροπίας – ο όρος προέρχεται από τη Φυσική – επισπεύδει δηλαδή την κατάληξη σε μία ζωή στάσιμη, εξαιτίας της άγονης επανάληψης, και σε μία άχρονη ουσιαστικά πραγματικότητα, αποτελούμενη από πανομοιότυπες ενέργειες και καταστάσεις, από ήδη προσχεδιασμένες ή, αλλιώς, «προσημειωμένες» ημέρες. Μία τέτοια μορφή της ανθρώπινης ύπαρξης δεν περιγράφεται με όρους ομοιόστασης, δεδομένου ότι ένα σύστημα μέγιστου κορεσμού παραδίδεται στην πλήρη αταξία. Γι’ αυτό κλιμακώνεται στη σύγχρονη εποχή ο εκφυλισμός, ο οποίος εκδηλώνεται με την παθολογία της κοινωνικής εξαθλίωσης, της οικολογικής ανισορροπίας και της γενικευμένης απελπισίας.

Η νέα συλλογή της Ιωάννας Διαμαντοπούλου αποδεικνύεται σημαντική, ακριβώς επειδή, μέσα από την προβολή της αντίθεσης ανάμεσα στη σιωπή και στην ακατάσχετη φλυαρία, η προσοχή εστιάζεται στην καθήλωση και στην παρακμή, κατά τον παρόντα χρόνο, του λόγου και κατ’ επέκταση της ανθρωπότητας. Όμως συναντάται εδώ και κάτι σημαντικότερο. Σημειώνεται η αντίδραση στην εκφυλιστική πορεία, με τη διαμόρφωση ενός ιδιαίτερου και συνεπούς εσωτερικού πεδίου αναφοράς, με την επινόηση άρα ενός έτερου κόσμου, ο οποίος διεκδικεί μία αντικειμενική διάσταση. Υπενθυμίζεται έτσι ότι απέναντι στην τάξη της εξουσίας, που κατασκευάζει τον προσφορότερο για αυτήν κόσμο, οι ποιητές δημιουργούν επίσης πραγματικότητες, οι οποίες τίθενται εκτός οποιουδήποτε πλαισίου ελέγχου. Η δημιουργία της πραγματικότητας δρομολογείται εδώ με το εξπρεσιονιστικό ύφος των ποιημάτων, στο οποίο οφείλεται το οξύμωρο αποτέλεσμα μίας παροντικής δυστοπίας, ενός δηλαδή ζοφερού μέλλοντος το οποίο ξεδιπλώνεται τώρα. Το συγκεκριμένο ύφος βασίζεται στην επιλογή μίας ορισμένης οπτικής γωνίας που αποτυπώνει τα πράγματα μεγεθυσμένα, σκοτεινά, στρεβλωμένα και παράλογα. Σε συνάρτηση με αυτή την οπτική γωνία σκηνογραφείται ένα υπόγειο, φθινοπωρινό καλοκαίρι, βουτηγμένο στη θαλάσσια ή στην ποτάμια υγρασία, κατά το οποίο διαδραματίζονται τα περισσότερα γεγονότα.

Η δεσπόζουσα εδώ είναι επιστημολογική. Το εσωτερικό πεδίο αναφοράς της συλλογής, ο έτερος κόσμος ο οποίος ισοδυναμεί με μία παροντική δυστοπία, αποτελεί έναν παραμορφωτικό κατοπτρισμό, μία δηλαδή αποκλίνουσα αναπαράσταση της σύγχρονης προχωρητικής παρακμής. Τα ποιήματα αντανακλούν μία αντικειμενική κατάσταση, την οποία όμως ο στρεβλωτικός εξπρεσιονισμός καθιστά ατομικευμένη και μοναδική. Συνακόλουθα, αναδεικνύεται ο αποκλίνων χαρακτήρας και άρα η πρωτοτυπία της γλώσσας με την οποία περιγράφεται η ατομικευμένη και μοναδική πραγματικότητα. Όπως έχει υπογραμμισθεί, η γλώσσα εδώ προωθεί και ταυτοχρόνως υπονομεύει την αυθυπαρξία της, εισάγοντας έτσι στο ζήτημα της δύναμης και της αδυναμίας του σύγχρονου λόγου γενικότερα. Στον «Πρόλογο», το εναρκτήριο και προγραμματικό ποίημα της συλλογής, δηλώνεται σε ένα σημείο ότι Τίποτα καινούργιο / δε θα ακουστεί από την Ποίηση. Οι δύο συγκεκριμένοι στίχοι αντιπροσωπεύουν, παραπλανητικά, μόνο τη μία πλευρά, που σχετίζεται με την εξαντλητικά επαναλαμβανόμενη χρήση του κάθε τύπου ομιλίας. Από την άλλη όμως, Στο τέλος μιας προσημειωμένης μέρας σημειώνεται η αντίδραση στο εκφυλιστικό αυτό φαινόμενο, με την ανάπτυξη μίας πλήρως διαρθρωμένης και αυθεντικής ιδιολέκτου, η οποία συνιστά τη μεταφορά της επανεκκίνησης του λόγου και αποτελεί παράλληλα την αδιαφιλονίκητη επιτυχία της Ιωάννας Διαμαντοπούλου.