Top menu

Ποίηση με εργαλείο το φυσικό περιβάλλον

 

Γράφει ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής

Αγκιστρωμένος στη γη, ανάμεσα στη σίκαλη (σ.11), στις πέρδικες (σ.11), στα θαμνόμουρα (σ.12) και τα βάτα (σ.13) βρίσκεται ο ποιητής, που αρέσκεται να χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη εικόνων και μεταφορών το φυσικό περιβάλλον, ένα μοτίβο που διαπερνάει γενικότερα τις ποιητικές του δημιουργίες. Η προβολή του όμως συνήθως δεν είναι ειδυλλιακή, αλλά με περιγραφική λιτότητα αποτυπώνει άμεσα το πραγματικό, που διαθλάται στα ποιητικά μάτια του, είτε συναισθηματικά φορτισμένο, τηρώντας όμως το μέτρο, είτε τονίζοντας την ύπαρξή του και καλώντας μας να προσέξουμε την αξία του, δίνοντας του ιδιαίτερο χρώμα, κόντρα στην καθημερινή πεζή οπτική. Έτσι τα λογοτεχνήματα από ρεαλιστικές περιγραφές συχνά «λοξοδρομούν» σε υποδόριες αλληγορίες και συνταιριασμούς με ανθρώπινες καταστάσεις, οι οποίες συνεκδοχικά αντιστοιχούν σε συμπεριφορές ζώων ή γενικότερα φυσικές αποτυπώσεις της χλωρίδας και της πανίδας, είτε στη ζωή είτε στο νέκρωμά της.

Το περιεχόμενο όμως δεν είναι οικολογικό, κάτι που συμβαίνει σε άλλους σύγχρονους λογοτέχνες, αλλά ευδαιμονικό και αισθητικό. Ο ποιητής δεν θέλει να διαμαρτυρηθεί αλλά να εκφράσει ενδιάθετα, είτε τον θαυμασμό του είτε τη θλιβερή ενατένησή του.

Στην χρήση της μεταφορική γλώσσας του εντάσσεται και ο ανιμισμός, ο οποίος είναι συχνός.

«αλλά ούτε κι αυτό θα κρατήσει/ τίποτα, ισχυρίζεται η κίσσα» (σ.58).

«το κυπαρίσσι το ξέρει ήδη» (σ.54).

«αλλά μόνο αυτό το απρόβλεπτο ελάφι/ με τα μεγάλα, υπέροχα ελληνικά του» (σ.46).

Η τακτική αυτή μας «σπρώχνει» σε μια δεύτερη ανθρωποκεντρική ανάγνωση, πίσω από την ομορφιά των εικόνων και την κυριολεξία, τα οποία λειτουργούν συχνά ως συναισθηματικό υπόστρωμα στη στήριξη του νοήματος ή συνεισφέρουν ως ευφραντικές περιγραφές. Η ποιητική της συλλογής είναι ο συνδυασμός αυτών των λειτουργιών.

Σε αυτό το κράμα «εισβάλουν» οι «φιλοσοφικές ενέσεις» με «πανθεϊστικά ρινίσματα». Για παράδειγμα, το απόσπασμα του Υβ Μπονφουά από τον Αντι-Πλάτων (σ.45), που μας στρέφει σε άλλα μονοπάτια ανάγνωσης των ποιημάτων, το ότι η ομορφιά της φύσης ξεπερνάει την τελειότητα των πλατωνικών «Ιδεών» (άρα μιλάμε για ένα ακόμα [ιδεαλιστικό] πρότυπο τελειότητας ή τουλάχιστον αντιμετωπίζεται με τέτοιο τρόπο).

«[...] δεντρόβια μυστικά να είναι άραγε/ ή προσευχές ξανά των βουδιστών/ καθώς σηκώνεται το χορταριασμένο μονοπάτι/ με τη δύναμη των θαυμάτων» (σ.29).

«[...] ενώ ο μέγας κυματισμός της βλάστησης/ να παραμείνει κυρίαρχος/ η μόνη βεβαιότητα ασίγαστη/ συνεπής, όσο ο θεός Παν» (σ.30).

«η μνήμη σημαίνει υπεροχή του φωτός» (σ.27, στις σημειώσεις του μας πληροφορεί ότι είναι δάνειο από τον Παρμενίδη, σ.87).

Ο θάνατος θνητός, ως διακοπή της μνήμης («να χωρίσει το σώμα από τη μνήμη του», σ.26), ασπροχιονιά στους κάμπους, στα άγρια μανουσάκια (σ.25), επιστρέφει ως λεβεντιά του ένδοξου παρελθόντος του 1821 («γιατί Οδυσσέα με λένε κι εμένα», σ.25, και «να μας περιμένει [ο θάνατος]/ και σε απόσταση αναπνοής», σ.24). Παρατηρούμε ότι η νέκρωση για τον Βέη είναι απώλεια μνήμης και έχει κοσμικά χαρακτηριστικά. Αλλά «η μνήμη σημαίνει υπεροχή φωτός» (σ.27), ξέρει «από επιθυμία και απόλαυση» (σ.27) και ας καταλήγει στον περίκλειστο κόσμο μιας σαρκοφάγου (σ.28), καθώς δεν μπορεί να αποφύγει τη φθορά («αρρώστια»), ενώ η «Έναστρη χλόη» (σ.29) «Αιωρείται [...]κοντά μας, σαν αλήθεια» (σ.29). Η φύση και ο θάνατος εμπλέκονται διαρκώς, καθώς ο δεύτερος αντιμετωπίζεται ως μέρος της και μοιάζει συμφιλιωμένος μαζί της, και οι «παραιτήσεις» και οι «πτυχές» θα «σβήσουν» στον «μέγα κυματισμό της βλάστησης» του θεού Παν (σ.30). Το εν λόγω ποίημα είναι ένα γοητευτικό τρομώδες όνειρο, με ειδυλλιακά στοιχεία, με τις «πυγολαμπίδες» της ζωής να διακόπτουν παντού τη νεκρική συνέχεια.

(ακολουθεί υποκειμενική ανάγνωσή του ποιήματος «χωρίς δόξα», σ.31)

Αλλά η ζωή μπορεί να είναι μια φυλακή, αν μας βρίσκει δεμένους «στα κάγκελα του κρεβατιού» σαν μίμους του θανάτου, αποκλεισμένους «στο όνειρο του τίποτα», αυτό φαίνεται από τους «αστραγάλους», που στηρίζεται η μέρα. Ο φθόνος αποτελεί μεταφορικά τον «ρόχθο» του αλληγορικού θανάτου. Μόλις διαβούμε την πόρτα της οργής [για αυτά που μας συμβαίνουν] και φτάσουμε στην ερημιά, ένα κοτσύφι (σύμβολο αγνότητας και αθωότητας;) μας περιμένει, πληγωμένο στον ύπνο μας, και μας γνέφει, γιατί υπάρχει ακόμα ένα παράθυρο (ελπίδα;) ανοιγμένο. Μα για εμάς υπάρχει μόνο το δηλητήριο του [υποτιθέμενου] εχθρού. Τελικά, θυσιαστήκαμε μια Παρασκευή (αλληγορικά Μεγάλη;) (στη δόξα;) και καταλήξαμε λάφυρα στο δαίμονα το Σάββατο χωρίς ανάσταση. Αυτό νομίζω ότι είναι ένα καλό δείγμα γραφής του Βέη. 

Ένας μεγάλος αριθμός ποιημάτων ανοίγουν στον «πολίτη του κόσμου», τον κοσμογυρισμένο πρέσβη, με διάσπαρτες εικόνες και σε κάποια σημεία άξαφνα νοήματα.

«[...] όλων εκείνων που πέρασαν από δω/ νομίζοντας πως ήταν κι εκείνοι/ θεοί» (Χίτλερ;) («Βερολίνο, οι φλαμουριές», σ.60).

«[...] Ισλάμ και Σίβα, ΜπάγκαβατΓκίτα [...] η δωρεά των άστρων τιμή για τους σοφούς/ οι βροχές καταπίστευμα, το ρύζι γαλαξίας» («Μπατάβια», σ.65).

Δηλαδή, η γενικότερη τεχνική της συλλογής προσαρμόζεται στην αντίστοιχη θεματική ενότητα.

Γενικότερα, η ποίηση του είναι θραύσματα μνήμης και εικόνων, κυρίως της φύσης, και τα νοήματα που τους δίνει, όπου κρίνει ή αισθάνεται:

«η πίστη π.χ. στο χώμα
η πίστη στο παρελθόν
οι σβόλοι της μνήμης παντού»

(«Εξάρτηση», σ.12)

Ας κάνουμε και μια δική μας ανάγνωση αποσπασμάτων:

Ο «Επαναπατρισμός» είναι «η θερισμένη στην ώρα της σίκαλη» (σ.11), ενώ η «εξάρτηση» η «ανοχή των βάλτων στην ξηρασία» (σ.12). «Μετά την εκδρομή» «κοντεύουν να το φράξουν θαμνόμουρα/ μονοπάτι πολύτιμο» (σ.13), όμως «Είναι η ίδια αιωνιότητα/ έξω από μας»(σ.14). Επίσης, οι στόχοι είναι «σουσάμι σοφό» (σ.15) και «αυστηρός ο δεκαπεντασύλλαβος των φύλλων» (σ.16), μα «αρκεί ένα και μόνο του θέρους μας νεύμα/ για να μην χάσουμε το δρόμο» (σ.17), όμως «ο ποιμένας του Άδολου/ είναι στ’ αλήθεια τ’ αηδονάκι» (σ.19), αφού «το νερό θα τα παρασύρει όλα στο τέλος» (σ.22). Αλλά «Με τον ασπροχιονιά θα έρθω πάλι/ να δω τον κάμπο» (σ.25), αφού «η μνήμη σημαίνει υπεροχή του φωτός» (σ.27, δάνειο από τον Παρμενίδη). Σε αυτή τη σελίδα διακόπτω την ανάγνωση μου, ελπίζοντας ότι έδωσα τη γενικότερη ποιητική αύρα της συλλογής.