Top menu

"Ψιλά γράμματα". Ένα αδημοσίευτο διήγημα της Γεωργίας Γιώτα

 

Παιδικά χρόνια, ανέμελα, γεμάτα φως. Χρόνια που έχουν το άρωμα του γιασεμιού και της πασχαλιάς, τη γεύση των σπιτικών γλυκών και τα μεθυστικά ακούσματα από κείνα τα πουλιά που σε παρασύρουν και σε ταξιδεύουν με το γλυκό τους κελάηδισμα, λες και ο Θεός έσταξε στους μικρούς τους αεροφόρους σάκους όλη την ευλογία της μουσικής. Αηδόνια τα λένε, θαρρώ. Κι έχουν το χρώμα του ήλιου.

Οι δύο αδελφές ζούσαν ευτυχισμένες σε ένα σπίτι με κήπο, κάπου στα νότια προάστια της μικρής πόλης. Διζυγωτικά δίδυμα, έμοιαζαν αρκετά. Μεγάλο μέρος των πληροφοριών της κληρονομικότητάς τους ήταν πανομοιότυπο. Ωστόσο διέφεραν αρκετά σε συμπεριφορές, καθώς μεταβόλιζαν με το δικό τους μοναδικό η καθεμιά τρόπο τις πληροφορίες του περιβάλλοντός τους.

Περισσότερο εξωστρεφής η μία. Πιο κοινωνική, πιο αυθόρμητη, πιο παρορμητική. Προσιτή, μα πάντα νουνεχής, συναναστρεφόταν χωρίς δυσκολία τα άλλα παιδιά, καθώς ήταν πάντα καλοπροαίρετη και πίστευε στην αγαθή του ανθρώπου τη φύση.

Η άλλη…. η κατά δύο ολόκληρα λεπτά μικρότερη, είχε μια σπάνια ομορφιά που δεν περνούσε απαρατήρητη. Τα μεγάλα εκφραστικά της μάτια είχαν το χρώμα του ώριμου κάστανου και ήταν σχεδόν πάντα υγρά. Ώρες ώρες σε ακινητοποιούσε με το βλέμμα της που δεν μπορούσες να καταλάβεις αν ήταν το βλέμμα το ερωτικό της Αφροδίτης ή το παγερό της Μέδουσας που σου παρέλυε τα μέλη. Ήταν πολύ ψηλή, από τότε που ήταν στον ασφαλή χώρο της μήτρας, σε σημείο μάλιστα όχι μόνο να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της μήτρας, αλλά και την ώρα του τοκετού με το μικρό της ποδαράκι έσπρωχνε τη συγκάτοικο και συμπλέουσά της τους εννέα μήνες, για να ελευθερωθεί ο χώρος και να νιώσει για λίγο κυρίαρχη. Από τότε, βλέπεις, συνήθισε να βλέπει τους άλλους ανθρώπους … αφ΄ υψηλού!

Σαν ήλθε η ώρα να βαπτιστούν και να γίνει η ονοματοδοσία, οι γονείς και οι συγγενείς δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν. Το όνομα, εξάλλου  που φέρει ο καθένας μας είναι δηλωτικό αργότερα και στοιχείων του χαρακτήρα. Τι φορτίο κι αυτό!

Μετά από προτάσεις και συζητήσεις και αφού αναζήτησαν τα ονόματα ανάμεσα σε μύθους και ιστορία, κατέληξαν σε δύο… Α. Γράμμα δυναμικό το Α, σέρνει πρώτο το χορό των γραμμάτων.  Λεπτεπίλεπτο και φινετσάτο, άσε που μοιάζει με πύργο βασιλικό, άσε που ου δύο γραμμές που το συναποτελούν, όχι μόνο ενώνονται με τρόπο ερωτικό στην κορυφή, αλλά παράλληλα, ενώνονται και στο κέντρο μεταξύ τους. Τα μυστήρια των αρχαίων, των Φοινίκων ή μάλλον των Ελλήνων που πρόσθεσαν τα φωνήεντα στο αλφάβητο που δανείστηκαν, γιατί, αν δεν φωνάξεις τα συναισθήματα και τις σκέψεις σου, πώς θα γίνεις αντιληπτός; Με το στόμα σφιγμένο; Μη χειρότερα!

Αλήθεια, λοιπόν ονόμασαν την πρωτότοκη. Αυτή, με την εξωστρέφεια και τον παρορμητισμό. Αυτή, την αυθόρμητη παιδούλα με το μόνιμο χαμόγελο και την τόλμη στο λόγο και στην πράξη. Αξιοπρέπεια το όνομα της δεύτερης, της κατά δύο λεπτά μικρότερης. Αυτής, με το βλέμμα ώριμο κάστανο που είχε τη γυαλάδα της θάλασσας την ώρα που ερωτοτροπεί με τον ήλιο, αυτής που είχε την αφ΄ υψηλού θέαση, κληρονομιά προγονική και σημαίνουσα.

Οι δύο αδελφές μεγάλωναν αγαπημένες, τις περισσότερες τουλάχιστον φορές. Κι όταν καμιά φορά μάλωναν (για μικροπράγματα, μη φανταστείς, η δίδυμη σχέση είναι άρρηκτος δεσμός),  η Αλήθεια, ως μεγαλύτερη και ωριμότερη, υποχωρούσε μπροστά στην επιμονή της μικρής Αξιοπρέπειας που όταν την έπιανε το πείσμα της, καθόταν στην κούνια της αυλής, κάτω από την καστανιά, κουνιόταν μια μπρος και μια πίσω και δεν έλεγε να σηκωθεί και να μιλήσει στην αδελφή της, παρά μόνο όταν εκείνη της έδινε να απολαύσει το αγαπημένο της βύσσινο γλυκό, με την παραδοσιακή, ιδιαίτερη, γλυκόξινη γεύση, κανακεύοντάς τη.

Τα πρώτα χρόνια στο σχολείο κύλησαν ευχάριστα και καθώς πρέπει. Άριστες μαθήτριες και οι δύο, οι δάσκαλοι έλεγαν τα καλύτερα και για το χαρακτήρα και για τις επιδόσεις τους. Για να είμαστε όμως απόλυτα ειλικρινείς, την Αξιοπρέπεια δεν την έπιανες πουθενά. Στα μαθήματα πάντα είχε τους υψηλότερους βαθμούς στην τάξη. Ζήλευαν οι συμμαθητές και οι συμμαθήτριές της, καθώς η φήμη της δεν είχε ποτέ… τσαλακωθεί. Μελετούσε, βέβαια πολύ, αλλά ήταν σχεδόν πάντα αγχωμένη. Κάποιες φορές βασανιζόταν από κρίσεις πανικού, σύντομες ευτυχώς, αλλά… πώς παλεύεται κάθε φορά αυτό; Και φίλους είχε, δεν μπορείς να πεις, μα ακόμα περισσότερους θαυμαστές. Αλλά, ιδιαίτερο άτομο. Γοητευτικά δύσκολο, επικίνδυνα ελκυστικό. Και εκείνο το βλέμμα, ώριμο κάστανο…..

Η Αλήθεια, από την άλλη, άριστη κι αυτή μαθήτρια, αλλά πιο προσγειωμένη. Αναγνώριζε κάθε φορά τις ευκολίες και τις δυσκολίες της περίστασης, τις ζύγιζε και έπραττε, κατά το δοκούν. Μόνο που καμιά φορά… συγκρουόταν με τις συμμαθήτριές της, ακόμα και με τους δασκάλους της, όταν καλούνταν να υπερασπιστεί κάτι που ίσχυε και ήταν για αυτή αδιαπραγμάτευτο. Έλεγε μάλιστα κάθε φορά αυτό που πίστευε πως είναι πραγματικό και τούτο το… προσόν άλλους του γοήτευε και άλλους τους εξόργιζε. Τι να πεις; Μέγα μυστήριο ο άνθρωπος. Και έτσι θα παραμείνει… μάλλον.

Και τα χρόνια πέρασαν. Οι δύο αδελφές έγινα δύο όμορες, προσοντούχες νεαρές κυρίες και με ένα μέλλον πολλά υποσχόμενο και, όπως είναι αναμενόμενο, με ουκ ολίγες κατακτήσεις. Τις καμάρωναν οι γονείς, τις θαύμαζαν οι συγγενείς, τις θαύμαζαν και οι συμπολίτες τους. Ομορφιά και χάρη μέσα και έξω. Μόνο να,… αυτό το ύψος της Αξιοπρέπειας δημιουργούσε κάποιες φορές εμπόδια στις συναναστροφές. Αλλά, ήταν την ίδια στιγμή και αυτό που μαγνήτιζε τις πεταλούδες γύρω από τη φλόγα που εξέπεμπε. Και με εκείνο το περήφανο βλέμμα, ώριμο κάστανο.

Και όταν πια πέρασαν στο Πανεπιστήμιο, στήθηκε πανηγύρι στην αυλή του σπιτιού. Η Αξιοπρέπεια εισήχθη, παρακαλώ, από τις πρώτες στη Φιλοσοφική Σχολή. Η Αλήθεια, πάλι, από τις πρώτες στο Μαθηματικό. Ταξίδευε στον αιθέρα ο νους της πρώτης, πέταγε ανάμεσα στις σπηλιές των συννέφων, λάτρευε τη λογοτεχνία.  Πιο προσγειωμένη η δεύτερη, καθόταν με τις ώρες για να λύσει μια εξίσωση και πανηγύριζε κάθε φορά που τοποθετούσε τους αγνώστους σε τέτοια θέση, ώστε να αποκαλύπτονται. Τι στοίχημα κι αυτό!

Πέρασαν τα χρόνια. Και οι δίδυμες αδελφές, η Αλήθεια και η Αξιοπρέπεια, κατακτούσαν έναν έναν τους στόχους τους. Και θυμόταν πάντα εκείνο το ιδιαίτερο γκράφιτι στον τοίχο του κυλικείου, δίπλα από το Πανεπιστήμιο, με έναν αετό να πετά ψηλά και να απολαμβάνει τη θέα. Στα πόδια του κρατούσε ένα κομμάτι χαρτί που έγραφε με βυζαντινή γραφή: οι σπουδαίοι άνθρωποι θέτουν… στόχους, οι  άλλοι απλώς κάνουν ευχές και προσμένουν… Μυστήρια που είναι η γλώσσα και τα σημαινόμενά της, την ώρα που στήνονται οι γέφυρες…

Αριστούχες λοιπόν καθώς ήταν και με πολλά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα βρήκαν αμέσως εργασία. Η Αξιοπρέπεια απέκτησε τη φήμη της καλύτερης καθηγήτριας φιλολογίας και δεν προλάβαινε ώρες και μαθήματα, καθώς ήταν περιζήτητη και οι μαθητές της τη λάτρευαν. Η Αλήθεια, από την άλλη, έγινε γρήγορα στέλεχος σε μια μεγάλη εταιρία λογισμικών και ανέβαινε τα σκαλιά της επιτυχίας με σταθερό ρυθμό. Όλα στην ώρα τους. Όλα ωραία. Όλα για κάποιο λόγο και με κάποιο σκοπό…

Γρήγορα μάλιστα απέκτησαν αρκετά χρήματα, τα οποία και αποταμίευαν. Έτσι κι αλλιώς το μέτρο και η ισορροπία ήταν απαράβατες αξίες ζωής. Είχαν μάλιστα ως μακροπρόθεσμο στόχο να επιστρέψουν στην πόλη τους και εκεί να επενδύσουν, για να βοηθήσουν στην ανάπτυξη της περιοχής και να βελτιώσουν το επίπεδο ζωής των συμπολιτών τους.

Ώσπου κάποια μέρα, επιστρέφοντας από την εργασία τους, η Αλήθεια με έκδηλη τη χαρά στο πρόσωπό της, αγκάλιασε την Αξιοπρέπεια και δίνοντάς της ένα φιλί στο μάγουλο, της είπε:

-Αγαπημένη μου, εύρηκα! Ή μάλλον με εύρηκε… Μια μεγάλη τράπεζα, που ιδρύθηκε πρόσφατα, να δεις πώς τη λένε…, με τεράστια εισροή κεφαλαίων, ζητά μετόχους και επενδυτές. Δεν είναι τέλειο;

Η Αξιοπρέπεια την κοίταξε με τα μεγάλα εκφραστικά της μάτια, στο χρώμα του ώριμου κάστανου και την άγγιξε τρυφερά στον ώμο

-Μια στιγμή, αδελφούλα  μου. Πώς ξέρεις για αυτή την τράπεζα;  Ποιος σου μίλησε; Και το κυριότερο, γιατί βιάζεσαι να επενδύσεις; Από πού κι ως πού ξέρεις εσύ από … επενδυτές;  Έχεις επενδύσει άλλη φορά στη ζωή σου μεγάλα ποσά;

Η Αλήθεια κοντοστάθηκε για μια στιγμή  απέναντι από την αδελφή της. Έκανε ένα βήμα πίσω και την κοίταξε θυμωμένα. Ανασήκωσε τους ώμους.

-Ουφ! Κάθε φορά υψώνεις εμπόδια, της είπε σουφρώνοντας τα χείλη της. Γιατί θέλεις να δηλητηριάσεις τον ενθουσιασμό μου; Μπορεί η τράπεζα να είναι καινούργια στο χώρο, δεν λέω, αλλά έχει την εγγύηση του δημοσίου. Και επιπλέον, μου έχουν πει για αυτή τα καλύτερα άλλοι επενδυτές. Είναι κερδοφόρα, σου λέω. Έχει όλες τις προδιαγραφές. Τα κέρδη είναι σίγουρα!

Οι επόμενες ημέρες πέρασαν με την Αλήθεια και την Αξιοπρέπεια να διαφωνούν, με επιχειρήματα πάντα, αλλά χωρίς η μια να καταφέρνει να πείσει την άλλη.

-Κάνε ό,τι νομίζεις. Ουφ, κουράστηκα! Είπε η Αξιοπρέπεια κάποια μέρα, σηκώνοντας το κεφάλι της από ένα βιβλίο με ποιήματα του Καβάφη και το χέρι της να αγγίζει απαλά τη σελίδα 8. Τα «Τείχη» του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή ήταν από τα αγαπημένα της.

-Μην ανησυχείς, αδελφούλα, της είπε γεμάτη χαρά η Αλήθεια. Ρώτησα, έμαθα. Τι, ψέματα μου είπαν;

Από κείνη την ημέρα πέρασε αρκετός καιρός. Η ζωή ξαναβρήκε τους ρυθμούς της. Η καθημερινότητα την ρουτίνα της. Και μια μέρα, στην καρδιά του καλοκαιριού,  με τη φύση στο απόγειο της ανθοφορίας και των υποσχέσεών της, με έναν ουρανό καταγάλανο  και έναν ορίζοντα διάφανο και απειλητικά όμορφο, η Αλήθεια μπήκε στο σπίτι τρέμοντας και σωριάστηκε στον καναπέ κατάχλωμη

-Ένα ποτήρι νερό, σε παρακαλώ, ένα ποτήρι νερό. Έχει στεγνώσει το στόμα μου, ψιθύρισε στην αδελφή της,  με φωνή που σπαρταρούσε.

Η Αξιοπρέπεια της έφερε αμέσως ένα ποτήρι νερό και τη χάιδεψε στοργικά στα μαλλιά, για να την ηρεμήσει. Της έπιασε το χέρι που ήταν παγωμένο και πρόσεξε ότι κρατούσε στη χούφτα της, σφίγγοντας τα δάχτυλά της, ένα χαρτί που είχε τσαλακωθεί. Με κόπο κατάφερε να της ανοίξει την παλάμη και να πάρει το χαρτί. Τα μάτια της, αυτά τα υγρά, μεγάλα μάτια που είχαν το χρώμα του ώριμου κάστανου, άρχισαν να ταξιδεύουν πάνω του. Σε δευτερόλεπτα άρχισε να ιδρώνει, ενώ ψέλλιζε κάποιες λέξεις:

-Τράπεζα… κ.λπ.. σας ενημερώνουμε… κ.λπ. … πτώχευση… κ.λπ.… αποσύρει μέρος του κεφαλαίου… κ.λπ.  Μα …πώς….; κατάφερε να ψελλίσει. Αγκάλιασε όμως την αδελφή της και προσπάθησε να τη γαληνέψει. Της ήλθε να πει: «Σαν να το ήξερα… δεν στα έλεγα; Αλλά εσύ, στον κόσμο σου. Υπάρχουν κι άλλοι επενδυτές…. Και τι μ΄ αυτό; Το πώς βλέπει κάποιος τα πράγματα, δεν σημαίνει ότι είναι και αντικειμενικό ούτε κι ότι οπωσδήποτε ισχύει. Ο καθένας, βλέπεις, έχει τη δική του αλήθεια», αλλά δεν είπε λέξη. Πώς να πει κάτι σε κείνη που το όνομά της έκρυβε στον πυρήνα του την ρίζα του «λανθάνω» ;

Άρχισε τότε με υπομονή να διαβάζει και την πίσω σελίδα του χαρτιού, μέχρι που έφτασε και… στα ψιλά γράμματα

-Αλήθεια μου, πρόσεξες τι γράφει εδώ κάτω; Της είπε, δείχνοντάς της τη γραφή με τη μικρούτσικη γραμματοσειρά στο κάτω μέρος της σελίδας.

Η Αλήθεια έδειξε να ξαφνιάζεται.

-Για να είμαι ειλικρινής, δεν διάβασα όλο το έγγραφο και εκείνη την ημέρα δεν είχα και τα γυαλιά μου μαζί. Άσε που δεν είχε και πολύ φως στο δωμάτιο και με δυσκολία διάβαζα και τα υπόλοιπα, είπε εκείνη χαμηλώνοντας το κεφάλι. Όμως… το έψαξα, ρώτησα, με διαβεβαίωσαν… όλα με διαβεβαίωναν… ψιθύρισε η Αλήθεια κι αυτή τη φορά κοκκίνισε από ντροπή. Πήρε από τα χέρια της Αξιοπρέπειας το χαρτί και άρχισε να διαβάζει τις λεπτομέρειες Και φτάνοντας στην προτελευταία σειρά, με τα πιο μικρά, τα ψιλά γράμματα, σηκώθηκε και πήγε κοντά στο παράθυρο. Το φως του αυγουστιάτικου ήλιου έμπαινε με θράσος στο δωμάτιο και ξάπλωνε τεμπέλικα πάνω στα έπιπλα. Επικρατούσε μια γαλήνη σχεδόν απόκοσμη και μόνο η θέα ενός παιδιού που περπατούσε στο δρόμο απολαμβάνοντας το παγωτό του σιγοτραγουδώντας έσπαγε για λίγο την ηρεμία της ώρας.

-«Σε περίπτωση οιουδήποτε σφάλματος οφειλομένου σε εξωγενείς παράγοντες,  η τράπεζά μας ουδεμία ευθύνη φέρει…»

-Μα… ψιθύρισε η Αλήθεια, ήταν όλα με εγγύηση, με  την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου. Δεν είναι ψέμα. Δεν είναι.

-Αχ, αθώα μου Αλήθεια, της είπε τότε η Αξιοπρέπεια. Εδώ δεν μιλάμε για προφορικές εγγυήσεις τρίτων. Μιλάμε για εξαπάτηση πρακτικών. Γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση εξαπατήθηκαν όλοι οι μέτοχοι, ακόμα… και το ελληνικό δημόσιο. Γιατί μάλλον κανείς δεν πρόσεξε, κανείς δεν εστίασε στα μικρά, τα ψιλά γράμματα, στο τέλος της σελίδας: «Σε περίπτωση οιουδήποτε σφάλματος οφειλομένου σε εξωγενείς παράγοντες,  η τράπεζά μας ουδεμία ευθύνη φέρει».

Κι άντε τώρα να βρεις ποιοι είναι οι… εξωγενείς παράγοντες και τί σημαίνει πρακτικά «οιοδήποτε σφάλμα».

-Έλα, ηρέμησε τώρα, είπε η Αξιοπρέπεια στην Αλήθεια. Ό,τι έγινε, έγινε. Σήκω επάνω, σκούπισε τα ματάκια σου, ψηλά το κεφάλι. Κεφάλαια έχουμε και με τη δική μας προσπάθεια θα αυξήσουμε και πάλι τα έσοδά μας. Αρκεί που έχουμε η μία την άλλη. Ψηλά το κεφάλι. Συνεχίζουμε. Με σύνεση και προσοχή και περηφάνια.

Αχ, μικρούλα μου, αθώα Αλήθεια, μάλλον είχες ανάγκη πρώτη εσύ να πιστέψεις στο στερητικό «α» της ρίζας σου. Κάθε τι που γίνεται,  για κάποιο λόγο γίνεται και κάτι μας διδάσκει. Και κάθε τι που γίνεται μπορεί να είναι ωραίο. Αλλά «ωραίο» δεν σημαίνει απλώς και αφελώς όμορφο. Σημαίνει να συμβαίνει, να δημιουργείται και να εξελίσσεται… στην ώρα του. Ούτε πρόωρα ούτε παράωρα. Αρκεί να είναι ώριμα. Για να μπορείς να το γευτείς. Κι αυτές οι βιταμίνες όμως της ψυχής που τις παίρνεις κατά διαστήματα, έχουν κόστος υψηλό και δεν συνταγογραφούνται ανέξοδα. Και δεν έχουμε και όλοι άυλη συνταγογράφηση. Προσμένουμε προσλήψεις ιατρικού προσωπικού, με ειδικότητα στην άρση βαρών… και δη συναισθηματικών.

Και  η Αλήθεια άγγιξε το χέρι της Αξιοπρέπειας και ένιωσε ύστερα από ώρα αρκετή να ανεβαίνει και πάλι η θερμοκρασία του όμορφου κορμιού της σε … φυσιολογικά για την εποχή επίπεδα.