Top menu

"Σονάτα υπό το σεληνόφως" του Γιάννη Μαρή: Μια περιπετειώδης ιστορία απάτης και πάθους

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη

Ετούτη η έκδοση έχει μια ιδιαιτερότητα. Είναι η πρώτη μετά από πολλά χρόνια που πέρασαν από την συγγραφή του βιβλίου από τον Γιάννη Μαρή. Βέβαια για να ακριβολογούμε, είχε δει το φως της δημοσιότητας τον προηγούμενο αιώνα, συγκεκριμένα από τις 28 Ιουνίου έως την 1η Νοεμβρίου του 1959, αλλά μόνον σε δεκαεννέα συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολις. Η έρευνα και η ανεύρεση όλων των κατεστραμμένων ή και χαμένων κάποιες φορές φύλλων της εφημερίδας, διήρκεσε μερικά χρόνια, και το αποτέλεσμα ήταν το όλο κείμενο που αποτελεί το χαμένο μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή, να αποκατασταθεί στο σύνολό του και να δημοσιευτεί από τις εξαίσιες, και άψογης αισθητικής, εκδόσεις ‘Άγρα’.

Στον πρόλογο του βιβλίου από τον Ανδρέα Αποστολίδη, πληροφορούμαστε όλα όσα αφορούν την εποχή στην οποία αναφέρεται ο συγγραφέας και εξελίσσεται η υπόθεση του μυθιστορήματος, δηλαδή στο έτος 1896, όταν οι εχθροπραξίες μεταξύ Ελλήνων και του Οθωμανικού στρατού βρίσκονταν εν εξελίξει στα σύνορα της τότε χώρας, που τοποθετούνταν αμέσως λίγο πιο πέρα από τη Θεσσαλία. Επομένως θα μπορούσε να καταταχθεί στα αμιγώς ιστορικά περιπετειώδη μυθιστορήματα του δικού μας συγγραφέα αστυνομικών έργων, του Ιωάννη Τσιριμώκου (1916-1979) ή του Γιάννη Μαρή, του πατέρα τουτέστιν του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος, όπως έμεινε γνωστός και πολύ ορθώς. Άλλωστε στο βιβλίο αναγράφεται και ο υπότιτλος του έργου αυτού, ως «Μυθιστόρημα έρωτος και περιπετειών στην Αθήνα τον περασμένο αιώνα». Βεβαίως εδώ να υπενθυμίσουμε ότι περασμένος αιώνας είναι ο δέκατος ένατος, αφού το βιβλίο γράφτηκε περίπου στα μέσα του εικοστού.

Αφηγητής της ‘Σονάτας’, είναι ένας ανώνυμος εικοσιπεντάρης νεαρός που ανήκε στους τσιφλικάδες εκείνης της εποχής, με το κτήμα του να εκτείνεται από την παραλιακή Στυλίδα μέχρι το Γαρδίκι. Ήταν η κρίσιμη εποχή για όλη τη χώρα, κατά την οποία μεταμφιεσμένοι αξιωματικοί του στρατού από την Αθήνα μετατοπίζονταν στον επίμαχο χώρο της Φθιώτιδας, εκεί «… στα σύνορα της Θεσσαλίας», όπου «… το καζάνι έβραζε…», λόγω των γνωστών γεγονότων στα οποία παιζόταν όχι μόνο η ακεραιότητα, αλλά και η υπόσταση του ίδιου του ελληνικού κράτους, όπως φυσικά ήταν οριοθετημένο τότε. Ο νεαρός αφηγητής γρήγορα μας δίνει πληροφορίες για εκείνη την Αθήνα και τη ζωή του σε αυτή: «…ζωή σχετικά ήσυχη, ενός ανθρώπου που δεν έχει σοβαρά πράγματα να τον απασχολούν. Αδιαφορούσα για την πολιτική, ένα ιταλικό θέατρο που μας είχε αναστατώσει πριν λίγο καιρό είχε φύγει και έτσι δεν μου ’μεναν παρά οι μικρές συγκεντρώσεις σε φιλικά σπίτια, λίγη ιππασία το πρωί και το γυμναστήριο της ξιφασκίας που κάμποσοι νεαροί του κόσμου είχαν στήσει πίσω από τους Αγίους Θεοδώρους…».

Το μυθιστόρημα ξεκινά με την αφήγηση του νεαρού που αναφέρεται στην τελευταία ημέρα της ζωής του αγαπημένου φίλου του, του γόη Μιχαήλ Βερύκιου, ο οποίος λίγο μετά πρόκειται να μονομαχήσει με έναν ανθυπολοχαγό ονόματι Αγαπηνό, αναφερόμενος στην γνωστή εκείνη συνήθεια ξεκαθαρίσματος των όποιων λογαριασμών, και τις οποίες ο αφηγητής ουδέποτε κατά δήλωσή του αγάπησε. Κάποιος μιλώντας γι’ αυτόν, «… είπε πως τον είχε συναντήσει στην Πετρούπολη, ως αξιωματικό του Τσάρου, πως ήταν εγγονός του ηγεμόνα της Βλαχίας Καρατζά από την κόρη του και πως κάποτε διέθετε μια τεράστια περιουσία που την έχασε στα χαρτιά…». Άλλες πληροφορίες ανέφεραν πως στην ουσία ήταν Ρώσος πράκτορας απεσταλμένος από τον τσάρο, στην Ελλάδα για λόγους καθαρά γεωπολιτικούς. Ο ίδιος ο Μιχαήλ Βερύκιος, αντιδρώντας σε σχετικές ερωτήσεις απαντά αόριστα και με τις ανάλογες ασαφείς υπεκφυγές. Το σενάριο εμπλέκει μια μυστηριώδη και γοητευτική γυναίκα, την Ναταλία Κολοζώφ, η οποία διαμένει στην Αθήνα κυκλοφορώντας με μια άμαξα και συνηθίζει να παίζει στο πιάνο την ‘Σονάτα υπό το Σεληνόφως’ του Μπετόβεν. Ο αφηγητής γρήγορα υποψιάζεται πως υφίσταται κάποιου είδους σχέση μεταξύ του Μιχαήλ Βερύκιου και της Ναταλίας Κολοζώφ, χωρίς βέβαια να είναι σε θέση να δει την αλήθεια κατάματα, τουλάχιστον επί του παρόντος. «…Τι υπήρχε…», αναρωτιόταν ο αφηγητής, «ανάμεσα στους δυο αυτούς ανθρώπους που τους βασάνιζε, τους έκανε να υποφέρουν και συγχρόνως τους χώριζε»; Μεγάλο ερώτημα γι’ αυτόν, που τον απασχολούσε ψάχνοντας να βρει αν υπήρχε σχέση ανάμεσα στην απόπειρα δολοφονίας εναντίον του φίλου του και εκείνης της μυστηριώδους γυναίκας, αν και η πρωταρχική εντύπωση της αστυνομίας ήταν κατά πάσα πιθανότητα επρόκειτο περί συνηθισμένης ληστείας.

Στο κείμενο, περιγράφονται από τον Γιάννη Μαρή πολλές τοποθεσίες της παλιάς Αθήνας, όπως το Πεδίο του Άρεως, τα αμπέλια των Πατησίων, η Οδός Πειραιώς, τα ζαχαροπλαστεία της οδού Σταδίου, οι υπέροχες βίλες στην Κηφισιά, καθώς και αρκετές καθημερινές συνήθειες των Αθηναίων της εποχής, οι συναντήσεις των εύπορων, των κοσμικών και ακόμα των λογοτεχνών:«…ο ποιητής Σουρής…είχε ένα ασκητικό πρόσωπο, πνιγμένο σε άγρια γένια κι’ έμοιαζε διαρκώς μουτρωμένος…», αλλά «…δυο τρεις έξυπνες παρατηρήσεις του έκαναν τους άλλους να ζωηρέψουν»! Ακόμα εντυπωσιάζει η περιγραφή του συγγραφέως της Πάπισσας Ιωάννας, του Εμμανουήλ Ροΐδη: «Είχε ακουμπήσει το χέρι του στο τραπέζι κι’ όρθιος, με το ένα πόδι λυγισμένο, μιλούσε με τη χαμηλή φωνή του…οι φράσεις του ήταν μικρές, γεμάτες πρωτότυπες παρατηρήσεις και καυστικό πνεύμα. Στο στόμα του τα πράγματα της καθημερινής ζωής αποκτούσαν μια τελείως διαφορετική εμφάνιση…».

Αν και έθιξε κάποια ιστορικά γεγονότα της Ελλάδας στην αρχή του βιβλίου, αργότερα εστιάστηκε στην υπόθεση του μυθιστορήματός του, πλην ίσως μιας μικρής σημείωσης στο κείμενο που αναφέρεται στους Γερμανούς: «…Τους Τούρκους τους έχουν οργανώσει οι Γερμανοί. Ακόμα και στα συντάγματά τους υπάρχουν Γερμανοί αξιωματικοί…»! Η συγκεκριμένη παράγραφος εντυπωσιάζει, ίσως λόγω του γεγονότος ότι το βιβλίο γράφτηκε λίγα χρόνια μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, ίσως ποιος ξέρει τι άλλο ήθελε να μας αφήσει ως παρακαταθήκη ο μεγάλος Γιάννης Μαρής! Ας προσπεράσουμε όμως τις διάφορες και ενδεχόμενες εθνικές αναφορές και πολιτικούς υπαινιγμούς του με ορισμένα βαθύτερα πιστεύω του αφηγητή, ίσως και του ίδιου όταν στο όλο κείμενο εμφιλοχωρούν φράσεις όπως, «δεν ξεχνά κανείς εύκολα μια γυναίκα που αγαπά και δεν ξαναγαπά έτσι εύκολα μια γυναίκα που ξέχασε», πιθανόν υπαινισσόμενος ότι χάνοντας μια φορά κάτι εξαίσιο και λατρευτό, φοβάσαι αν το αποκτήσεις πάλι μήπως το χάσεις δεύτερη φορά!