Top menu

"Οι περιπέτειες της μαϊμούς" του Μιχαήλ Ζόσενκο σε μετάφραση της Ελένης Κατσιώλη

 

Μετάφραση από τα ρώσικα: Ελένη Κατσιώλη

 

Ήταν σε μια πόλη του νότου ένας ζωολογικός κήπος. Ένας μικρός ζωολογικός κήπος που είχε μέσα του μια τίγρη, δύο κροκόδειλους, τρία φίδια, μια ζέβρα, μια στρουθοκάμηλο και μια μαϊμού ή πιο απλά, έναν κερκοπίθηκο.

Φυσικά, υπήρχαν και διάφορα όχι τόσο αξιόλογα, όπως πουλιά, ψάρια, βατράχια και άλλα ασήμαντα πλάσματα από τον κόσμο των ζώων.

Στην αρχή του πολέμου, όταν βομβάρδιζαν οι φασίστες αυτήν την πόλη, έπεσε μια βόμβα ακριβώς πάνω στον ζωολογικό κήπο. Και έσκασε εκκωφαντικά κάνοντας ένα τεράστιο κρατήρα. Όλα τα ζώα ξαφνιάστηκαν.

Από τη βόμβα σκοτώθηκαν αμέσως και τα τρία φίδια, κάτι που, ίσως, δεν είναι και τόσο δύσκολο. Δυστυχώς, σκοτώθηκε και η στρουθοκάμηλος.

Τα άλλα ζώα δεν τραυματίστηκαν. Και, όπως λένε, βγήκαν σώα.

Από τα ζώα φοβήθηκε περισσότερο η μαϊμού, ο κερκοπίθηκος. Το κλουβί της γκρεμίστηκε από ένα ωστικό κύμα και έπεσε από εκεί που ήταν κρεμασμένο. Το πλαϊνό τοίχωμα έσπασε και η μαϊμού μας έπεσε από το κλουβί ακριβώς στο δρομάκι του κήπου.

Έπεσε στο δρομάκι, αλλά δεν έμεινε ακίνητη, σαν τους ανθρώπους που είναι συνηθισμένοι στις πολεμικές επιχειρήσεις. Αντίθετα, σκαρφάλωσε αμέσως σε ένα δέντρο. Από εκεί πήδηξε στον φράχτη. Από το φράχτη πήδηξε στον δρόμο και σαν τρελή το έσκασε.

Τρέχει και πιθανότατα να σκέφτεται: «Α, όχι, ας μην πετάξουν βόμβες εδώ». Και αυτό σημαίνει ότι έχει δυνάμεις για να τρέξει στους δρόμους της πόλης. Και τρέχει πάρα πολύ γρήγορα - λες και την αρπάζουν σκυλιά από τις πατούσες.

Έτρεξε σε όλη την πόλη. Έτρεξε στον αυτοκινητόδρομο και από εκεί μακριά από την πόλη. Ε, αφού είναι μαϊμού. Δεν είναι άνθρωπος. Δεν καταλαβαίνει το πώς και το γιατί. Δεν βλέπει κανένα λόγο να μείνει σε αυτή την πόλη.

Έτρεξε, έτρεξε πολύ και κουράστηκε. Κουράστηκε υπερβολικά. Σκαρφάλωσε σε ένα δέντρο. Έφαγε μια μύγα για να πάρει δυνάμεις, έφαγε και κάνα δυο σκουλήκια και αποκοιμήθηκε στο κλαδί, όπου καθόταν.

Στο μεταξύ, ένα στρατιωτικό όχημα κινούνταν κατά μήκος του δρόμου. Ο οδηγός είδε τη μαϊμού στο δέντρο και έμεινε έκπληκτος. Την πλησίασε σιγά σιγά, τη σκέπασε με τη χλαίνη του, την έβαλε στο αμάξι και σκέφτηκε: «Καλύτερα να τη δώσω σε κάποιους φίλους μου, παρά να πεθάνει εδώ από την πείνα, το κρύο και άλλες κακουχίες». Και αυτό σημαίνει ότι έφυγε με τη μαϊμού.

Έφτασε στην πόλη ο Μπορίσοφ. Έφυγε για την υπηρεσία του και αφήνοντας τη μαϊμού στο αυτοκίνητο της είπε:

«Περίμενέ με εδώ, γλυκιά μου. Επιστρέφω αμέσως».

Αλλά η μαϊμού μας δεν τον περίμενε. Γλίστρησε από το σπασμένο τζάμι του αυτοκινήτου και βγήκε για βόλτα στους δρόμους.

Και νάτη που σαν γλυκούλα βολτάρει στον δρόμο, προχωράει με σηκωμένη την ουρά. Ο κόσμος φυσικά εκπλήσσεται, θέλει να την πιάσει.

Αλλά δεν είναι εύκολο να την πιάσεις. Είναι ζωηρή, ευκίνητη, τρέχει γρήγορα στα τέσσερα πόδια της. Έτσι δεν την έπιασαν, αλλά μόνο τη ταλαιπωρούσαν μάταια τρέχοντας γύρω της.

Κουράστηκε, εξαντλήθηκε και, φυσικά, ήθελε κάτι να τσιμπήσει.

Πού θα μπορούσε να φάει κάτι στην πόλη; Δεν υπάρχει τίποτα φαγώσιμο στους δρόμους. Δεν μπορεί να μπει με μια τέτοια ουρά σε δημόσια ή συνεταιριστική σάλα φαγητού. Άλλωστε δεν έχει λεφτά. Δεν έχει έκπτωση. Δεν έχει δελτία τροφίμων. Εφιάλτης.

Ωστόσο, πήγε σε έναν συνεταιρισμό. Ένιωσε ότι κάτι υπήρχε εκεί. Και ναι εκεί έδιναν στον κόσμο λαχανικά -καρότα, γουλιά και αγγούρια.

Έτρεξε σε αυτό το μαγαζί. Κοιτάζει, βλέπει μια μεγάλη ουρά. Μα όχι, δεν στάθηκε στην ουρά. Ούτε έσπρωξε τους ανθρώπους για να φτάσει στον πάγκο. Έτρεξε ακριβώς πάνω στα κεφάλια των αγοραστών προς την πωλήτρια. Πήδηξε στον πάγκο. Δεν ρώτησε πόσο κοστίζει ένα κιλό καρότα, απλά άρπαξε ένα ολόκληρο δεμάτι. Και, όπως λένε, εξαφανίστηκε. Το έσκασε από το κατάστημα ευχαριστημένη με την αγορά της.

Και λοιπόν, ήταν μια μαϊμού. Δεν καταλαβαίνει το πώς και το γιατί. Δεν βλέπει κανένα νόημα να μένει χωρίς τρόφιμα.

Φυσικά, έγινε θόρυβος στο μαγαζί, φασαρία, αναταραχή. Το κοινό ούρλιαζε. Η πωλήτρια που ζύγιζε τα γουλιά κόντεψε να λιποθυμήσει από το απροσδόκητο γεγονός. Και πράγματι, μπορεί να τρομάξεις αν ξαφνικά κοντά σου, αντί για τον συνηθισμένο, κανονικό αγοραστή, πηδήσει κάτι τόσο μαλλιαρό με ουρά. Και συν τοις άλλοις, δεν πληρώνει. Το κοινό όρμησε στον δρόμο πίσω από τη μαϊμού. Αλλά εκείνη τρέχει και καθώς πηγαίνει μασουλάει καρότα. Δεν καταλαβαίνει το πώς και το γιατί.

Και να που μπροστά από όλους τρέχουν τα αγόρια. Τα ακολουθούν οι ενήλικες. Και πίσω τους τρέχει ένας αστυνομικός που σφυρίζει με τη σφυρίχτρα.

Ξαφνικά, από το πουθενά, πήδηξε ένα σκυλί. Και αυτό κυνηγάει τη μαϊμού μας και είναι, ταυτόχρονα, τόσο ξεδιάντροπο. Όχι μόνο γαβγίζει και αλυχτάει, αλλά αγωνίζεται να αρπάξει τη μαϊμού με τα δόντια.

Η μαϊμού μας έτρεχε πιο γρήγορα. Τρέχει και, μάλλον, σκέφτεται: «Αχ, τζάμπα έφυγα από τον ζωολογικό κήπο. Στο κλουβί αναπνέεις ευκολότερα. Θα επιστρέψω οπωσδήποτε στον ζωολογικό κήπο όσο το δυνατό πιο γρήγορα».

Και τώρα τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί, αλλά ούτε ο σκύλος δεν υστερεί σε ταχύτητα, κοντεύει να την αρπάξει.

Και τότε η μαϊμού μας πήδηξε σε κάποιο φράχτη. Και όταν ο σκύλος πήδηξε για να την πιάσει έστω από το πόδι, εκείνη τον χτύπησε με όλη της τη δύναμη στη μύτη με το καρότο της. Και πόνεσε ο σκύλος τόσο πολύ που ούρλιαξε και έτρεξε στο σπίτι με σπασμένη μύτη. Πιθανώς, να σκέφτηκε: «Όχι, πολίτες, προτιμώ να ξαπλώσω ήρεμα στο σπίτι παρά να πιάσω για σας τη μαϊμού και να υποστώ τόσο δυσάρεστες καταστάσεις».

Εν ολίγοις, ο σκύλος έφυγε τρέχοντας και η μαϊμού μας πήδηξε στην αυλή.

Αλλά στην αυλή εκείνη την ώρα έκοβε ξύλα ένα αγόρι, ένας έφηβος, κάποιος Αλιόσα Ποπόφ.

Νάτος που κόβει ξύλα και ξαφνικά βλέπει τη μαϊμού. Και αυτός αγαπούσε πολύ τις μαϊμούδες. Σε όλη μου τη ζωή ονειρευόταν μια δική του μαϊμού. Και να, παρακαλώ, που φάνηκε.

Ο Αλιόσα έβγαλε το σακάκι του και σκέπασε με αυτό τη μαϊμού, που είχε στριμωχτεί σε μια γωνιά της σκάλας.

Το αγόρι την πήγε σπίτι. Την τάισε, της έδωσε τσάι. Και η μαϊμού ήταν πολύ ευχαριστημένη. Αλλά όχι εντελώς. Επειδή η γιαγιά του Αλιόσα την αντιπάθησε στη στιγμή. Της φώναζε και ήθελε να τη χτυπήσει στα πόδια. Και αυτό, επειδή όταν έπινε τσάι της η γιαγιά και έβαλε το δαγκωμένο σοκολατάκι στο πιατάκι της, η μαϊμού το άρπαξε και το έχωσε στο στόμα. Και λοιπόν, είναι μαϊμού. Δεν είναι άνθρωπος. Εκείνος, αν πάρει κάτι, δεν θα το κάνει μπροστά στα μάτια της γιαγιάς. Αυτή όμως το έκανε ακριβώς μπροστά στη γιαγιά. Και φυσικά, την έκανε σχεδόν να κλάψει.

Η γιαγιά είπε:

«Γενικά, είναι εξαιρετικά δυσάρεστο, να ζει στο διαμέρισμα ένας μακάκος με ουρά. Θα με τρομάζει μη έχοντας ανθρώπινη εμφάνιση. Θα πηδάει επάνω μου στο σκοτάδι. Θα τρώει τα σοκολατάκια μου. Όχι, αρνούμαι κατηγορηματικά να ζήσω στο ίδιο διαμέρισμα με τη μαϊμού.

Ένας από τους δυο μας πρέπει να βρίσκεται στον ζωολογικό κήπο. Θα πρέπει, στ’ αλήθεια, να πάω εγώ στον ζωολογικό κήπο; Όχι, καλύτερα να πάει αυτή. Κι εγώ θα συνεχίσω να ζω στο διαμέρισμά μου».

Ο Αλιόσα είπε στη γιαγιά του:

«Όχι, γιαγιά, δεν πρέπει να πας στο ζωολογικό κήπο. Εγώ ο ίδιος σου εγγυώμαι ότι η μαϊμού δεν θα σου φάει τίποτα άλλο. Θα τη μεγαλώσω σαν άνθρωπο. Θα τη μάθω να τρώει με το κουτάλι. Και να πίνει τσάι από το ποτήρι. Όσο για τα πηδήματα, δεν μπορώ να της απαγορεύσω να σκαρφαλώνει στο φωτιστικό που κρέμεται από το ταβάνι. Από εκεί, φυσικά, θα μπορεί να πηδήξει στο κεφάλι σας. Αλλά το πιο σημαντικό είναι να μην φοβηθείτε αν συμβεί αυτό. Επειδή είναι απλώς μια ακίνδυνη μαϊμού, που έχει συνηθίσει να πηδάει και να καλπάζει στην Αφρική».

Την επόμενη ημέρα ο Αλιόσα πήγε στο σχολείο ζητώντας από τη γιαγιά του να προσέχει τη μαϊμού. Όμως η γιαγιά δεν την πρόσεχε και σκέφτηκε: «Μπα, που θα προσέχω το κάθε τέρας!» Και με αυτές τις σκέψεις η γιαγιά σκόπιμα αποκοιμήθηκε στην πολυθρόνα.

Η μαϊμού μας τότε σκαρφάλωσε και πήδηξε από τον ανοιχτό φεγγίτη στον δρόμο, πηγαίνοντας από την ηλιόλουστη πλευρά. Δεν είναι γνωστό αν ήθελε να κάνει μια βόλτα ή, ίσως, αποφάσισε να βρει και πάλι το κατάστημα για να αγοράσει κάτι. Όχι με χρήματα, αλλά έτσι.

Εκείνη την ώρα πήγαινε στο δρόμο ένας γέρος. Ο ανάπηρος Γκαβρίλιτς. Πήγαινε για τη σάουνα. Στα χέρια του κρατούσε ένα μικρό καλάθι με σαπούνι και εσώρουχα.

Είδε τη μαϊμού και στην αρχή δεν πίστευε ούτε στα ίδια του τα μάτια. Σκέφτηκε ότι θα του φάνηκε, επειδή νωρίτερα είχε πιει μια κούπα μπύρα.

Κοίταζε με έκπληξη τη μαϊμού. Τον κοίταζε και εκείνη και ίσως να σκεφτόταν: «Μα τι ζώο είναι αυτό με το καλάθι στο χέρι;»

Εντέλει, ο Γκαβρίλιτς κατάλαβε ότι ήταν αληθινή μαϊμού και όχι φανταστική. Και τότε σκέφτηκε: «Άντε να την πιάσω. Θα την πάρω αύριο στην αγορά και θα την πουλήσω εκατό ρούβλια. Και με αυτά τα λεφτά θα πιω δέκα κούπες μπύρα σερί». Και με αυτές τις σκέψεις ο Γκαβρίλιτς πήγε να πιάσει τη μαϊμού, φωνάζοντας:

«Ψι -ψι -ψι... έλα εδώ».

Όχι, ήξερε ότι δεν ήταν γάτα, αλλά δεν γνώριζε σε τι γλώσσα να της μιλήσει. Μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι ήταν ένα ανώτερο ον από τον κόσμο των ζώων και έβγαλε ένα κομμάτι ζάχαρη από την τσέπη του, το έδειξε στη μαϊμού και της είπε, υποκλινόμενος:

«Κούκλα μου μαϊμού, θα ήθελες να φας ένα κομμάτι ζάχαρη;»

Εκείνη του λέει: «Παρακαλώ, το επιθυμώ»... Δηλαδή, στην πραγματικότητα, δεν είπε τίποτα, γιατί δεν ξέρει να μιλάει. Αλλά πλησίασε, άρπαξε το κομμάτι της ζάχαρης και άρχισε να το τρώει.

Ο Γκαβρίλιτς την πήρε αγκαλιά και την έβαλε στο καλάθι του και εκεί ήταν ζεστά και άνετα. Η μαϊμού μας δεν πήδηξε από εκεί. Ίσως να σκεφτόταν: «Ας με κουβαλήσει αυτό γέρικο κούτσουρο στο καλάθι του. Είναι πολύ ενδιαφέρον».

Στην αρχή ο Γκαβρίλιτς σκέφτηκε να την πάει σπίτι. Αλλά δεν ήθελε να επιστρέψει. Πηγαίνοντας, λοιπόν, με τη μαϊμού στη σάουνα υπολόγιζε: «Είναι ακόμα καλύτερα να πάω μαζί της στη σάουνα. Θα την πλύνω. Θα είναι καθαρή και ωραία. Θα της δέσω ένα φιόγκο στο λαιμό. Και θα μου δώσουν περισσότερα στην αγορά».

Έτσι πήγε στη σάουνα με τη μαϊμού του. Και άρχισε να κάνει μπάνιο μαζί της.

Στη σάουνα είχε πολύ ζέστη, είχε κάψα - όπως στην Αφρική. Και η μαϊμού μας ήταν πολύ ευχαριστημένη με μια τόσο ζεστή ατμόσφαιρα.

Αλλά όχι εντελώς. Επειδή ο Γκαβρίλιτς την έπλενε με σαπούνι και το σαπούνι μπήκε στο στόμα της. Φυσικά, δεν ήταν νόστιμο, αλλά όχι τόσο για να ουρλιάξει, να ξύνεται και να αρνιέται να πλυθεί – γενικά όμως, η μαϊμού μας άρχισε να φτύνει, και τότε το σαπούνι μπήκε στα μάτια της. Και ύστερα από αυτό η μαϊμού τρελάθηκε τελείως: δάγκωσε τον Γκαβρίλιτς στο δάχτυλο, ξέφυγε από τα χέρια του και, σαν τρελή, πήδηξε έξω από τη σάουνα.

Μπήκε πηδώντας στο δωμάτιο που γδύνονταν οι άνθρωποι. Και εκεί τους κατατρόμαξε όλους. Κανείς δεν ήξερε ότι ήταν μαϊμού. Είδαν κάτι πολύ στρογγυλό, λευκό, με αφρό που πηδούσε. Όρμησε πρώτα στον καναπέ. Μετά στη σόμπα. Από τη σόμπα στο ντουλάπι. Από το ντουλάπι στο κεφάλι κάποιου και ξανά πίσω στη σόμπα.

Μερικοί νευρικοί επισκέπτες ούρλιαξαν και άρχισαν να τρέχουν έξω από τη σάουνα. Το ίδιο έκανε και η μαϊμού μας και κατέβηκε τις σκάλες.

Εκεί κάτω υπήρχε ένα ταμείο με θυρίδες. Η μαϊμού πήδηξε σε μια θυρίδα, νομίζοντας ότι εκεί θα ήταν πιο ήρεμα και, το πιο σημαντικό, ότι δεν θα υπάρχει τόση φασαρία και στριμωξίδι. Όμως, στο ταμείο καθόταν μια χοντρή υπάλληλος, η οποία λαχτάρησε και έφυγε από το ταμείο με τσιρίδες και ουρλιαχτά:

«Φρουρέ! Σαν να έπεσε βόμβα στο ταμείο μου. Δώσε μου λίγη βαλεριάνα».

Η μαϊμού μας βαρέθηκε με όλες αυτές τις φωνές. Πήδηξε από το ταμείο και έτρεξε στον δρόμο.

Και τώρα τρέχει στον δρόμο, λούτσα, μέσα σε αφρούς από σαπούνι. Και ο κόσμος τρέχει πίσω της. Μπροστά από όλους τρέχουν τα αγόρια.

Πίσω τους τρέχουν οι ενήλικες. Και πίσω από τους ενήλικες τρέχει ένας αστυνομικός. Πίσω από τον αστυνομικό, ο γερό-Γκαβρίλιτς, μισοντυμένος, με τις μπότες στα χέρια.

Και πάλι, από το πουθενά, πήδηξε ένας σκύλος, ο ίδιος που την κυνηγούσε χθες.

Βλέποντάς τον, η μαϊμού μας σκέφτηκε: «Λοιπόν, τώρα, πολίτες, θα εξαφανιστώ ολοκληρωτικά». Αλλά ο σκύλος δεν την κυνήγησε αυτή τη φορά. Ο σκύλος απλώς παρατηρούσε τη μαϊμού, νιώθοντας έναν δυνατό πόνο στη μύτη, και δεν την κυνήγησε, ούτε καν γύρισε να την κοιτάξει. Μάλλον θα σκέφτηκε: «Δεν θα σου φτάνουν οι μύτες, σαν τρέχεις πίσω από μαϊμούδες». Και παρόλο που γύρισε πίσω, γάβγισε θυμωμένα -σαν να έλεγε, τρέχα, αλλά να ξέρεις ότι εγώ είμαι εδώ.

Εν τω μεταξύ, το αγόρι μας, ο Αλιόσα Ποπόφ, επιστρέφοντας από το σχολείο, δεν βρήκε την αγαπημένη του μαϊμού στο σπίτι.

Στεναχωρήθηκε πάρα πολύ. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Σκέφτηκε ότι δεν θα ξαναέβλεπε ποτέ τη σπουδαία, αξιολάτρευτη μαϊμού του.

Και από βαρεμάρα και θλίψη βγήκε στο δρόμο και περπατούσε μελαγχολικός. Ξαφνικά βλέπει κόσμο να τρέχει. Όχι, στην αρχή δεν σκέφτηκε ότι έτρεχαν πίσω από τη μαϊμού του. Νόμιζε ότι έτρεχαν εξαιτίας του αεροπορικού βομβαρδισμού. Και τότε είδε τη μαϊμού του, μούσκεμα, γεμάτη σαπουνάδα. Έτρεξε κοντά της. Την άρπαξε στην αγκαλιά του και την έσφιξε πάνω του για να μη του την πάρει κανείς.

Τότε οι άνθρωποι που έτρεχαν σταμάτησαν και περικύκλωσαν το αγόρι.

Και ο δικός μας γερο-Γκαβρίλιτς βγήκε από το πλήθος και δείχνοντας σε όλους το δαγκωμένο του δάχτυλο είπε:

«Πολίτες, μην επιτρέψετε σε αυτόν τον νεαρό να πάρει τη μαϊμού μου, που θέλω να πουλήσω αύριο στην αγορά. Είναι η δικιά μαϊμού που μου δάγκωσε το δάχτυλο. Κοιτάξτε το πρησμένο μου δάχτυλο. Αυτό είναι απόδειξη ότι λέω αλήθεια.

Το αγόρι, ο Αλιόσα Ποπόφ είπε:

«Όχι, αυτή η μαϊμού δεν είναι δική του, είναι δική μου. Δείτε με τι λαχτάρα ήρθε στην αγκαλιά μου. Και αυτό είναι επίσης απόδειξη ότι λέω την αλήθεια».

Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε μέσα από το πλήθος ένας άνδρας -εκείνος ο οδηγός που είχε πάρει τη μαϊμού στο αυτοκίνητό του λέγοντας:

«Όχι, δεν είναι δική σου η μαϊμού. Είναι δική μου η μαϊμού γιατί εγώ την έφερα. Αλλά φεύγω πάλι για τη στρατιωτική μονάδα και, επομένως, θα δώσω τη μαϊμού σε αυτόν που την κρατά με τόσο αγάπη στα χέρια του, και όχι σε εκείνον που θέλει να την πουλήσει στην αγορά χάρη του πιοτού. Η μαϊμού ανήκει στο αγόρι».

Και τότε όλο το κοινό χτύπησε παλαμάκια. Ο Αλιόσα Ποπόφ, λάμποντας από ευτυχία, αγκάλιασε τη μαϊμού ακόμα πιο σφιχτά. Και τη μετέφερε επίσημα στο σπίτι της.

Ο Γκαβρίλιτς, με το δαγκωμένο δάχτυλο, επέστρεψε στη σάουνα για να πλυθεί.

Από τότε, η μαϊμού άρχισε να ζει με το αγόρι, τον Αλιόσα Ποπόφ. Και τώρα μένει μαζί του. Πρόσφατα πήγε στην πόλη ο Μπορίσοφ. Και πήγε επί τούτου στον Αλιόσα - για να δει πώς ζει μαζί του. Α, ζει ωραία. Δεν το σκάει για πουθενά. Έγινε πολύ υπάκουη. Σκουπίζει τη μύτη της με το μαντήλι. Και δεν παίρνει τα σοκολατάκια των άλλων. Έτσι, η γιαγιά τώρα είναι πολύ ευχαριστημένη, δεν θυμώνει μαζί της και δεν θέλει πια να πάει στον ζωολογικό κήπο.

Όταν μπήκα στο δωμάτιο του Αλιόσα, η μαϊμού καθόταν στο τραπέζι. Ήταν τόσο σοβαρή, σαν ταμίας του σινεμά. Έτρωγε με το κουταλάκι του γλυκού τον λαπά της.

Ο Αλιόσα μου είπε:

«Την ανάθρεψα σαν άνθρωπο και τώρα όλα τα παιδιά, ακόμη και κάποιοι ενήλικες μπορούν να πάρουν παράδειγμα από αυτήν.

 


 

Ο Μιχαήλ Μιχάιλοβιτς Ζόσενκο είναι Ρώσος συγγραφέας πρόζας, θεάτρου και μεταφραστής. Γεννήθηκε το 1894 και πέθανε το 1958.

Για το χιουμοριστικό διήγημά του «Οι περιπέτειες της μαϊμούς» υπέστη μια μακροσκελέστατη απαξιωτική κριτική στην εφημερίδα «Πράβντα» με τίτλο: Έκθεση του συντρόφου Α. Α. Ζντάνοφ για τα περιοδικά «Ζβιζντά» και «Λένινγκραντ».

(Από τις δύο στενογραφημένες εκθέσεις του συντρόφου Ζντάνοφ: κομματικό ακτίφ των συγγραφέων του Λένινγκραντ, «Πράβντα» Νο. 225 [10307], 21 Σεπτεμβρίου 1946).

Μετά από τη δημοσίευση της έκθεσης του Ζντάνοφ, ο Ζόσενκο εκδιώχθηκε από την «Ένωση Συγγραφέων», στερούμενος ακόμα και τα κουπόνια σίτισης. Από τότε το όνομά του δεν ξανακούστηκε. Έζησε δύσκολα χρόνια, μεταφράζοντας με ξένο όνομα. Σχεδόν όλοι οι γνωστοί του συγγραφείς διέκοψαν τις σχέσεις μαζί του.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα της επιστολής:

Σύντροφοι! Είναι σαφές από την απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής, ότι το πιο κραυγαλέο λάθος του περιοδικού «Ζβιζντά» είναι η διάθεση των σελίδων του στη λογοτεχνική «δημιουργία» του Ζόσενκο και της Αχμάτοβα. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να παραθέσω εδώ το «έργο» του Ζόσενκο «Οι περιπέτειες της μαϊμούς». Προφανώς, όλοι σας το διαβάσατε και το ξέρετε καλύτερα από εμένα. Με αυτό το «έργο» ο Ζόσενκο απεικονίζει τους σοβιετικούς ανθρώπους σαν τεμπέληδες και τέρατα, σαν ανθρώπους ηλίθιους και πρωτόγονους. Ο Ζόσενκο δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την εργασία του σοβιετικού λαού, τις προσπάθειες και τον ηρωισμό του, τις υψηλές κοινωνικές και ηθικές του ιδιότητες. Αυτό το θέμα απουσιάζει πάντα από το «έργο» του. Ο Ζόσενκο, σαν μικροαστός και χυδαίος, διάλεξε ως μόνιμο θέμα του να ανασκάπτει τις πιο ασήμαντες και μηδαμινές πτυχές της ζωής. Αυτή η αναζήτηση για τα μικρά πράγματα της ζωής δεν είναι τυχαία. Είναι χαρακτηριστικό όλων των χυδαίων μικροαστών συγγραφέων, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο Ζόσενκο…

«Οι περιπέτειες της μαϊμούς» δεν είναι για τον Ζόσενκο κάτι που ξεπερνά τα συνηθισμένα όρια στα γραπτά του. Αυτό το «έργο» βρέθηκε στην προσοχή της κριτικής, ακριβώς ως η πλέον ζωντανή έκφραση κάθε τι αρνητικού που υπάρχει στη λογοτεχνική «δημιουργικότητα» του Ζόσενκο. Είναι γνωστό ότι από τότε που επέστρεψε στο Λένινγκραντ, μετά την εκκένωση, ο Ζόσενκο έγραψε μια σειρά πραγμάτων, τα οποία χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι δεν μπορεί να βρει ούτε μια θετική κατάσταση ούτε έναν θετικό τύπο σοβιετικού ανθρώπου. Όπως και στις «Περιπέτειες της μαϊμούς», ο Ζόσενκο συνηθίζει να κοροϊδεύει τον σοβιετικό τρόπο ζωής, τη σοβιετική τάξη, τους σοβιετικούς ανθρώπους, καλύπτοντας αυτή την κοροϊδία με τη μάσκα μιας κενής ψυχαγωγίας και ενός άχρηστου χιούμορ.

Αν ρίξετε μια πιο προσεκτική ματιά και σκεφτείτε το διήγημα «Οι περιπέτειες της μαϊμούς», θα δείτε ότι ο Ζόσενκο δίνει στη μαϊμού τον ρόλο του ανώτατου κριτή της κοινωνικής μας τάξης και επιβάλλει στον σοβιετικό λαό να διαβάζει κάτι σαν ηθική. Η μαϊμού παρουσιάζεται ως ένα είδος ορθολογικής αρχής, η οποία δίνεται για να αξιολογήσει τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Η εικόνα της ζωής των σοβιετικών, εσκεμμένα τερατώδης, παρωδούμενη και χυδαία, ήταν απαραίτητη στον Ζοσένκο για να βάλει στο στόμα της μαϊμούς ένα άσχημο, δηλητηριασμένο αντισοβιετικό ρητό, ότι είναι καλύτερα να ζεις σε ζωολογικό κήπο παρά στην άγρια φύση και ότι είναι πιο εύκολο να αναπνέεις στο κλουβί παρά ανάμεσα σε σοβιετικούς ανθρώπους.

Είναι δυνατόν να φτάσουμε σε χαμηλότερο βαθμό ηθικής και πολιτικής παρακμής, και πώς μπορούν οι κάτοικοι του Λένινγκραντ να ανέχονται στις σελίδες των περιοδικών τους τέτοια βρώμικη συμπεριφορά και αισχρότητα;

Αν «έργα» αυτού του είδους παρουσιάζονται στους σοβιετικούς αναγνώστες του περιοδικού «Ζβιζντά», τότε πόσο αδύναμη πρέπει να είναι η επαγρύπνηση των κατοίκων του Λένινγκραντ που διευθύνουν το περιοδικό «Ζβιζντά» για να δημοσιεύσουν σε αυτό έργα φαρμακωμένα από το δηλητήριο της ζωολογικής εχθρότητας προς το σοβιετικό σύστημα. Μόνο τα αποβράσματα της λογοτεχνίας μπορούν να δημιουργήσουν τέτοια «έργα» και μόνο τυφλοί και απολίτικοι μπορούν να τους δώσουν μια ευκαιρία.

Ο Ζοσένκο, με την αποκρουστική ηθική του, κατάφερε να εισχωρήσει στις σελίδες ενός μεγάλου περιοδικού του Λένινγκραντ και να εγκατασταθεί εκεί με όλες τις ανέσεις. Αλλά το περιοδικό «Ζβιζντά», είναι όργανο που πρέπει να εκπαιδεύει τη νεολαία μας. Μπορεί όμως ένα περιοδικό να αντεπεξέλθει σε αυτό το έργο, το οποίο έδωσε καταφύγιο σε έναν τόσο χυδαίο και αντισοβιετικό συγγραφέα όπως ο Ζόσενκο; Μήπως είναι άγνωστη η φυσιογνωμία του Ζόσενκο στους συντάκτες του «Ζβιζντά»;