Top menu

"Άμλετ" του Ουΐλιαμ Σέξπηρ -Κριτική Θεάτρου

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

Ακριβέ γιέ της Μνημοσύνης, μεγάλε κληρονόμε της φήμης,/ Τι χρεία έχεις εσύ γι' αυτή τη μικρή μαρτυρία;/ Στην απορία και στο θάμβος μας/ Μνημείο παντοτινό έκτισες για σένα (Στον Σέξπηρ, στίχοι του ποιητή John Milton, 1608-1674).

Στο «Αμφιθέατρο» επί της οδού Αδριανού, στην Πλάκα, τον Ιανουάριο 2020, γευθήκαμε μια άψογη εκδοχή του κλασικού έργου Άμλετ του μεγάλου Άγγλου δημιουργού Ουΐλιαμ Σέξπηρ (1564-1636), σε σκηνοθεσία της καταξιωμένης Κατερίνας Ευαγγελάτου. Επρόκειτο για μια εύστροφη σύνθεση, με λιτά μέσα, με την οποία αναδείχθηκαν ανθρώπινοι χαρακτήρες, μέσα από μια αλληγορική υπόθεση, γεμάτη μεταφορές και βαθύτατα παλίμψηστα, ώστε ο ενεός θεατής να σύρεται ένθεν και εκείθεν με σκοπό να επιπλεύσει ο νους του στις ανηφορικές ελεγείες ενός εξέχοντος ποιητή, μιας λυρικής φωνής, ακουομένης όχι με τον πεζό λόγο, που φέρεται ότι εκφράζεται, αλλά μέσα από υποδόριους λατρευτικούς στίχους, υμνητικούς του δράματος της ανθρώπινης ύπαρξης. Η σκηνοθέτης, γοητευμένη από το κείμενο και ανήκουσα σε παραδοσιακή πνευματική οικογένεια, διαθέτουσα έναν πατέρα, αληθή διδάσκαλο της σκηνής, επιχείρησε να αναβιώσει την κληρονομιά, που της άφησε ο ευκλεής γεννήτωρ και προς τούτο επέμεινε σε κλασική αποτύπωση του Δανού πρίγκιπα και των περί αυτόν τραγικών προσώπων, που περιφέρονταν έρμαια της μοίρας, χωρίς εμφανή οδηγό, στερούμενα επιβοη¬θητικού λαμπτήρα, για να φθάσουν σε αίσιο τέλος. Οι αποτυπώσεις της παράστασης του 1991/1993, όπου ο Νίκος Φέρτης και η Λήδα Τασοπούλου θριάμβευσαν επικουρούμενοι από πλειάδα αρίστων υποκριτών, ήταν ενδεικτική μιας συγκινητικής αναδρομής με κύρια αναφορά τον Σπύρο Ευαγγελάτο (1940-2017), που λειτούργησε όμως και ως συνδετήριος αναμνηστικός κρίκος ανάμεσα στην παλιά παράσταση και στην πρόσφατη επαναφορά του ιδίου τραγικού έργου. Ενδόμυχα απετέλεσε έναν οικογενειακό θρίαμβο, που επιβεβαίωσε την εξέχουσα ποιότητα των θεατρικών δημιουργών.

Ο Άμλετ, κορυφαίο έργο του Ουΐλιαμ Σαίξπηρ, αποτελείται από 2490 στίχους. Ανέβηκε πρώτη φορά το 1602 με πλήρη τίτλο Tragicall Historie of Hamlet, Prince of Denmarke. Στην Ελλάδα διδάχθηκε το 1937, στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Δημ. Ροντήρη, με Άμλετ τον Αλέξη Μινωτή και το 1957, με πρωταγωνιστή (και σκηνοθέτη) τον ίδιο. Από τότε, το έργο έχει επαναληφθεί πολλάκις.
Περιληπτικά η υπόθεση έχει ως εξής: Ο Άμλετ, επιστρέφει στη χώρα του και μαθαίνει την δολοφονία του πατέρα του, ομωνύμου βασιλιά Άμλετ, από τον θείο του Κλαύδιο, ο οποίος παντρεύτηκε την μητέρα του Γερτρούδη. Ο Άμλετ θέλει να πάρει εκδίκηση, αλλά διακρίνεται από αναποφασιστικότητα. Το φάντασμα του νεκρού πατέρα του τον πληροφορεί ότι δολοφόνος του είναι ο Κλαύδιος, που πήρε τον θρόνο του (“πρέπει να ξέρεις. Ότι το φίδι που δάγκωσε τον πατέρα σου μετά φόρεσε το στέμμα του”). Για να πετύχει τον στόχο του ο Άμλετ παριστάνει τον τρελό. Οργανώνει μια θεατρική παράσταση, όπου επιχειρείται να ξεσκεπασθεί ο Κλαύδιος, αλλά εκείνος αποχωρεί, όπως πληροφορεί τον Άμλετ ο στενός του φίλος Οράτιος. Ο βασιλικός ακόλουθος Πολώνιος, υποθέτει ότι η τρέλα του Άμλετ οφείλεται στην υποτιθέμενη αγάπη προς την θυγατέρα του Οφηλία, γεγονός μάλλον αναληθές. Σε κάποια στιγμή ο Άμλετ, ενώ συνομιλεί με την μητέρα του, σκοτώνει ακούσια τον Πολώνιο, νομίζοντας ότι ήταν κάποιος άγνωστος εκτελεστής. Ο Κλαύδιος στέλνει τον Άμλετ στην Αγγλία με ένα πλοίο, έχοντας δώσει εντολή σε δύο εκτελεστές να τον δολοφονήσουν. Αυτοί όμως αποτυγχάνουν, αλλά ο Άμλετ αιχμαλωτίζεται από πειρατές, από τους οποίους όμως κατορθώνει να ελευθερωθεί πληρώνοντας λύτρα και επιστρέφει στην Δανία. Η Οφηλία, υπό ψυχολογική πίεση και λόγω της απόρριψης από τον Άμλετ (της είπε να κλειστεί σε μοναστήρι) πνίγεται σε ένα ποτάμι. Ο αδελφός της Λαέρτης γυρίζει από τη Γαλλία και πληροφορείται από τον Κλαύδιο, ότι τον πατέρα του τον σκότωσε ο Άμλετ. Οι δύο άντρες μονομα¬χούν, αλλά η κούπα του Άμλετ περιέχει δηλητήριο, ενώ το σπαθί του Λαέρτη είναι εμποτισμένο και αυτό σε δηλητήριο. Η Γερτρούδη, πίνοντας από την κούπα του Άμλετ πεθαίνει, ο Λαέρτης τραυματίζεται θανάσιμα από τον Άμλετ, ενώ ο Άμλετ τραυματίζεται και αργοπεθαίνει από το δηλητηριασμένο σπαθί του Λαέρτη. Ο Άμλετ πριν ξεψυχήσει εξοντώνει τον Κλαύδιο. Μετά από αυτά τα γεγονότα αφικνείται ο Νορβηγός πρίγκιπας Φόρντιμπρας, ο οποίος πληροφορείται τι συνέβη από τον Οράτιο και αποδίδει τιμές στον Άμλετ (το επεισόδιο αυτό έχει παραλειφθεί στην συγκεκριμένη παράσταση).

Ο Άμλετ, κατ΄ εξοχήν πεισιμιστής, εμφανίζεται ως σκιά μέσα σε έναν υποφωτισμένο κόσμο. Συντρίβεται κάθε στιγμή· προσκολλάται στο παρελθόν· περιβάλλεται από απολεσθείσες θλιβερές αναμνήσεις· σκιαγραφείται εμφαντικά, ως αλλόκοτη προσωπικότητα, καθημαγμένη από εμφωλεύουσες ερινύες. Παράλληλα, μια εύφορη σαρκαστική απόδοση καθορίζει τον χαρακτήρα του, καθιστώντας τον ανατρεπτικό, ιλιγγιώδη, μυστηριώδη, περίπλοκο, δυσανάγνωστο, πολύσημο, μηδενιστή, αμείλικτο, δισυπόστατο, επίμονο ερευνητή εσωτερικής αληθείας, αυτοδιαλεγόμενο, εκρηκτικό, γέμοντα αδιεξόδων, συντετριμμένο, ονειρικό αναβάτη, αξεδιάλυτο, πρωτοπόρο, ελεύθερο από ηθικολογήματα, οραματιστή, προσηνή, απομονωμένο, αινιγματικό, ορθολογιστή, κρυπτικό, περιεκτικό, διορατικό, βαθυστόχαστο, ενδοσκόπο, αμφιταλαντευόμενο, αμφίθυμο, ματαιόδοξο. Ίχνη Οιδιπόδειου συμπλέγματος ανάμεσα στον Άμλετ και τη μητέρα του, όπως και την αποπομπή της Οφηλίας δεν διαφαίνονται.

Οι λοιποί χαρακτήρες του έργου είναι επιφανείς δεσμώτες, ταπεινά αθύρματα, υποτελείς του Δανού πρίγκιπα. Ελίσσονται γύρω από αυτόν, επιδεικνύοντες εκφάνσεις της ιδίας προσωπικότητας, ως εάν θα μπορούσε ένα πρόσωπο να υποδυθεί όλους τους ανθρώπινους τύπους. Στρατεύονται προς υπηρέτησιν των θεατρικών δρωμένων, ήτοι λειτουργούν ως διάκονοι της αμηχανίας ενός ευφυούς, αλλά πολύπλευρου χαρακτήρα, εμπεριέχοντα σύνθετες μορφές τραγικότητας. Η θνητή ανθρώπινη φύση, επιφορτισμένη με προγονικά άλγη, τσακίζεται εν τέλει υπό το βάρος της γνωσιακής ύβρης, τουτέστιν της Προμηθεϊκής αλαζονείας και των αδυσώπητων τύψεων, που αναφύονται συλλήβδην στην αέναη εσωτερική πάλη με τον θάνατο και την ανυπαρξία. Η περιπέτεια της διαλεκτικής δυσπραγίας, τα δυσανάγνωστα σημαινόμενα, η ανέλεγκτη ειμαρμένη, η αδύναμη πεισιθάνατη φύση των βροτών, συνθέτουν το υπόβαθρο του Αμλετικού χαρακτήρα, ως ουράνια κατευθυντήρια ιριδίσματα, που οι ανίσχυροι αγωνιούν να ερμηνεύσουν ανεπιτυχώς, αφού τους κατακαίει το εκπεμπόμενο ηλιακό φως, περιορίζοντας το οπτικό πεδίο της συνείδησης.

Ο Friedrich Hegel (1770-1831) αναβιβάζει τον Σέξπηρ σε εξέχοντα ψυχολόγο και επαΐοντα της αισθητικής τέχνης του υψηλού, της απόσβεσης του εαυτού: Όσο ο Σέξπηρ προχωρεί μέσα στον απέραντο εναγκαλισμό της σκηνής του κόσμου του, για να αναπτύξει τα έσχατα όρια του κακού και της παράνοιας, επικεντρώνεται στους χαρακτήρες και στα όριά τους. Αλλά ενώ προχωρεί προς αυτό, τους προικίζει με ευφυΐα και φαντασίαˑ και μέσω της παράστασης διά της οποίας χάριν της εν λόγω ευφυΐας, στοχάζονται αντικειμενικά τους εαυτούς τους, ως ένα έργο τέχνης, τους καθιστά ελεύθερους καλλιτέχνες του εαυτού τους, και είναι έξοχα ικανός, λόγω της απόλυτης στιβαρότητας και αλήθειας της χαρακτηρολογίας του, ν΄αφυπνίσει το ενδιαφέρον μας για τους καταχθόνιους ραδιούργους, όσο και για τους ελεεινούς και άφρονες κατεργάρηδες και τρελούς.

Η σκηνοθέτης Αικατερίνη Ευαγγελάτου λιθοδόμησε πάνω στα ερείπια του παρελθόντος μια ανεξίτηλη απεικόνιση του τραγικούˑ συγκρότησε ένα σύνολο, αντάξιο της σύλληψης του δημιουργού· επινόησε έναν καινοφανή πακτωλό, ικανό να συνδράμει τους ακόλουθους σε βίαιο αφανισμό ιδεών· ανέδειξε τη σημασία της απώλειας· προσέγγισε τεχνηέντως ποικίλες εκδοχές του θανάτου· μελέτησε εμβριθώς την πολυσύνθετη σκέψη του ακαταγώνιστου θεμελιωτή της θεατρικής κανονικότητας· εισήγαγε μια άνθιση της σύγχρονης δραματουργίας· επανέφερε την κλασσική θεατρική μνήμη, όχι ως μουσειακό σκεύος, αλλά για να την εκμοντερνίσει· επέμεινε στην διαλεύκανση της Αμλετικής ιδιοσυγκρασίας· απέρριψε την ανέλεγκτη ελευθέρωση και τη μείξη τεχνοτροπικών και ιστορικών αναγωγών, που έχουν αφανή στόχο την αποδόμηση κλασσικών κειμένων· διαχειρίσθηκε με επιμέλεια το εύρος της σκηνής του Αμφιθεάτρου· απέφυγε την κατακρεούργηση ενός διαχρονικού κειμένου, χάριν εφήμερων ηδυσμάτων· καθοδήγησε, ως έμπειρη παιδαγωγός, τις φυσικές αντιδράσεις των ηθοποιών· εκμεταλλεύθηκε το παλαιό δάπεδο της σκηνής και δημιούργησε κατάλληλη ένταση με την θορυβώδη αποκόλληση σανίδων προς εξερεύνηση μεταθανάτιου κόσμου· επέβαλλε τον απλοϊκό νεκροθάφτη, ως δαίμονα ακραίου προβληματισμού· απέφυγε τη ρήξη με τους αποδομιστές· δεν προσεχώρησε σε θεαματική επικαιροποίηση· αγωνίσθηκε τον αγώνα τον καλό, εν ονόματι του δέοντος σεβασμού στον ανυπέρβλητο δημιουργό· τόλμησε να εμφανίσει χωρίς ρούχα την τραγική Οφηλία εις ένδειξιν της ανθρώπινης γυμνότητας μπροστά στα αδιέξοδα της· ελευθέρωσε τους υποκριτές να επιδοθούν σε ένα είδος αυτοσκηνοθεσίας, στην οποία κυριαρχούσαν λεκτικές επεξηγήσεις· υπηρέτησε με επιμελή ανάγνωση τη διασύνδεση ανάμεσα σε ένα υποδειγματικό δημιούργημα και στη λαϊκή συνείδηση· επέμεινε στη ρητορική εκφορά του λόγου, αλλά με βατή και εύρυθμη συγκίνηση· με πολύχυμη δεξιοτεχνία ενσάρκωσε τον αναδιδόμενο ποιητικό οίστρο και την αναμάγευση των επεισοδίων· οραματίσθηκε ευκρινώς τον συγγραφικό εφιάλτη, ως τελική αποκαλυπτική ολοκλήρωση.

Ψυχή της παράστασης και ουσιαστικός πρωταγωνιστής υπήρξε ο ταλαντούχος Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, που κατά δαιμονιώδη μέθοδο, πέτυχε να υποκριθεί με γνήσιο τρόπο αληθινούς, ακραίους, σαρκαστικούς, αναποφάσιστους, ημιπαράφρονες ανθρώπινους χαρακτήρες. Η επιτυχία του οφείλεται στην αμφίσημη προσωπικότητα του Άμλετ και στην πολυσχιδή προσωπικότητα του. Έχοντας απέναντί του έναν σεξπηρικό ογκόλιθο όφειλε να ανασύρει την ικμάδα της πνευματικής του δύναμης και να εμπνευσθεί από την ατμόσφαιρα, όπου κινείται το πρότυπό του, ώστε να φέρει επωφελές αποτέλεσμα και να καταξιωθεί, ως πρωταθλητής ηθοποιός στις συνειδήσεις των φίλων της σκηνής. Με διαισθητική αιώρηση επιμελήθηκε σχολαστικά τις αντιδράσεις του, δημιουργώντας παράλληλα την ψευδαίσθηση, ότι η προσέγγιση του ήταν απλά συναισθηματική, ευσυγκίνητη και αδιάφορη. Έπαιξε έναν ρόλο, ως εάν ήταν δομημένος για τη δική του ψυχοσύνθεση. Ο Άμλετ μετά την αυθόρμητη, γέμουσα φαντασίας, διαπεραστική, προκλητική ερμηνεία του Οδ. Παπασπηλιόπουλου, θα παραμείνει ήσυχος. Καθ' υπερβολήν, θα μπορούσε να διατυπωθεί η άποψη, ότι περιπλανάται, ως το μικρό του όνομα συμβολίζει, σε ένα δυσπρόσιτο περιβάλλον με την υποχρέωση να το τιθασεύσει. Η εξαρχής αποπνικτική ατμόσφαιρα στην οποία κινήθηκε, έφερε έναν πρίγκιπα σε έσχατη μείωση, αφού η παρουσία του έγινε εμφανής, όταν ήδη ο νεκρός πατέρας του τον επιφόρτισε με δυσανάλογο καθήκον, οδηγώντας τον στην εκδίκηση. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος, που προεξάρχει η επιθυμία να αφανίσει τον Κλαύδιο και όχι να εκφράζει ειδυλλιακά αισθήματα, ως αριστοκράτης του πνεύματος. Ο Οδ. Παπασπηλιόπουλος, με ιδεώδη προσέγγιση, προτίμησε ακριβώς σε αυτήν την εκδοχή, του κυριευμένου από μίσος, πλην αναποφάσιστου, ταπεινού μέσου ανθρώπου.

Ο Νίκος Ψαρράς (Κλαύδιος) έπαιξε με την πρέπουσα υποβλητική σοβαρότητα τον ρόλο ενός σκληροτράχηλου ηγέτη, που προσπαθούσε να αποσείσει τις εναντίον του αιτιάσεις και να κρατήσει τον θρόνο του με νύχια και με δόντια. Υποδύθηκε επιτυχώς το αντίπαλο δέος του Άμλετ και αγωνιούσε για την τύχη του. Δεν έχασε την ψυχραιμία του και επέδειξε ερμηνευτική άνεση.

Ο Δημήτρης Παπανικολάου (Πολώνιος) πατέρας της Οφηλίας και του Λαέρτη, εύστροφος, με ευτράπελη διάθεση, τρόφιμος του παλατιού, εξέφρασε με υποκριτική δεξιοτεχνία την συμπάθειά του στον Άμλετ, του οποίου υπήρξε ακούσιο θύμα.

Η Άννα Μάσχα (Γερτρούδη) με χαρακτηριστική άνεση απέδωσε έξοχα δύο ρόλους, της επιβλητικής βασίλισσας και της απελπισμένης μητέρας, που προσπαθούσε να πείσει τον γιό της Άμλετ για την αθωότητα της.

Η Αμαλία Νίνου (Οφηλία) υποκρίθηκε με ακρίβεια και πάθος την ερωτευμένη νέα, που απογοητευμένη από την απόρριψη του Άμλετ, οδηγήθηκε στην αυτοχειρία. Κορυφαία στιγμή ήταν η απόσυρσή της προς το οριστικό τέλος, διακατεχόμενη από ακραία μανιακή διάθεση. Η γυμνή εμφάνιση, όταν οδηγείται στον τάφο, αποτελούσε ένδειξη σαρκικής ευτέλειας μπροστά στον θάνατο και δεν ερέθισε περισπαστικά τα βλέμματα από το παραλήρημά της.

Ο Μιχάλης Μιχαλακίδης (Οράτιος), ο Γιώργος Ζυγούρης (Λαέρτης), ο Γιάννης Κότσιφας (ηθοποιός, νεκροθάφτης), ο Κλέαρχος Παπαγεωργίου (Ρόζενκραντζ) και ο Βασίλης Μπούτσικος (Γίντντενστερν) συμπλήρωσαν τον θίασο επιτυχώς, με προφανή επιμέλεια και ακρίβεια.

Η πετυχημένη μετάφραση του Γεώργιου Χειμωνά, έφερε την ποιητική του σφραγίδα, τα minimal, γήινα, απλά, αυστηρά σκηνικά της Θάλειας Μέλισσα προσέθεσαν ιδιαίτερο χρώμα, όπως και τα σύγχρονα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, η μουσική του Σταύρου Γασπαρινάτου συνόδευσε με χαρακτηριστική ένταση τα επεισόδια και η διδασκαλία της κίνησης εκ μέρους της Πατρίτσιας Απέργη ήταν εύστοχη.

Ο θίασος του Αμφιθεάτρου, υπό τις οδηγίες της Κατερίνας Ευαγγελάτου πραγματεύθηκε μία εργώδη καταβύθιση στον ανθρώπινο ψυχισμό, μέσω του οποίου ο Il migliοr Fabbro της δραματουργίας W.Shakespeare με τον αινιγματικό ήρωα του προσεγγίζει τη δύναμη της εξουσίας, τις ίντριγκες, την εκδίκηση, τις μικρότητες, τα πάθη, την αυτογνωσία, την αποσύνθεση και, ως επίμετρο, τον καραδοκούντα θάνατο.

Ο Άμλετ αναζητεί την υπέρτατη λύση, αλλά θρυμματίζεται ανάμεσα στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία: Τι συμφέρει στον άνθρωπο;/ Να πάσχει, να αντέχει, σωπαίνοντας, τις πληγές;/ από μια μοίρα, που τον ταπεινώνει χωρίς κανένα έλεος/ Ή να επαναστατεί; Να αντισταθεί;/ Στην ατέλειωτη παλίρροια των λυπημένων κόπων.../ Να ζει κανείς ή να μην ζει. Αυτό είναι το δίλημμα.