Top menu

"Περηφάνια και προκατάληψη" -Κριτική Θεάτρου

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

Η δημοφιλής Τζέϊν Όστεν (1775-1817) πλούτισε την Αγγλική και παγκόσμια βιβλιογραφία, ως ιδιοφυής αναλύτρια της ανθρώπινης ψυχής και ως πρωτοπόρος της ρεαλιστικής λογοτεχνίας με τα έργα της Λογική και Ευαισθησία (1811), Περηφάνια και Προκατάληψη (1813), Μάνσφιλντ Παρκ (1814), Έμμα (1815), Σάντιτον (1817), Αββαείο του Νορθάγκερ και Πειθώ, από τα οποία τα περισσότερα μεταφέρθησαν στο θέατρο και στον κινηματογράφο.

Η Τζέϊν Όστεν, ανύπαντρη και απομονωμένη λόγω των κρατουσών κοινωνικών ηθών της εποχής της, υπέγραφε τα έργα της με το «Μια Κυρία» και μόνον μετά την αποκάλυψη του ονόματός της το 1870 καθιερώθηκε ως έγκριτη και βαθυστόχαστη συγγραφέας. Κύρια χαρακτηριστικά της γραφής της είναι οι διεισδυτικοί διάλογοι των ηρώων της, ο σαρκασμός, η αποτύπωση των κοινωνικών διαφορών και η υποβαθμισμένη θέση του γυναικείου φύλου.

Στο θέατρο Αλκυονίς ανέβηκε τον Φεβρουάριο του 2020 το έργο με τίτλο Περηφάνια και Προκατάληψη, σε διασκευή (και σκηνοθεσία) της Ιόλης Ανδρεάδη και Άρη Ασπρούλη. Η μεταφορά ενός μυθιστορήματος σε θεατρικό έργο αποτελεί αληθές κατόρθωμα, αφού πρέπει να μειωθεί το μακροσκελές της αφήγησης, σε περιορισμένο, χωρικά και χρονικά, πλαίσιο. Το ίδιο εγχείρημα, διδάχθηκε αυτήν την περίοδο, στο Δημοτικό θέατρο Πειραιώς, με συνεργασία των ιδίων δημιουργών, στο Πόλεμος και Ειρήνη του Λ.Τολστόϊ.

Μέσα σε ένα ανηφορικό σκηνικό καταπράσινης εξοχής, με μια προσωπογραφία της πεθαμένης κυρίας Μπενέτ, κινήθηκαν οι πέντε ήρωες της υπόθεσης, η Ελίζαμπεθ και η Τζέϊν Μπενέτ, ο πατέρας τους και οι δύο επίδοξοι γαμπροί Ντάρσι και Μπίγκλεϊ. Το ερωτικό παίγνιον εξελίχθηκε με απανωτά διλήμματα και διαλόγους, αδιέξοδα και συγκρούσεις, ανάδειξη κοινωνικών διαφορών, αποστάγματα πείρας ενός ηλικιωμένου πατέρα, συνεχή παρουσία, μέσω της απεικόνισής της, της απούσας κυρίας Μπενέτ και εν τέλει τον θρίαμβο του έρωτα και την κατάρριψη προκαταλήψεων.

Ο περιορισμός των μυθιστορηματικών προσώπων, σε πέντε, κρίνεται ιδιαίτερα επιτυχής, προς όφελος της σκηνικής οικονομίας. Επίσης, το εύρημα της απαγγελίας επιστολών και της παράλληλης ανάγνωσης εκ μέρους των παραληπτών, προσέδωσε στην δραματουργία ιδεώδη ενότητα. Δεν πρέπει να παραλειφθεί η εύστροφη αποχώρηση των υποκριτών και η χωρίς χάσματα επανεμφάνισή τους. Τέλος, στα θετικά της παράστασης συγκαταλέγονται οι χορευτικές πιρουέτες ιδιαίτερα των ανδρών ηθοποιών με αξιοσημείωτη έμφαση εκείνες του κυρίου Ντάρσι. Το περιγραμματικά φωτισμένο πλαίσιο, στο βάθος της σκηνής ανέδειξε τα χορευτικά δρώμενα και κυρίως τις πλαστικές κινήσεις των χειρών. Η επικουρία των δύο ποιητικών αποσπασμάτων «Δεν σ’ αγαπώ» και «Μπαλαντίτσα των τριών ποταμών» των Π. Νερούντα και Φ. Λόρκα, θα ήταν ιδιαίτερα επωφελής, αν δινόταν με μεγαλύτερη έμφαση. Πρέπει να σημειωθεί, η εμμονή της σκηνοθέτου στην αναπαράσταση της εποχής, που γράφτηκε το έργο, η οποία παραδόξως προξένησε συγκίνηση και προσέθεσε κύρος στην εξέλιξη του δράματος.

Η λιτή σκηνογραφία της Δήμητρας Λιάκουρα, όπως και τα κλασσικά κοστούμια του Νίκου Χαρλαύτη, οι ιδεώδεις φωτισμοί της Στέβης Κουτσοθανάση και η έξοχη μουσική επένδυση του Γιάννη Χριστοφίδη, συνέδραμαν αποφασιστικά την καθ’ όλα αξιόλογη παράσταση.

Οι ηθοποιοί, που ολοκλήρωσαν το δύσκολο εγχείρημα να αναδείξουν ένα συναισθηματικό με κοινωνικές προεκτάσεις έργο, είναι αξιέπαινοι αφού δεν υπέπεσαν σε ευκολοχώνευτες μανιέρες.
Ο Δημήτρης Μοθωναίος (κύριος Ντάρσι) έφερε εις πέρας έναν ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο, δηλαδή ενός εκπροσώπου του κοινωνικού κατεστημένου, που στο τέλος βρίσκει την ολοκλήρωσή του στην αγκαλιά της περήφανης Ελίζαμπεθ Μπένετ. Οι κινήσεις και τα χορευτικά ανέδειξαν έναν ταλαντούχο ευέλπιδα, που γνωρίζει άριστα τα υποκριτικά μυστικά.

Ο Κώστας Φαλελάκης (κύριος Μπενέτ) ήταν έξοχος τον ρόλο του πατέρα των υποψηφίων νυφών και επέδειξε με ευστροφία και χάρη έναν χαρακτήρα κινούμενο ανάμεσα στην αγωνία του γονέα για τις θυγατέρες του και ένα σπαρταριστό χιούμορ, ιδιαίτερο στοιχείο της γραφής της Τζ. Όστεν. Αφού, υποδύθηκε ένα ηλικιωμένο άτομο με επιτυχία (ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος), θα υπεστήριζα ότι η πλούσια κόμη του θα έπρεπε να λευκανθεί ολίγον.

Η Ελεάνα Καυκαλά (Τζέιν Μπένετ) προσέγγισε με προσοχή την προσωπικότητα της ευαίσθητη αδελφή, που παραδόθηκε εύκολα στα δίχτυα του έρωτα με τον κύριο Μπίγκλεϊ και αντέδρασε ψύχραιμα στην απόρριψή της, λόγω κοινωνικών προκαταλήψεων. Ο διάλογος με τον πατέρα της, στην προσπάθεια να καταπραΰνει τον πόνο του, της προσέθεσε θετικό πρόσημο. Γενικά κινήθηκε στη σκηνή με άψογο τρόπο.
Η Ευγενία Δημητροπούλου (Ελίζαμπεθ Μπένετ) είναι φθασμένη ηθοποιός και το απέδειξε στην παράσταση αυτή. Χωρίς ίχνος ταραχής και με άνεση κράτησε στιβαρά τον ρόλο μιας σκληρής αγέρωχης γυναίκας, που υποχώρησε μόνον όταν ο αριστοκράτης υποψήφιος γαμπρός ενέδωσε τα βέλη του έρωτα.

Ο Αγησίλαος Μικελάτος (κύριος Μπίγκλεϊ) στάθηκε αξιοπρεπώς, και απέδωσε πειστικά έναν ερωτευμένο άντρα, που αποτέλεσε έρμαιο κοινωνικών αναστολών, πλην στο τέλος συνάντησε την γυναίκα των ονείρων του, υπερβαίνοντας τις δεσμεύσεις της τάξης του.

Η Ιόλη Ανδρεάδη κατόρθωσε να φέρει στη σύγχρονη εποχή μια κυρίως αισθηματική ιστορία, ηλικίας δύο αιώνων, χωρίς ουσιαστικές αλλαγές στο πνεύμα της συγγραφέως με ιδεώδη απλότητα, αλλά εσωτερική δυναμική, προκαλέσασα έντονη συγκίνηση στους φιλοθεάμονες.