Top menu

Πάουλους Χόχγκατερερ: "Δεν θέλω να εκπαιδεύσω τους ανθρώπους, να τους κάνω σοφότερους ή ηθικά καλύτερους"

 

Το βιβλίο του Αυστριακού συγγραφέα και παιδοψυχίατρου Πάουλους Χόχγκατερερ Η γλύκα της ζωής (μτφρ. Χριστίνα Ντρέκου, εκδ. Βακχικόν) είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα αλλά κι ένα κοινωνικό ψυχογράφημα.

Βραβευμένο με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2009, κυκλοφορεί στα ελληνικά, σε μετάφραση της Χριστίνας Ντρέκου από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Με αφορμή την κυκλοφορία του γνωρίζουμε τον συγγραφέα του και μιλάμε μαζί του για το έργο του και τη λογοτεχνία.

 

Συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

Πρώτη δημοσίευση: Book Press

 

Το μυθιστόρημά σας «Η γλύκα της ζωής» κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Βακχικόν. Πώς νιώθετε γι’ αυτό; Τι σημαίνει για εσάς μια νέα μετάφραση;

Όπως μπορεί κανείς να φανταστεί, αισθάνομαι πολύ χαρούμενος για κάθε νέα μετάφραση. Είναι σαν να ανοίγω μια πόρτα σε ένα κτίριο στο οποίο δεν μπήκα ποτέ πριν ή σαν να μιλάω με ανθρώπους που συναντώ για πρώτη φορά. Επιπλέον, η ελληνική έκδοση έχει μεγάλη συναισθηματική αξία για εμένα λόγω της προσωπικής μου σχέσης με την Ελλάδα, ειδικά με το Αιγαίο. Εμείς –η γυναίκα μου και εγώ– επισκεπτόμαστε τα νησιά των Κυκλάδων και τα Δωδεκάνησα σχεδόν κάθε χρόνο με ιστιοπλοϊκό. Και οι δύο αγαπάμε την ελληνική κουλτούρα, τη φιλοξενία, το φαγητό και το κρασί.

Η ιστορία του βιβλίου ξεκινά ως ένα αστυνομικό μυστήριο. Είναι όμως ένα κοινωνικό ψυχογράφημα που διαδραματίζεται στην αυστριακή επαρχία. Πώς εμπνευστήκατε αυτή την ιστορία και τι είχατε στο μυαλό σας όταν ξεκινήσατε να τη γράφετε;

Πιθανότατα η κύρια πηγή της είναι η καθημερινή ενασχόληση με το θέμα του τραύματος στο παιδοψυχιατρικό κομμάτι της επαγγελματικής μου ζωής. Για παράδειγμα, η απώλεια του αγαπημένου παππού από ένα βίαιο έγκλημα μπορεί να στερήσει το λόγο από ένα παιδί. Μερικές φορές το τραύμα ξεδιπλώνει την επίδρασή του ακόμη και σε γενιές όπως γνωρίζουμε. Πέρα από αυτό, το γεγονός ότι προσωπικά μεγάλωσα σε μια αυστριακή πόλη που έμοιαζε αρκετά με την πόλη Furth am See όπου διαδραματίζεται η ιστορία ήταν ένα είδος ασυνείδητου υπόβαθρου για μένα όταν έγραφα αυτό το βιβλίο.

Πώς προσεγγίσατε τα θέματα που πραγματεύεστε στο βιβλίο σας και πώς δουλέψατε για να αναπτύξετε τους βασικούς σας χαρακτήρες;

Το να μιλήσω για τον Ράφαελ Χορν, έναν ψυχίατρο που εργαζόταν σε ένα τμήμα νοσοκομείου, δεν χρειαζόταν κάποιο ιδιαίτερο είδος προσέγγισης, απλώς έπρεπε να βασιστώ στην καθημερινή μου εμπειρία. Το να «γλιστρήσω» στον χαρακτήρα του Λούντβιχ Κόβατς, ενός τυπικού Αυστριακού αστυνομικού επιθεωρητή –που πίνει μπύρες και βιώνει μια κρίση μέσης ηλικίας– δεν ήταν επίσης πολύ δύσκολο, για να είμαι ειλικρινής. Τελικά, ήταν προφανές να αφήσω και τους δύο να ερευνήσουν το έγκλημα που είναι η αφετηρία του μυθιστορήματος. Ο Κόβατς αναλαμβάνει το κλασικό αστυνομικό κομμάτι της υπόθεσης, ο Χορν το ψυχολογικό. Το γεγονός ότι στην ιστορία εμφανίζονται νέοι με ορισμένες συμπεριφορικές πρωτοτυπίες δεν αποτελεί μεγάλη έκπληξη αν λάβουμε υπόψη το ψυχιατρικό μισό της επαγγελματικής μου ταυτότητας, υποθέτω. 

Το βιβλίο σας τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2009. Τι σημαίνει αυτό το βραβείο για εσάς;

Το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ε.Ε. σήμαινε και σημαίνει πολλά για μένα. Για την ακρίβεια, είναι τόσο μεγάλη τιμή όσο και η ευκαιρία να προσεγγίσεις ξενόγλωσσους. Το μυθιστόρημα έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από δεκαπέντε γλώσσες μέχρι σήμερα. Αυτό δεν θα είχε συμβεί χωρίς το βραβείο της Ε.Ε.

Έχετε εκδώσει περισσότερα από δέκα βιβλία. Πότε μπήκε η γραφή στη ζωή σας και ποια ήταν η καθοριστική στιγμή σας ως συγγραφέας;

Από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, η ανάγνωση βιβλίων έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Πιθανότατα, αυτό αρχικά οφειλόταν στο γεγονός ότι ήμουν γιος δασκάλου και η μητέρα μου ήταν επίσης παθιασμένη με τη λογοτεχνία. Έτσι, τα πρώτα μου χρόνια έμαθα ότι η ανάγνωση βιβλίων ήταν εξίσου απαραίτητη για τη ζωή με το φαγητό ή την αναπνοή. Το να γράψω τις δικές μου ιστορίες ήταν απλώς ένα μικρό βήμα που προέκυψε λογικά από αυτό. Μία από τις κρίσιμες στιγμές στην αρχή της καριέρας μου ως συγγραφέας ήταν, χωρίς καμία αμφιβολία, η έκδοση της πρώτης μου ιστορίας. Το πρώτο σου βιβλίο – αυτό είναι πάντα μια φανταστική εμπειρία.

Θα λέγατε ότι η επιστήμη σας επηρεάζει τη γραφή σας και με ποιους τρόπους;

Η παιδοψυχιατρική είναι πρωτίστως ένας αφηγηματικός κλάδος. Παιδιά, γονείς, δάσκαλοι σου λένε τις ιστορίες τους – άλλοτε εκτενώς και με πολλές λεπτομέρειες, άλλοτε με λίγα λόγια, άλλοτε απλώς με χειρονομίες, βλέμματα ή με δάκρυα. Πρέπει, πρώτα απ' όλα, να ακούσεις και μετά, με επιφυλακτικό και προσεκτικό τρόπο, να ξαναδιηγηθείς αυτό που σου είπαν. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείς μια σχέση – που είναι το πιο βασικό πράγμα τόσο στην παιδοψυχιατρική όσο και στην αφήγηση.

Στοχεύετε σε κάτι όταν γράφετε;

Απλώς στοχεύω σε ανθρώπους που με αφήνουν να τους πάρω από το χέρι για να επισκεφτούμε το μέρος του κόσμου στο οποίο αναφέρομαι. Σίγουρα δεν θέλω να εκπαιδεύσω τους ανθρώπους, δεν θέλω να τους κάνω σοφότερους ή ηθικά καλύτερους. Δεν νομίζω ότι αυτό είναι το καθήκον της λογοτεχνίας.

Ποιες είναι οι σκέψεις σας όταν σκέφτεστε έναν αναγνώστη να διαβάζει το βιβλίο σας;

Σκέφτομαι κάποιον που του αρέσει να κάνει αυτό που είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των ανθρώπων – να βγάζει τα δεσμά αυτού που λέμε πραγματικότητα και να μπαίνει στον κόσμο μιας ιστορίας που αφηγείται κάποιος άλλος.