Top menu

Μιλάμε με την Άντζελα Μπράτσου για τα "Πορφυρογέννητα ρεμάλια" του Καρατζιάλε

 

 

 

Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν το εμβληματικό μυθιστόρημα του μεγάλου Ρουμάνου συγγραφέα Ματέιου Καρατζιάλε Πορφυρογέννητα Ρεμάλια της παλιάς ηγεμονικής αυλής του Βουκουρεστίου σε μία έκδοση που συμπληρώνεται με επιλεγμένα ποιήματα από τη συλλογή του συγγραφέα Αετίδες. Η μεταφράστρια του βιβλίου Άντζελα Μπράτσου με άφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου παραχωρεί στο περιοδικό Vakxikon.gr την συνέντευξη που ακολουθεί και μας μιλάει για τον συγγραφέα και το έργο του. 

Συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

 

Το τελευταίο μεταφραστικό έργο σας που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν είναι το «Πορφυρογέννητα ρεμάλια» του Καρατζιάλε. Πώς νιώθετε γι' αυτή τη δουλειά προσωπικά;

Κάθε βιβλίο που έχω δουλέψει αντιπροσωπεύει ένα κομμάτι του εαυτού μου. Από την άλλη, φυσικά, το «Πορφυρογέννητα ρεμάλια της παλαιάς Ηγεμονικής Αυλής του Βουκουρεστίου/Craii de Curtea-Veche» αντιπροσωπεύει το όνειρο κάθε μεταφραστή· ή, τουλάχιστον, αυτό είναι το συμπέρασμα που έβγαλα εγώ στις συναντήσεις που έγιναν με την ομάδα μεταφραστών της ρουμανικής λογοτεχνίας από τα Εργαστήρια Λογοτεχνικής Μετάφρασης FILIT. Σε κάθε περίπτωση, είχε γίνει και το δικό μου όνειρο. Τώρα είναι μια πραγματικότητα για την υλοποίηση της οποίας, πέρα ​​από τη δική μου δουλειά, είμαι ευγνώμων σε μια «ομάδα»: στην Elly Moga, στον Γιωργή Έξαρχο, στον εκδοτικό οίκο Βακχικόν, στα Εργαστήρια Λογοτεχνικής Μετάφρασης Filit και στο ICR, φυσικά· ο καθένας τους έβαλε το λιθαράκι του έτσι ώστε ο Έλλην αναγνώστης να κρατά στο χέρι του ένα καλό βιβλίο. Ας μην ξεχάσω να αναφέρω τη «βοήθεια» που πρόσφερε ο ίδιος ο συγγραφέας: δεν είναι λίγο πράγμα όταν διαβάζεις ένα κείμενο, αυτό να μεταφράζεται αυτόματα στο μυαλό σου, από μόνο του, σαν να είναι γραμμένο ήδη στα ελληνικά, κι αν, με εμμονή, έψαξα να αναπαράγω κάτι, ήταν ακριβώς αυτή η μουσικότητα του αρχικού κειμένου. Ελπίζω αυτό να το έχω καταφέρει.

 

Ποιες είναι οι σκέψεις σας για το γεγονός ότι αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο είναι διαθέσιμο στους Έλληνες αναγνώστες και γιατί θα προτείνατε στο ελληνικό κοινό να το διαβάσει; 

Η έκδοση της μετάφρασης του Πορφυρογέννητα ρεμάλια της παλαιάς Ηγεμονικής Αυλής του Βουκουρεστίου/Craii de Curtea-Veche στα νεοελληνικά αποσκοπεί, κατ’ εμέ, στο να καλύψει ένα πολιτισμικό κενό και να επιτρέψει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό να συναντήσει τον ΜατέϊουΚαρατζιάλε, ο οποίος, με αυτόν τον τρόπο, επιστρέφει στην πατρίδα των προγόνων του - στο Βυζάντιο.

Το εγχείρημα και τόλμημα αυτής της βιβλιοφιλικής έκδοσης προέβλεπε αρχικά ότι θα γινόταν συνοδευόμενη από το αριστοτεχνικό μυθιστόρημα MJC, το οποίο οφείλουμε στη σοφή προσπάθεια και στην ενσυναίσθηση του Ion Iovan, ενός θαυματουργού, τεράστιου και απόκρυφου συγγραφέα, μιας από τις ισχυρότερες φωνές της σύγχρονης ρουμανικής πεζογραφίας. [Έχω την πεποίθηση ότι η παρουσίαση του MJC στα ελληνικά θα είχε δώσει έμφαση στο έντονο ενδιαφέρον και στη συντριπτική απήχηση της δημιουργίας του Ματέϊου στη ρουμανική κουλτούρα.] Δεν έτυχε να γίνει έτσι, οπότε σήμερα, προς το παρόν, μόνο αυτός ο τόμος θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. 

Αυτήν την εποχή, όταν οι απόηχοι της Διακοσαετίας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 δεν έχουν ακόμη σβήσει, τούτη η πρωτοβουλία μας θα τονίσει επίσης τους ισχυρούς, μόνιμους δεσμούς μεταξύ των χωρών και των λαών μας.

 

 

Ο Καρατζιάλε είναι σίγουρα ένας μεγάλος Ρουμάνος συγγραφέας. Εσείς τι πιστεύετε ότι τον κάνει να ξεχωρίζει, ότι κάνει το έργο του ξεχωριστό;

Στα τέλη του 2000 και στις αρχές του 2001, σε μια έρευνα για το ρουμανικό μυθιστόρημα του 20ού αιώνα, ενάντια σε όλες τις προβλέψεις, οι 102 κριτικοί λογοτεχνίας και ιστορικοί όλων των γενεών που απάντησαν, τάχθηκαν με συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της ακλόνητης αριστείας του Craii de Curtea Veche του Mateiu I. Caragiale. Η λατρεία του Ματέϊου και του Craii de Curtea-Veche του, όχι μόνο δεν αποτέλεσε απλώς την απόλαυση των λατρών της λογοτεχνίας και των κριτικών της λογοτεχνίας του τέλους του περασμένου αιώνα, αλλά παραμένουν ακόμη δύο σταθερές του μεταμοντερνισμού και του γεμάτου ιούς 21ου αιώνα μας...

Οτιδήποτε άλλο θα έλεγα εγώ, θα ήταν φτωχά λόγια για να μιλήσω για τη σημασίατου Ματέϊου Καρατζιάλε και του έργου του για τη ρουμανική λογοτεχνία, γιατί «είναι ένα βιβλίο που γράφεται μια φορά ανά αιώνα [1]». Σχετικά με αυτό έχουν εκφραστεί, με περίσσια τεχνογνωσία, πολλοί κριτικοί λογοτεχνίας και κυρίως αναγνώστες και σίγουρα στο μέλλον θα το κάνουν και άλλοι. Αρκούμαι να υπενθυμίσω τώρα μόνο ότι οι αναγνώστες που γνωρίζουν τον Κάφκα, τον Μπέκετ, τον Άλμπι Χόφμαν, τον Νερβάλ, τον Χαίλντερλιν, τον Ουάιλντ ή τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε, θα εντυπωσιαστούν και θα εκπλαγούν ακριβώς από το εξπρεσιονιστικό όραμά του, από τους απόηχους των χρωμάτων, της μουσικής, της ψυχολογίας - συνοψίζοντας, «από την μοναδική ατμόσφαιρα, τυπική ενός κόσμου που υπήρχε παντού και εξακολουθεί να υπάρχει μόνο σε ορισμένα σημεία» και την οποία ο Ρουμάνος συγγραφέας υπενθύμισε στην οικουμενικότητα της. Πιστεύω ότι αυτό το μικρών διαστάσεων μυθιστόρημα, με το «πρωτότυπο, καλαίσθητο, γεμάτο και εκφραστικό ύφος του, είναι ένα έργο τέχνης άξιο επαίνου [2]».

Και, αν θέλετε, επειδή εγώ θα μπορούσα να μιλάω ατελείωτα για αυτό το θέμα, παραχωρώ την θέση στην κυρία Elly Moga, από την οποία παραθέτω: «Ο Έλληνας αναγνώστης ο οποίος συναντά, για πρώτη φορά, αυτό το βιβλίο, πιθανότατα μη γνωρίζοντας απολύτως τίποτα για τον συγγραφέα του ή για τον κόσμο του οποίου τις πόρτες θα ανοίξει με μεγάλη προσοχή, μάλλον θα έχει μια σημαίνουσα έκπληξη. Και αυτό γιατί, από τη στιγμή που δημοσιεύθηκαν, το 1929, στον διάσημο, και με ακλόνητο κύρος, εκδοτικό οίκο Cartea Românească, οι Craii de Curtea-Veche/Πορφυρογέννητα Ρεμάλια της Παλιάς Ηγεμονικής Άυλής του Βουκουρεστίου δεν έπαψαν ποτέ να γοητεύουν, σαν ένα παλιό, και σχεδόν αδύνατο να λυθεί, ξόρκι. Δεν πρόκειται εδώ μόνο για την τέλεια αισθητική με την οποία ο Ματέϊου Καρατζιάλε χειρίζεται τον λόγο του, ούτε για το μήνυμα –μια φτωχή λέξη, για ένα βιβλίο που σπάει όλα τα πρότυπα της ουσίας, της μορφής και της πραγματικότητας, με μια υπερβολική χάρη και, συχνά, με μια θαρραλέα, κυνική, δόση του ennui, δηλαδή της πλήξης. Ως συνέπεια, θα υπάρξουν τόσες ιστορίες και αιρέσεις, όσες και οι αναγνώστες που θα προσπαθήσουν να αποκωδικοποιήσουν αυτό το εκπληκτικό παιχνίδι σκιών, το οποίο η προσπάθεια για μια ταξινόμηση μπορεί μόνο να το κουτσουρέψει: πρόκειται για παρακμιακό αριστούργημα; Για μυθιστόρημα με κλείδα ερμηνείας, δηλαδή μυθιστορηματική αυτοβιογραφία; Για σφοδρή κοινωνική σάτιρα; Είναι πεζό ποίημα για έναν κόσμο καταδικασμένο σε εξαφάνιση; Αποτελεί πιστή αφήγηση μιας στιγμής μαγείας γεννημένης από το τίποτα; Υποδηλώνει μήπως συνάντηση του συγγραφέα με μια αλχημική σειρά από προσωποποιήσεις της δικής του φωνής; Κάτι τί από όλα αυτά, μάλλον, αλλά και πολλά άλλα: και πάλι, οι οδοιπόροι σε κάθε μία από αυτές τις διαδρομές θα βρουν επαρκή επιχειρήματα προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση αυτής της τελείως εγωιστικής εμπειρίας και αφήγησης.»

 

Πρόκειται για ένα βιβλίο με ξεκάθαρα ιστορική αναφορά για την περίοδο που περιγράφει. Θέλετε να μας πείτε μερικά πράγματα για τον πυρήνα της ιστορίας;

Το βιβλίο του Ματέϊου Καρατζιάλε είναι από πολλές απόψεις ένα ντοκουμέντο, επομένως αξίζει να διαβαστεί με προσοχή.

Ας ξεκινήσουμε από τον ίδιο τον τίτλο, που μου δημιούργησε πολλά προβλήματα κατά τη μετάφραση, σε αντίθεση με το υπόλοιπο κείμενο: Συζήτησα για μέρες με φίλους, μεταφραστές, ιστορικούς, δασκάλους και από τις δύο γλώσσες. Αυτό που παρατήρησα ήταν το γεγονός ότι στην Ελλάδα σχεδόν τίποτα δεν ήταν γνωστό για τη Βασιλική Αυλή του Βουκουρεστίου, ούτε για την περίοδο στην οποία διαδραματίζεται η δράση και έτσι, έπρεπε να παρουσιάζω μια μεγάλη αναφορά. Ιδού:

Η Παλιά Αυλή είναι η πρώτη Βασιλική Αυλή του Βουκουρεστίου. Στη θέση όπου θα χτιστεί αργότερα η Βασιλική Αυλή, o βοεβόδας Μίρτσεα ο Πρεσβύτερος χτίζει, κάπου μεταξύ 1386 και 1418, ένα φρούριο. Τον 15ο αιώνα, ο Βλαντ ο Παλουκωτής,  άρχοντας της Βλαχίας, εδραίωσε το φρούριο που είχε χτιστεί από τον Μίρτσεα τον Πρεσβύτερο και το ανέβασε στο επίπεδο Βασιλικού Ανάκτορα, μια εναλλακτική λύση σε αυτό της πρωτεύουσας Ταργκόβιστε/Târgovişte. Φτάνοντας στο θρόνο της Βλαχίας, ο Κωνσταντίν Μπρανκοβεάνου δίνει σε αυτήν την Αυλή μια ιδιαίτερη λάμψη· κομψή, με πολύ μεγαλοπρέπεια, μια πραγματική Βασιλική Αυλή.

Κάηκε από φωτιές, καταστράφηκε από σεισμούς και πλημμύρες, της επιτέθηκαν οι Τούρκοι, Αυστριακοί και Ρώσοι στον πόλεμο 1868-1774· γι' αυτό, το Βασιλικό Ανάκτορα γίνεται  συντρίμμια. Έτσι, οι ηγεμόνες χτίζουν μια νέα κατοικία στο λόφο Dealul Spirii.

Στα τέλη του 18ου αιώνα, στο εγκαταλελειμμένο φρούριο εισέβαλαν κλέφτες, ληστές, ζητιάνους, κακοποιούς. Τα Πορφυρογέννητα Ρεμάλια της Παλιάς Ηγεμονικής Αυλής είναι οι χαρακτήρες εκείνης της εποχής, οι γλεντζέδες ενός ξεφτισμένου κόσμου, άνθρωποι της νύχτας, απελπισμένοι από τη μοίρα τους και οι οποίοι, στο χάος της ζωής τους, διασκεδάζουν και ληστεύουν. Ενώ οι αρχαιολογικές ανασκαφές στα μέσα του εικοστού αιώνα αποκάλυψαν μεγάλο μέρος του κάστρου και το μετέτρεψαν σε μουσείο, την εποχή του Ματέϊου ήταν ένα ερείπιο, το παλαιότερο στην πόλη,  μια «αυλή των θαυμάτων». Και τι πιο φυσιολογικό να συναντήσει κανείς εκεί, εκτός από πόρνες, κλέφτες, μικροαπατεώνες, επαίτες, ένα συνονθύλευμα ανθρώπων που ζούσαν σε ένα υποτυπώδες κοινόβιο…

Και, για να ολοκληρώσω, θα καταφεύγω για άλλη μια φορά στη βοήθεια της κυρίας Elly Moga:

«Εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή, όταν εμφανίζονται στη λογοτεχνία μας τα Πορφυρογέννητα Ρεμάλια, είναι μια στιγμή έξαψης και έντονης ενεργητικότητας λόγω της αξίωσης της νεωτερικότητας, δέκα χρόνια μετά το μεγάλο τραύμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία, για τη Ρουμανία, συνέπεσε και με τη μεγάλη χαρά της μοναδικής επαναχάραξης των ιστορικών και πολιτιστικών συνόρων της. Η ευημερία του μεσοπολέμου, πρωτόγνωρη και ασυναγώνιστη από εκείνη τη στιγμή έως και τώρα, έφερε μαζί της –όπως και ήταν φυσικό– και μια τρομερή όρεξη για νέα πράγματα, μακρινά ταξίδια και τολμηρά πειράματα. Στην πρωτοποριακή ορμή δεκάδων λογοτεχνικών περιοδικών απαντάει ο κερδοσκοπικός ρυθμός με τον οποίον οι δρόμοι του Βουκουρεστίου αρχίζουν να κατακτούνται από εκείνες τις κομψές αρντεκό βίλες τις οποίες, ακόμη και το ψυχρό ολοκληρωτικό καθεστώς, δεν μπόρεσε να τις διαγράψει εντελώς από το αστικό τοπίο, και οι οποίες εξακολουθούν να αποτελούν και σήμερα, μια από τις πιο συγκινητικές εντυπώσεις που μένουν στη μνήμη του ταξιδιώτη. Τα χρήματα πολλαπλασιάζονται γρήγορα, και στα πάντα γεμάτα καφενεία της πόλης, πολλά γίνονται και πολλά αναιρούνται, από την υψηλή πολιτική έως τις γελοίες κομπίνες των μεσαζόντων. Σε αυτό το τοπίο αναξιόπιστης μα διαρκούς έλξης, ο Ματέϊου Καρατζιάλε είναι ένα μοναχικό ον, παρόμοιος ίσως του Τζουζέππε ντι Λαμπεντούζα, ο οποίος δεν φοβάται να επιβληθεί, με αυτό το, δίχως όμοιό του, βιβλίο, ως ένα αντιδραστικό αντιθέμα σε μια ιστορική στιγμή, της οποίας το πέρασμα κρίνεται μέχρι την διάλυση. Στην τρελή κούρσα της εισαγόμενης προόδου απαντάει εδώ ένα είδος νοσταλγικής και διψασμένης λαχτάρας για τις αλάνες που υπήρχαν πίσω από το Podul Calicilor/Γέφυρα των Επαιτών [3] αλλά και για τα μυστικά περιβόλια γύρω από τον κήπο του Πέρση Giafer/Γκιαφέρ. Στις αναμνήσεις του πιο αινιγματικού από τα Ρεμάλια, όλα αυτά δεν είχαν ακόμη μετουσιωθεί, με την ορθολογική βούληση της ξένης και προφανώς και σύγχρονης μοναρχίας, σε ένα επιτυχημένο αντίγραφο του Englischer Garten, του Αγγλικού κήπου στο Μονάχο.

Ο χώρος κι ο χρόνος στον οποίο ο Ματέϊου Καρατζιάλε επιλέγει να τοποθετήσει την τόσο σχολαστικά φαντασιακή «Μονάδα» του, δεν είναι καθόλου τυχαία. Οι συνθήκες αυτής της ιστορίας σχεδόν χωρίς δράση, τόσο παρόμοια με την έννοια του Ονείρου, ανήκουν προφανώς στο διάστημα μεταξύ του φθινοπώρου του 1910 και των αρχών του χειμώνα του 1911. Britannia rules the waves, Η Βρετανία [που] κυβερνάει τα κύματα [4]  και η Τσαρική Αυτοκρατορία αποτελούν μια γεωπολιτική πραγματικότητα, ενώ η πυριτιδαποθήκη των Βαλκανίων [5] δεν πρόλαβε ένα νυσταγμένο απόγευμα, στις αρχές του καλοκαιριού, στο Σεράγεβο, να εκραγεί. Βρισκόμαστε,  λοιπόν, σε εκείνον τον ατέρμονα δέκατο ένατο αιώνα, αιώνα των τόσων ποικίλων εντάσεων μεταξύ λογικής και συναισθήματος, μεταξύ προόδου και στασιμότητας, της σκανδαλώδους ανισότητας και της τρελής αίγλης, και ο οποίος προαναγγέλλει, εν αγνοία του και άθελά του, τις τόσο δραματικές ανατροπές των επόμενων εκατό ετών. Με άλλα λόγια, εκείνο το φθινόπωρο του 1910 μπορεί κανείς ακόμα να φανταστεί ότι, κάπου, σε κάποιο σοκάκι του Βουκουρεστίου, μια βροχερή και μέρα γεμάτη καρτερικότητα -εκείνος ο «καιρός για κλάματα» που σαφώς εντυπωσιάζει τον αναγνώστη από τις πρώτες στιγμές της ανάγνωσης-,  μπορεί ακόμη κανείς να ξεφύγει από την δίχως γοητεία πραγματικότητα σ’ εκείνο το, όλο ζωή και παράλληλα μεθυστικό, Πουθενά της μυθοπλαστικής αφήγησης. Διαμεσολαβητές γι’ αυτήν την απόδραση είναι τα τρία Πορφυρογέννητα Ρεμάλια, οι Μάγοι Βασιλιάδες και «ηγούμενοι του πολύ γαλήνιου τάγματος»: ο Πανταζής, ο Πασαντίας και ο ΓκόρεΠίργκου, συνοδευόμενοι από τον ζωτικής σημασίας Παραμυθά. Εκείνη όμως που τους διεγείρει, ωστόσο, είναι η Πένα Κορκοντούσα/Pena Corcodușa, το άνθος της αλάνας που τρελαίνεται λόγω της ανυπέρβλητης αγάπης της για τον Σεργκέι Λόιχτενμπεργκ ντε Μπωαρναί/Serghie de Leuchtenberg-Beauharnais, τον ιππότη της φρουράς του Λευκού Βασιλείου της Ανατολής, ο οποίος και σκοτώθηκε χωρίς λόγο και δίχως δόξα στον Ρουμανο-ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1877.

Ανακεφαλαιώνουμε εμπεριστατωμένα: ο Πανταζής, ο Πασαντίας, ο Πίργκου, ο Παραμυθάς και η Πένα. Το πεντάγραμμο σχηματίζεται τέλεια. Η μαγεία μπορεί να λειτουργήσει μόλις η Πένα, μισοξυπόλητη και ημίγυμνη, τους ανταμώνει, τους ονομάζει και έτσι τους κάνει να υπάρχουν:

«Ρεμάλια!», μας φώναξε πάντως. «Πορφυρογέννητα Ρεμάλια της Παλαιάς Ηγεμονικής Αυλής!»

Άραγε να είχε μιλήσει, μέσω αυτής, κάποιος άλλος, από το παρελθόν - ποιος ξέρει;(…)

«Πράγματι, είναι», παραδέχτηκε ο Πασαντίας, «ένας από τους πιο πετυχημένους συνδυασμούς λέξεων. Ξεπερνάει την έκφραση «lescourtisansducheval de bronze», με το ίδιο νόημα, από την εποχή του Λουδοβίκου του Δέκατου Τρίτου. Έχει κάτι το ιππικό, το μυστικιστικό. Θα ήταν υπέροχος τίτλος για ένα βιβλίο!»

Από τα τρία Πορφυρογέννητα Ρεμάλια, αυτός ο οποίος, ενστικτωδώς, θα τραβήξει την προσοχή σας, θα είναι ο μυστηριώδης Πανταζής, συναισθηματικός αφηγητής τύπου Σεχραζάντ, Παραμυθάς δηλαδή, και ακούραστος ταξιδιώτης, του οποίου το υπερθερμασμένο σπίτι στην οδό Μόντεϊ είναι και το σκηνικό του πρώτου -και του πιο σημαντικού- από τα τρία προσκυνήματα. «Είμαι Έλληνας (...) και ευγενής, Μεσογειακός», μας λέει εκείνος με στόμφο, για να προσθέσει, σχεδόν αμέσως, μια απολύτως πιστευτή και συμπτωματική εξήγηση για τους μακροχρόνιους και βαθείς δεσμούς των λαών μας: «Κατά τα άλλα, δεν καυχιέμαι για τίποτα, ούτε καν για το αίμα των δικών μου που χύθηκε κάτω από τα λάβαρα της Εταιρίας από τους ανθρώπους μου, εκείνων που κρατάνε από τον κλάδο με τον κύκνο, οι οποίοι από την Κάντια πέρασαν από το Φανάρι στη Ρωσία και κατόπιν στα Ρουμανικά πριγκιπάτα». Μαζί του, ο Παραμυθάς θα επιχειρήσει ένα αργό και τρυφερό voyageimmobile, ακίνητο ταξίδι [6], στο οποίο θα χαζέψουμε μαγεμένοι «τις δοξασμένες ακτές της ελληνικής … θάλασσας (...) τους στύλους του ερειπωμένου ναού [που ] υψώνονταν ανάμεσα στις δάφνες», θα χαμογελάσουμε -ίσως- στην Ελληνίδα που βρισκόταν σε «μια βεράντα με πέργκολα πνιγμένη στο γιασεμί» και θα νιώσουμε έναν ελαφρύ ίλιγγο από την ποικιλόμορφη φασαρία στις «αποβάθρες που λούζονταν στον ήλιο». Μαζί του, θα προσπαθήσει να ξετυλίξει, χωρίς μεγάλη επιτυχία εξάλλου, το μυστήριο της περίπλοκης γενεαλογίας αυτού του χαρακτήρα, που αποτελεί μαρτυρία ενός κόσμου χωρίς σύνορα, στον οποίο η διάκριση μεταξύ Ανατολής και Δύσης δεν έχει πλέον καμία σημασία. Διότι, αν ο Πανταζής ανήκει στον κλάδο «με τον κύκνο» της ευγενούς οικογένειάς του, θα βρούμε, όχι χωρίς ποιητική απορία, και τον κλάδο του της Σικελίας «που τον έλεγαν πάρδο, γιατί στο παλιό μας οικόσημο (...) είχε προσθέσει προς τιμήν μιας ένδοξης συγγένειας, σε χρυσό φόντο με πλαίσιο από γούνα κουναβιού, κι έναν μαύρο πάρδο». Καρατζιάλε - Λαμπεντούζα: ο κύκλος κλείνει, με αυτόν τον συμμετρικό και μυστηριώδη τρόπο που ανήκει, ίσως, σε μια άλλη λογική και μια άλλη διάσταση.

Ξεκινώντας από τον Παραμυθά, με την ασύμφορη άφιξη της πατρικής επιστολής του, την γεμάτη μομφές, σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο που θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε σε εκείνο το -χαμένο σήμερα- Βουκουρέστι, και με την παρηγοριά της αντάμωσης με τον Πανταζή, αυτόν τον «άλλος εαυτός μου», η εμπειρία αυτή θα τελειώσει στο βαγόνι-εστιατόριο ενός τρένου που κατευθύνεται προς τα σύνορα. Ο ίδιος ο Πανταζής -«ξυρισμένος κύριος με κοντά γένια», αγνώριστος - αναρωτιέται, ευγενικά και αποξενωμένα, «τι θα μπορούσαμε να πιούμε».

Η πρόοδος κέρδισε. Η Λογική της Ιστορίας, με κεφαλαία τα πρώτα γράμματα, θα φροντίσει να καταστρέψει, βίαια και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, όλα όσα κατέστησαν δυνατή αυτήν την αντάμωση στο τέλος του κόσμου και στο τέλος μιας εποχής. Η επιβίωση της ιστορίας των Πορφυρογέννητων Ρεμαλιών, η οποία τιμάται με ευλάβεια από γενιές διανοουμένων και που αναδημοσιεύεται συνεχώς, ακόμη και στις πιο τρομερές στιγμές του πρόσφατου ρουμανικού παρελθόντος, αποτελεί το χωρίς αμφισβήτηση σημάδι του τέλειου αριστουργήματος, το οποίο διαβάζεται όμως πιο πολύ με την καρδιά.

Η ιστορία που γράφτηκε από έναν άνδρα που γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1885, γίνεται έτσι ο Ευαγγελισμός της ρουμανικής λογοτεχνίας.

Σας ζηλεύω, με την καλή έννοια, αγαπητοί Έλληνες φίλοι μου, που ανοίγετε για πρώτη φορά το ανά χείρας βιβλίο, το οποίο, ας μου επιτραπεί μια προσωπική εξομολόγηση, πιστεύω ότι είναι ικανό να ανατρέπει την πορεία μιας ζωής, και το οποίο, ανέκαθεν και για τόσους πολλούς από μας, ξύπνησε μέσα μας τον κρυφό θαυμασμό που νιώθει καμιά φορά κανείς, με την ανατολή του ηλίου πάνω στη θάλασσα. Είμαι πεπεισμένη -δεν είμαι και η μόνη- ότι η ευαίσθητη μετάφραση της Άντζελας Μπράτσου, την οποία τρίδιπλα ευχαριστώ για την υπομονή, την εμπιστοσύνη και τη ζεστασιά με την οποία δέχτηκε τις σεμνές προτάσεις μου, θα εκπληρώσει άψογα και στο ακέραιο τον συναισθηματικό σκοπό της επιστροφής του ΜατέϊουΚαρατζιάλε στο σπίτι του.

Στο σπίτι του, στο Βυζάντιο…»

 

Να σημειώσουμε την προσθήκη επιλεγμένων  ποιημάτων από την συλλογή Αετίδες του συγγραφέα στην συγκεκριμένη έκδοση. Μπορείτε να μας πείτε λίγα πράγματα γι' αυτή την επιλογή;

Η μικρή ανθολογία ποιημάτων Αετίδες/Pajere δημοσιεύθηκε μεταθανάτια, τη χρονιά του θανάτου του συγγραφέα. Σχεδόν όλα αυτά τα ποιήματα, ωστόσο, γράφτηκαν μεταξύ 1904 και 1913 και δημοσιεύτηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του, σε μεγάλα περιοδικά, όπως το Viața Românească. Το είδος ποιήματος που ασκεί ο ΜατέϊουΚαρατζιάλε είναι, με έμφαση στο γραφικό και διακοσμητικό, το σονέτο με ιστορική έμπνευση. Όπως σε ένανβυζαντινό πίνακας, ο συγγραφέας μεταφέρει τη μινιατούρα σε στίχο. Για κάθε σονέτο του Ματέϊου μπορεί κανείς να φτιάξειέναν πίνακα ή μια γκραβούρα, δηλαδή μπορεί να βρει μια γραφική αντιστοιχία.

Η λέξη Αετίδες/Pajere δηλώνει έναν όρο από το σημερινό κληρονόμημα της εραλδικής, το γνωστό πάθος του συγγραφέα.

Τα κεντρικά μοτίβα από τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στην ρουμάνικη πλακέτα, αλλά και σε αυτά που επέλεξα να τα μεταφράσω στα ελληνικά, προοιωνίζονται, επανέρχονται, στα μεταγενέστερα έργα του, αλλά κυρίως στο Πορφυρογέννητα ρεμάλια της Παλαιάς Ηγεμονικής Αυλής του Βουκουρεστίου/Craii de Curtea-Veche. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον ήθελα να υπάρχουν, έστω και δειγματολογικά μόνο, δίπλα στο μυθιστόρημα που αναγγέλλουν.

 

Ασχολείστε ακούραστα με τη μετάφραση. Τι σημαίνει αυτή η δουλειά για εσάς;

Motto: «Για μένα, η μετάφραση είναι χαρά και ευλογία. Κάθε νέο βιβλίο αντιπροσωπεύει ένα νέο ταξίδι σε πολιτισμούς. Προσπαθώ να μοιραστώ αυτή τη χαρά μου με τον αναγνώστη της γλώσσας στην οποία μεταφράζω. Αυτή η διαδικασία με κάνει και καλύτερη μεταφράστρια και καλύτερο άνθρωπο, γιατί μεταφράζω για την ομορφιά που βρίσκω στα λογοτεχνικά κείμενα, για την άσκηση που χρειάζομαι για να μετατρέπω τα πάντα σε ανάγνωση, αναζήτηση και μάθηση. Ως μεταφράστρια θεωρώ τον εαυτό μου πρώτα απ᾽όλα έναν επαγγελματία αναγνώστη που επιδιώκει να αναπαράγει όσο το δυνατόν ακριβέστερα όχι μόνο το νόημα των πραγμάτων που αναφέρει ο συγγραφέας, αλλά ακόμη και τα λόγια του και την κουλτούρα που τον κάνει αυτόν που είναι. Είμαι, με άλλα λόγια, όχι τόσο cibliste, όπως θα έλεγε ο Ladmiral, όσο sourcière. Και επειδή δεν ξεχνώ ούτε στιγμή ότι κάθε κείμενο έχει, όπως και ο άνθρωπος, την δική του μουσικότητα, προσπαθώ, όσο μπορώ πιό προσεκτικά, αυτή την ιδεατή πλευρά των κειμένων μου να την μεταφέρω στη νέα γλώσσα τους. Το τελευταίο τούτο το οφείλω σ´έναν από τους άπειρους δεκάλογους συμβουλών ενός παλαιού Σουλινιώτη*«φίλου των τεχνών και των καλλιτεχνών» ο οποίος, εν τη μεγαλοψυχία του, με έπεισε ότι θα μπορούσα, ίσως, όταν κάποτε μεγάλωνα, να δηλώσω "μεταφράστρια".»

*από τον Σουλινά της Ρουμανίας

 


 

[1] Camil Baltazar, Universulliterar, 28.01.1945

[2] Al. A. Philippide, Viața Românească, nr4 1929.

[3] Παλαιά γειτονιά του Βουκουρεστίου

[4] Είναι ένα βρετανικό πατριωτικό τραγούδι, η πιο διαρκής έκφραση της αντίληψης για τη Βρετανία και τη Βρετανική Αυτοκρατορία που προέκυψε τη δεκαετία του 1730.

[5] Τσόρτσιλ

[6] Κ.Π. Καβάφης, "Ιθάκη"