Top menu

Ποιητικές συνέχειες: Ανθολόγιο του Πάαβο Χάαβικκο - Β' Μέρος

Μεταφράζει η Αγγελική Δημούλη

Το ανθολόγιο θα δημοσιεύεται σε μηνιαίες συνέχειες.

 

Γενέθλια χώρα (1955)

Οδυσσέας

Οδυσσέας: εγώ, ο εαυτός μου, εγώ είμαι οι δέκα μύστες
Στο σπίτι μου, δέκα χρόνια πέρασαν και η θάλασσα είναι μαύρη,
Είμαι οι δέκα μύστες και έχασα τη θάλασσα, αυτή η θάλασσα ανήκει σε άλλον άντρα.

Με τον ουρανό πάντοτε στα μάτια μου, έναν ζηλιάρη ουρανό όπως κι εμείς
Οι θεριστές του ουρανού που ζηλεύουν όχι μονάχα αυτή τη γη αλλά
Και τον ουρανό τον άδειο ουρανό: οι σκέψεις μας στον ουρανό.

Ιδού η θάλασσα κι ο θαλασσοπόρος κοντά στο αστέρι της μοίρας,
Χαλκός, ασήμι και χτυπημένο χρυσό στο μέτωπό του,
Το ταξίδι του είναι καταραμένο, ποτέ δε φτάνει, το πλοίο του είναι το τελευταίο.

Ζηλέψαμε τα ταξίδια του για μια ολόκληρη δεκαετία
Η ξηρά περίμενε τα κόκκαλά του να ξεκουραστούν.

Ιδού η θάλασσα, του ανήκει η θάλασσα, ο ουρανός
Και η Πηνελόπη, όλα αυτά δε βαραίνουν πια στην κλίμακα της θλίψης του.
Τον ζηλεύουμε για τη θλίψη του πιο πολύ απ’ όλα, τη θλίψη στο μέτωπό του:
Οι καλεσμένοι προσκαλέστηκαν, όλοι είναι ευπρόσδεκτοι, το σπίτι μου είναι γεμάτο με τραγούδια.
Είμαι ο Οδυσσέας.

Οι τοξότες
[απόσπασμα]

Τι είδους άντρας είναι ο άντρας που δεν είναι ούτε στρατιώτης ούτε άντρας
Τίποτα
Τι είδους στρατιώτης είναι αυτός που δεν έχει σίδερα και αλυσίδες
Τι είδους άντρας είναι αυτός που δεν υπάρχει; Βάλτον πάνω ή θάψτον
Κάτω από τη βρώμα κι έτσι το δάσος θα μεγαλώσει
Και θα σε αράξει εκεί που σου υποσχέθηκε και να η ανταμοιβή σου
Στη γη
Απλώς άνοιξε το χέρι σου και θα έρθει η ανταμοιβή σου

Απλώς άνοιξε τα μάτια σου και θα τη λάβεις ανάμεσα στα μάτια
Θα σου πω τα ψέματα της γης από το Βορρά ως το Νότο κάτω από μια
Συγκεκριμένη πικέα2

Κι αν δεν πρέπει πια να βλέπεις αυτό που βλέπουμε καθαρά
Θα το βάλω σε λέξεις ανάμεσα στις νότες του ύμνου και τότε θα το
Ακούσεις.
Στεκόμαστε εκεί κοντά καθώς πέφτει το σκοτάδι και κοιτάμε
Από κει που το σκοτάδι έρχεται

Τα υπόλοιπα τα ξέρουμε. Αλλά εκεί είμαστε τότε στο όριο του δάσους
Μας κάνει να αναδυθούμε, το σκοτάδι, εκτεταμένο, για αναστεναγμό μπροστά στα
Μάτια μας
Και φεύγει.

Ο Μπάσταρδος Γιος γεννήθηκε με ένα δόντι στο στόμα του και μαλλιά
Στο κεφάλι του
Κάθεται στην άκρη του καναπέ κι όχι κι όχι σ’ ένα λίκνο, όχι σε
Κανενός
Τα μαλλιά του είναι κοκκινωπά σαν χιονισμένο δάσος με πικέες
Και κάτω από την άλικη λάμψη
Ο Μπάσταρδος Γιος διασχίζει το δάσος, δίχως καπέλο στο κεφάλι του
Βγαίνει έξω στον κόσμο, είναι γίγαντας, μια ίντσα ψηλός
Βγαίνει έξω στο κόσμο.

Πέρασαν δέκα χρόνια και η Πριγκίπισσα κοιμάται, ο Γίγαντας
Μεγαλώνει
Ενώ κοιμάται απλώς μεγαλώνει
Άλλα δέκα χρόνια και ο γίγαντας είναι γιγάντιος, ώριμος
Διασχίζει το δάσος.

Βλέπει ένα όνειρο για τρεις άνδρες που κουβαλάνε τον κόσμο,
Κουβαλάνε τον κόσμο στους ώμους τους
Εκπλήσσεται και εκπλήσσεται, γελάει, κι όσο γελάει
Πέφτει κάτω και όπως πέφτει κάτω πέφτει κάτω στον δρόμο
Πέφτουν βελανιδιές
Κι όταν πέφτουν
Απλώνονται σε όλο τους το μέγεθος και κοιμούνται
Κοιμούνται, ονειρεύονται, του κόσμου τους κουβαλητές.

Στο όνειρο: ένα χρυσό πλοίο στο όνειρο: ανοιχτός ουρανός.
Τα πλοία ήταν χρυσά.
Οι υπήκοοι του Βασιλιά έδεσαν τα πόδια τους στις κορυφές νεαρών δέντρων
Έγειραν τα δέντρα.
Το πράσινο χρώμα σκάει με οργή στα δέντρα, μισούμε
Την αθανασία.
Σκίζεται
Το πράσινο μας πρασινίζει , γλιστράμε στην πόρτα-στήριγμα του αέρα
Ο αέρας κλαψουρίζει για μας.
Υπήρξαμε οι τοξότες του Βασιλιά, γίναμε τα φύλλα στο δέντρο
Τα φύλλα
Αγγίζουν τον αέρα
Δεν έχουμε βάρος όπως το θησαυροφυλάκιο του βασιλιά, φεύγουμε
Δέντρα,
Στην κοκκινωπή λάμψη

**

Τα φύλλα (είναι) φύλλα (1958)

Σκίουρος ανάγλυφος στον αέρα,
Εδώ,
Ακόμα και οι σκιές εκσπερματίζουν στον άνεμο

Το βιβλίο απομένει όταν, εγώ, πουλί αποδημητικό στον κόσμο,
Βιβλίο, δυσκίνητο στην μετανάστευση
Γράμματα δίχως διεύθυνση, ο άνεμος τα κομματιάζει
Κι όταν το βιβλίο διαβαστεί τα φύλλα του γίνονται φύλλα.

Από πού μας έρχεται ο ήχος; Τι είναι στα μάτια;
Ο λόγος ρέει στον περιρρέοντα κόσμο,
Ο λόγος ρέει στον περιρρέοντα κόσμο
Και σχεδόν πάντα πρέπει να γνωρίζεις τον εαυτό σου.

Παντρεύεσαι το φεγγάρι
Τη θάλασσα, το φεγγάρι και τη γυναίκα: όλα δίχως αυτιά.
Μπορεί ν’ ακούς τις φωνές τους, μπορείς και τους μιλάς.
Και αυτό το λένε παιχνίδι.

**

Το χειμωνιάτικο παλάτι (1959)

Το τέταρτο ποίημα

Αυτό το ποίημα θέλει να γίνει μια περιγραφή,
Και εγώ θέλω μια ποίηση που να μην έχει πολύ γεύση
Και φαντάζομαι πως
Είμαι ένα αντικείμενο που επιθυμεί όπως το χορτάρι,

Αυτές οι γραμμές δεν είναι πολύ πιθανές διότι,
Αυτό είναι ένα ταξίδι μέσω μιας γνωστής γλώσσας
Σε μια περιοχή που δεν είναι μέρος,
Αυτό το ποίημα πρέπει να τραγουδηθεί, να σταθεί
Ή να διαβάσει μόνο:

Είπα, ακόμη, πως όλα
Είναι έξω και εγώ είμαι εδώ,
Κρέμομαι από τα δέντρα σαν τα πουλιά
Και όλες οι πόρτες ανοιχτές έχουν κλειδωθεί
Και υπογράφω τη μέρα που πέρασε χωρίς ανάγνωση
Όπως το χαρτί του κόσμου,
Ετούτο το καθόλου αναγκαίο χαρτί και κοιμάμαι όταν ξυπνάει το όνειρο
Και λέω στο όνειρο: Εγώ.

Αυτό το πυκνό δάσος,
Σπαρτά δέντρα, φοβισμένα
Και σ’ αυτό το δάσος
Η φωνή είναι υγρή με ιδρώτα,

Εδώ είναι ο τόπος που ανθίζουν τα δέντρα και εδώ,
Το τυφλό δέντρο δε θυμάται ότι είναι ορατό,
Κυρτό, ετούτο το μέρος και ομοίως το δάσος
Άνθισαν τα λουλούδια, ντράπηκα
Και έπρεπε να συγκρίνω τον εαυτό μου με ένα αγέννητο
Αρρωστημένο
Χαμένο στη σάρκα, απαλό και εύκαμπτο
Ολότελα θηλυκό.

Το πέμπτο ποίημα

Ένα όμορφο παιδί που έπαιζε με την άμμο, έγραψε με το δάχτυλο:

Ποιος; Από πού; Προς τα πού;

Απάντησα:
Όμορφο παιδί, πες μου, είναι

Με διέκοψε:

Είμαι δύο παιδιά, κρατάω το χέρι μου στη βόλτα

Ρώτησα:
Όμορφο παιδί ποιος ξέρει πώς να συζητήσουμε;
Πες μου πού μεγαλώνει το χορτάρι;
Το χορτάρι πού ανθίζει,
Ο άνεμος και η ανάσα του ανέμου, οι φράουλες,
Το σανό, το ρόδο;

Με διέκοψε:

Βρίσκομαι σε σύγκρουση με τον εαυτό μου, ένας παραγωγικός καταναλωτής
Που θέλει να δουλέψει
Θέλω να γυρίσω πίσω εκεί απ’ όπου γεννήθηκα
Είτε/ή ή και /ή
Το στήσιμο στους τοίχους είτε καθέτως είτε
Οριζοντίως/ή όχι
Θέλω εκεί να μείνω σιωπηλός.

Φώναξε:
Πρώτα ηρέμησε τον άνεμο που περνά και κάνει τα πυκνά δέντρα να μεγαλώνουν.

Εγώ:
Oratiorecta απ’ το οποιο υπάρχει μόνο μια περίεργη εξαίρεση
Από κάθε πονηρία ή εντιμότητα
Που κυβερνά.

Εκείνο:
Τι σημαίνει αυτός ο έπαινος της κυρίαρχης γλώσσας;

Εγώ:
Θα ήθελα να καθορίσω μ’ αυτό το ποίημα τους νόμους. Μ’ αυτό το ποίημα
Που δε θα μ’ αφήσει να φύγω

Αυτή την ανάσα στα δέντρα που μεγαλώνουν.
Ήρθα εδώ μέσα από το δάσος
Αλλά είχε καταιγίδα
Καταιγίδα Φθινοπώρου.

Το παιδί:
Αλλά αν είναι εύκαμπτο, γιατί
Δεν προσπαθείς να το ξεφορτωθείς
Πήγαινε μέσα στη νύχτα και ψάξε για κάποιον
Που θα του ταιριάξει απόλυτα
Η λυπημένη αναπνοή;
Γιατί δεν το αφήνεις σε κάποιον που του ταιριάζει;

Το έκτο ποίημα

Και όλα σχετικά με αυτό είναι κανονικά, εκτός
Από τις εκατοντάδες πλοίων και τους ξέσκεπους πύργους,
Εγώ σαν ποτάμι στη θάλασσα
Φέρνω το έρεβος στη νύχτα,

Μια γυναίκα της οποιας το ρούχο ανθίζει μαζί με τα λουλούδια που δε μαραίνονται,

Όταν φύγει το άρωμα
Θα γελάσει ξαφνικά σαν εφιάλτης
Και θα χαμογελάσει με δόντια,

Όχι, αυτό θα το προσπεράσω.

Μια γυναίκα θα ήθελε να είναι τυφλή σαν καθρέφτης και να ξεντύνεται μονάχη,

Η νύχτα, ένας περαστικός που δε σταματάει
Μια γυναίκα που κοιμάται μόνη ξέρει καλά
Πως το καλοκαίρι είναι μια κρύα περιοχή.

Δύο γυναίκες ζωγράφισαν πάνω στη νύχτα
Αλλά δεν ικανοποιήθηκες.

Αναρωτιέμαι, είναι η Ωραία Ελένη
Που στα μάτια της πλύθηκε ο Οδυσσέας
Που παραπονέθηκε πως η Τροία
Κάηκε χωρίς να ζεσταθεί, παραπονέθηκε
Πως η φωτιά σε τούτο το σπίτι περονιάζει τα κόκκαλα

Και ποιο είναι το θέμα αυτού του ποιήματος; Και είναι όντως ποίημα;

Φανερώνω μια γυναίκα που μοιάζει περασμένη και στην
Σαρκοφάγα παγίδα
Κι ένα μικρό γεύμα με ήπια όρεξη
Ποιον δε θα ευχαριστούσε;

Κι απαλά ξύπνησε στη μέση της νύχτας και αφουγκράστηκε.

Τι τρέχει με αυτή; Μια χελώνα γύρισε ανάποδα πάντα προσπαθεί
Να ισιώσει αλλά αυτή εδώ δεν το κάνει,
Μήπως δε θέλει να είναι όμορφη όπως το ρόδο
Που κλείνει για τη νύχτα;

Και η γυναίκα τριαντάφυλλο από το μπάνιο γέρνει κάτω
Από το βάρος
Των μαλλιών της
Τα στεγνώνει
Και στον ώμο της ροδίζει ένα όμορφο βαθούλωμα που εξαφανίζεται:
Τα άκρα της γελούσαν.

Είναι τρομερό να ετοιμάζεσαι πάντα να κινηθείς και να ζήσεις στο όριο
Με μια γριά γυναίκα μόνο οι δύο εσύ

Δεν υπάρχει λυπημένη γυναίκα στον ενικό, καμία διακοπή χρήσης,
Όλα είναι θλιβερά.

Το ένατο ποίημα

Και στο όνειρο βρίσκομαι πάντα σ' ένα δέντρο βλέποντας
Πότε η μέρα και η νύχτα είναι ίσες, έξω το Φθινόπωρο,
Και μέσα από τα μάτια έρευσε ένα σμήνος πουλιά,
Ζέστανε τον εαυτό σου,
Κι όταν οι λακκούβες παγώνουν εδώ στον πάτο του ουρανού
Ο ουρανός γίνεται λεπτός, αβαρής, και η ψυχή χάνεται.

Δείτε το πρώτο μέρος του ανθολογίου εδώ.



Πικέα: δέντρο της οικογένειας των πεύκων