Top menu

"Το είδος της -Άν Σέξτον" -Κριτική Θεάτρου

Γράφει ο Θανάσης Βαβλίδας

Όταν έχει αγαπήσει κανείς κάποια ποιήματα, όταν έχει αφιερώσει χρόνο για να γνωρίσει τη δημιουργό τους, όταν έχει βάλει μέσα σε όλ' αυτά τις προσωπικές του συναισθηματικές διαστάσεις, δε μπορεί παρά να δώσει ένα αυθεντικό στίγμα, είτε θέατρο είναι αυτό είτε άλλο είδος λόγου. Στην περίπτωσή μας, η Μάρω Παπαδοπούλου ήταν άμα τη εμφανίσει της η Άνν Σέξτον.

Η ποιήτρια Anne Sexton (1928 - 1974) υπήρξε μια όμορφη γυναίκα που αγάπησε κι αγαπήθηκε, έκανε δύο κόρες, αλλά έπασχε από κατάθλιψη στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Ποίηση έγραψε μετά από σύσταση του πρώτου γιατρού στην ψυχιατρική κλινική που είχε εισέλθει. Πρωτοπόρος στο είδος της, έφερε με την ποίησή της στην επιφάνεια γυναικεία θέματα - ταμπού της εποχής μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ανέπτυξε μ' επιτυχία το χαρακτηριστικό της ποιητικής εξομολόγησης.
Ο μονόλογος με τον πολυσήμαντο τίτλο "Το είδος της" είναι, ουσιαστικά, μια σύνθεση από ποιήματα, επιστολές και εξομολογητικές παραθέσεις που η συγγραφέας τα ενσωμάτωσε λειτουργικά μέσα στο κείμενο, έτσι ώστε να μην προκαλείται διάσπαση ή κενά και παρά τις κάποιες ασφυκτικές χρονικές παλινδρομήσεις, κατάφερε να αποδώσει συνοπτικά και με αδιάπτωτο ενδιαφέρον την ψυχική περιπέτεια μιας αξιόλογης γυναικείας προσωπικότητας.

Η μετάφραση των ποιημάτων στην πλειοψηφία τους ήταν της Δήμητρας Σταυρίδου και για κάποια συγκεκριμένα του Γιάννη Αντιόχου και της Ευτυχίας Παναγιώτου. Η γλώσσα των μεταφραστών λειτούργησε σε όλες τις περιπτώσεις θετικά για το θεατρικό κείμενο, χωρίς επιδεικτικές ή περιττές αιχμές.

Η Μάρω Παπαδοπούλου, εκτός από το κείμενο, έκανε και την σκηνοθεσία. Κινήθηκε σε όλο το εύρος της σκηνής "δωματίου" του "Faust" και έδωσε ευδιάκριτα στίγματα σε κάθε σκηνή, σε κάθε φάση ζωής της Σέξτον. Η διαδρομή ξεκίνησε από το παράθυρο του "δωματίου" με την ερμηνεύτρια να απαγγέλλει ένα μάλλον εκτενές ποίημα στην αγγλική γλώσσα και τελείωσε στο παράθυρο με μια απλή περιγραφή των συνθηκών αυτοκτονίας της. Για φινάλε, η σκηνή βυθίστηκε στο σκοτάδι κι ακούσαμε έν' ακόμα ποίημα, κάτι σαν μεταθανάτια εξομολόγηση.

Καθώς η Μάρω Παπαδοπούλου ανέλαβε και το ερμηνευτικό κομμάτι της παράστασης, κάτι που της προσέδωσε, ασφαλώς, ιδιαίτερο βάρος, πρέπει να υπήρξε αρκετά σημαντική η συμβολή των υπολοίπων συντελεστών, όπως της Χριστίνας Σταύρου (βοηθός σκηνοθέτη), της Μαρίας Κολιοπούλου (επιμέλεια κίνησης), των Σπύρου Μαντζαβίνου και Μπάμπη Γαλιατσάτου (με τον γενικό προσδιορισμό δημιουργικοί συνεργάτες), του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου (φωτισμοί).

Ο σκηνικός χώρος στήθηκε από τη Μαίρη Τσαγκάρη δημιουργώντας μια σχέση οικειότητας και πολυδιάσπασης ταυτόχρονα, ενώ το κοστούμι του Φραντσέσκο Ινφάντε εξέφρασε τη μάλλον γκρίζα διάθεση μιας ωραίας, προκλητικής εν γένει γυναίκας. Το ηχητικό περιβάλλον που στήθηκε με τη μουσική επιμέλεια της σκηνοθέτιδας περιλάμβανε μια επιτυχημένη εναλλαγή κλασικών συνθέσεων (Βίλα Λόμπος, Μάλερ, Σοπέν) και τζαζ κομματιών (με την Έλα Φιτζέραλντ). Ο σχεδιασμός ήχων και εφέ ήταν του Γιάννη Ισιδώρου.

Η ερμηνεία της Παπαδοπούλου έφερε επί σκηνής την ποιήτρια και μας άνοιξε την ψυχή της. Τα πρόσωπα της ζωής της είχε κανείς την αίσθηση ότι βρίσκονταν σε δεύτερο πλάνο, ενώ εκείνο που είχε σημασία ήταν ο εύθραυστος ψυχισμός της, που γύρευε συνεχώς αφορμές για να φανερώσει την κρυμμένη του δύναμη, σε σημείο που η αυτοκτονία της να μοιάζει λίγο σαν ακατανόητο διάβημα, σαν έν' από εκείνα τα αστεία που έκανε μικρή στο σπίτι ή στο σχολείο. Ίσως, η ποιήτρια να παρέμεινε σε όλη της τη ζωή ένα αθώο και ταυτόχρονα αυθάδικο παιδί.

Το κείμενο της παράστασης αποτυπώθηκε σ' ένα καλαίσθητο, ολιγοσέλιδο βιβλίο με σκηνοθετικό σημείωμα για την προσέγγιση της Άνν Σέξτον από τη Μάρω Παπαδοπούλου και πλήρεις σκηνικές οδηγίες. Είναι βέβαιον ότι προκαλεί ταυτόχρονα το ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς ποίηση της Σέξτον, η οποία δεν έχει βρει ακόμα την απήχηση που της αξίζει.