Top menu

Δύο ανέκδοτα διηγήματα της Άννας Παληκίδου

photo © Στράτος Προύσαλης

1.
Νάρκισσος Πόνος
Τέσσερις βράχοι καρφωμένοι πάνω της εδώ και χρόνια. Ένας από τον λαιμό, δύο από τα πλευρά και ένας ακόμα από το μέτωπο, ο τελευταίος. Tο πιο πρόσφατο και περήφανο απόκτημά της. Περπατάει και ματώνει, αφήνει πίσω άνθρακα με κάθε βήμα. Aλλά της αρέσει. Φυσικά, έχει προσπαθήσει να βγάλει τα καρφιά και να τους αφήσει πίσω. Μα, κατά τρόπο τρομερό, μετά δεν μπορούσε να περπατήσει, όλο κούτσαινε και έπεφτε, γέμιζαν βρωμιά τα ρούχα της και σιχαινόταν. Και τότε, σκεφτόταν ότι το αίμα ήταν πιο όμορφο πάνω στα ρούχα της από τη βρωμιά. Και όσο το σκεφτόταν αναφωνούσε «Ναι! Πιο όμορφο το αίμα, ταιριάζει με το λευκό μου δέρμα και τα ανθράκινα πόδια μου». Γυρνούσε πίσω, η αφελής, κάρφωνε ξανά τις αλυσίδες με τους βράχους και απολάμβανε ακόμα περισσότερο το σύρσιμο της πέτρας στο πάτωμα. Συνέφερε τρομερά και το συγγραφικό της έργο. Βουτούσε τη μυτερή πένα στις πληγές της, μετά έγραφε πόσο πονούσε στο χαρτί μπροστά της, χαμογελώντας εκρηκτικά, σκεπτόμενη πόσο καλά κατάφερε να εκφράσει την οδύνη. Και το αίμα έσταζε και γινόταν μαύρο μόλις ακουμπούσε το σκιερό πάτωμα. «Αηδία!», σκέφτηκε, «Πανάθλιο μαύρο πάτωμα, τολμά να χαλά το κόκκινο του αίματός μου». Πράγματι, ήταν τραγικό. Όμως, σιγά σιγά ξημέρωνε, δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με το μιαρό πάτωμα. Ήξερε, στο τέλος αυτό το πάτωμα θα απορροφούσε μέχρι και την τελευταία σταγόνα του αίματός της. Έπρεπε να προλάβει να τα γράψει όλα. Πριν τελειώσει το πολύτιμο αίμα της.

2.
Όμορφη μέρα
Και εκεί που κάθεται στον ήλιο, σε μια πεδιάδα ξερή και άνυδρη, κλείνει τα μάτια, ξεφυσά και απολαμβάνει τη σιγή. Εδώ Μόνος θα κάτσει όσο θέλει, θα αναπνεύσει και θα ζεσταθεί, γιατί επιτέλους είναι Μόνος, είναι στο φως, ούτε ένα σύννεφο δεν τον εμποδίζει από την ελευθερία του. Νιώθει, πρώτη φορά, να κάθεται σε χώμα σταθερό, να ξέρει πως αμέριμνος μπορεί να ξεκουραστεί.
Και έτσι, σπάει η γη στη μέση και βγαίνουν χέρια μαύρα, βρώμικα, χέρια από σκιά και σιωπή.

Του κράτησαν τα πόδια, του έσπασαν τα χέρια, και τέλος χτυπώντας τον του έκλεισαν το στόμα, το γιατί άγνωστο, αφού δεν ήταν κανείς εκεί. Και του ξεριζώνουν την καρδιά, γεμίζουν το κενό με χώμα και τον παίρνουν μαζί τους έτσι στο σκοτάδι, μακριά από τον ήλιο που λατρεύει.

Αμέσως ήρθε η γη στη θέση της, για να καθίσει κάποιος Άλλος στο σημείο. Και ο ήλιος έλαμπε πάλι και έβρεχε το φως του. Ήρθε κάποιος Άλλος να κάτσει τώρα. Πάλι καλά που του έκλεισαν το στόμα και δεν άκουσε τις κραυγές του ο επόμενος. Όσοι είναι στο σκοτάδι χρειάζονται παρέα.