Top menu

εξ αφορμής: Ο πατέρας μου_ στη μνήμη του -Της Αναστασίας Γκίτση

Ο πατέρας μου δεν είχε μάτια γαλάζια, αλλά δύο τεράστιες μαύρες λίμνες στη μέση του κεφαλιού του. Τα βράδια, σαν γύριζε από τη δουλειά, τις ξέπλενε με ροκανίδι και λούστρο. Κουβαλούσε στο βήμα του τη Θεσσαλονίκη κι έναν μικρό κύκνο σε επιτραπέζια προσθήκη σαλονιού.

Ο πατέρας δεν είχε μαλλιά παρά μόνο στους κροτάφους και δεν συνήθιζε να τα μακραίνει από τη μία πλευρά για να ξεγελάει τον χρόνο. Δεν του άρεσε να παίζει με τους ανθρώπους, ούτε με τα συναισθήματά τους. Του άρεσε να παίζει τάβλι στο μπαλκόνι μας στη Χαλκιδική. Του άρεσε να τον φροντίζει η μητέρα, φτιάχνοντάς του ουζάκια με αντζούγιες και πιπεράκια καυτερά.

Ο πατέρας μου περπάτησε στο Quartien Latin, με τις πρόκες της ορφάνιας κρατημένες στην τσέπη του σακακιού του. Τις σφήνωνε στο ξύλο κάθε επίπλου που σχεδίαζε και έφτιαχνε από την αρχή ως το τέλος. Πριν ακόμη με γνωρίσει ο πατέρας μου, έδινε τη μορφή μου σε κάθε του έπιπλο.

Ο πατέρας μου είναι ψηλός, έχει παλάμες μεγάλες και μια περίεργη γωνία στον αντίχειρα, με το δάκτυλο ελαφριά παρατεταμένο προς τα πάνω. «Να κοιτάς ψηλά και όχι κάτω» έλεγε όταν έκλαιγα, άνοιγε την αγκαλιά του και μύριζε βερνίκι, αλήθεια και γαλλική κολόνια.

Ο πατέρας μου είχε φωνή καθαρή που την άλλαζε όταν θύμωνε, όταν νύσταζε, όταν συμβούλευε, όταν τραγουδούσε, όταν μεγάλωσε. Την ωραιότερη φωνή του, δίχως να το ξέρει -ίσως και το ήξερε- ήταν όταν μου έλεγε παραμύθια τα βράδια, μετά τις υπερωρίες του Σαββάτου.

Ο πατέρας δεν είχε αυτοκίνητο αλλά με πήγαινε στα πιο όμορφα μέρη, με τα βιβλία που μου διάβαζε για τις πυραμίδες και τους άλλους πλανήτες, για τους αρχαίους Έλληνες, τα έθιμα των λαών και τις παραδόσεις του χωριού. Στο χωριό ξεκουραζόταν ο πατέρας, βρίσκοντας την οικογένεια που ποτέ δεν είχε.

Ο πατέρας δεν υπήρξε ποτέ παιδί. Έπρεπε να στηρίζεται μόνος του όρθιος. Έπρεπε να στηρίζει τους άλλους. Δεν επέτρεπε στον εαυτό του ούτε να γέρνει, ούτε να πέφτει. Τώρα σκέφτομαι πως είναι δύσκολο να στέκεσαι πάντα όρθιος, όταν όλα γύρω σου γέρνουν πιεστικά προς το χώμα.

Ο πατέρας μου έσπαγε τα κάστανα και ξεφλούδιζε τα πορτοκάλια με απίστευτη τρυφερότητα, μας τα έδινε με απίστευτη τρυφερότητα, μας σκλήρυνε για τη ζωή με απίστευτη τρυφερότητα.

Ο πατέρας μου τελευταία δεν άκουγε, επειδή δεν ήθελε να ακούει τους θορύβους της ζωής, ξεχνούσε επειδή ήθελε να ξεχνάει τα καθημερινά ανούσια, έφευγε από τις συναναστροφές επειδή ήταν για να φύγει, χανόταν στην σιωπή επειδή τι να πει κάποιος όταν τα νιώθει όλα στην πρώτη τους ύλη...

Πατέρα, έχεις 40 μέρες πεθαμένος.
Και εγώ που άκουγα τη φωνή σου πριν ακόμη γεννηθώ, τώρα την εφευρίσκω.