Top menu

50 χρόνια Π ο λ υ τ ε χ ν ε ί ο (αφιέρωμα): Τιμώντας το παρόν μιας εξέγερσης. Της Κατερίνας Κουρή

 

- Ο Κ α ι ρ ό ς

- Πολυτεχνείο ζει – ένα σύνθημα με απαιτήσεις

- Το Εκεί και Τότε, το Εδώ και Τώρα

 

 

Και ήρθε ο κ α ι ρ ό ς κι ο κλήρος έπεσε. 1

 

Να ζεις το παρόν μιας εξέγερσης, είναι να υπάρχεις σε εγρήγορση και ετοιμότητα, ολοζώντανος, παρών στο εδώ και τώρα - στο χρόνο που συμβαίνει. Που σημαίνει πως, η ζωή η ίδια μέσα σου, αγρυπνά βρίσκεται σε ετοιμότητα.

Σ’ αυτή την κατάσταση αξιώνεται να συναντήσει τον κ α ι ρ ό.

 

Η ουσιώδης αινιγματικότητα του καιρού αξιώνει από μας εγρήγορση και ετοιμότητα και δεν είναι άλλη από την ίδια τη ζωή στην πιο ολοκληρωμένη και αυθεντική της μορφή.

Ο καιρός είναι μια ειδική ποιότητα χρόνου, ένα άλλο είδος χρόνου. (...) Ο κόσμος τον εκφράζει με διάφορους τρόπους για να τον ορίσει. Για παράδειγμα, ως τον ελεύθερο, τον χαμένο ή κερδισμένο χρόνο, την ακριβή στιγμή ή ακόμα και το πλήρωμα  του χρόνου, που οδηγεί σε μια υπόθεση μιας ιστορίας του χρόνου που συνδυάζει αυτό που συμβαίνει «έξω» με αυτό που συμβαίνει «μέσα». Είναι ο «παλλόμενος», ο ζων, ο συνυφασμένος με την ύπαρξη μας χρόνος κι αντικατοπτρίζει τον τρόπο που συμβαίνουν τα πράγματα μέσα στη ψυχή μας ή στη ψυχή του Κόσμου. Ο καιρός έρχεται αιφνιδιαστικά.

Η γεγονική εμπειρία της ζωής είναι ιστορική. Δεν ζει μόνο στον χρόνο, αλλά να ζει τον ίδιο το χρόνο. Ο καιρός είναι αρχέγονος χρονικός ορίζοντας μέσα στον οποίο έρχεται στην επιφάνεια η αποφασιστική αλήθεια της ανθρώπινης ζωής. Ο χρόνος εδώ είναι το ίδιο το Είναι – το προκαταρτικό όνομα για την αλήθεια του Είναι της ύπαρξής μας. 2

Η Μνήμη είναι ένα ενεργό π α ρ ό ν. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό για τη ζωή μας και τη δράση μας στο εδώ και τώρα που είναι ζωή, επίσης. Χωρίς αυτήν δεν ζεις αληθινά το παρόν σου, επαναλαμβάνεις τους ίδιους κύκλους, δεν έχεις μέλλον που να ορίζεις μια κατεύθυνση.

Έχουν περάσει πενήντα ολόκληρα χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Κι όμως... Κάτω από τις επιχωματώσεις του χρόνου, όλοι όσοι έζησαν συνειδητά την εποχή εκείνη, όσοι ήταν ζωντανοί στο εκεί και τότε με αλήθεια, ανακαλούν έντονα σαν να μην πέρασε ο χρόνος, τις ιστορικές εκείνες μέρες που έχουν περάσει  πια στην ελληνική Εποποιία. Όσοι ενστερνίστηκαν την πρωτοβουλία και τον αγώνα των φοιτητών, όλων των Σχολών, ενάντια στη χούντα των Συνταγματαρχών και μετείχαν με το δικό τους τρόπο στην φοιτητική εξέγερση, δημιουργώντας μαζί τους το Πολυτεχνείο, φέρουν μέσα τους ανεξίτηλο το βίωμα των ημερών αυτών. Γι’ αυτούς, για μας, το Πολυτεχνείο ζ ε ι και θα ζει κι αυτή τη μνήμη προσπαθούμε να αφήσουμε άσβηστη, πενήντα χρόνια, τώρα. Αυτήν την Εξέγερση τιμούμε. Αρκεί, όμως, μόνον η Μνήμη για να ζήσει κάτι ως παρόν;

Αυτό το ερώτημα θα προσεγγίσουμε σήμερα, μέσα σ’ αυτούς τους υβριστικούς καιρούς.

Το καυτό ερώτημα που απασχολεί και εμένα, όπως, ίσως, όλους τους ανθρώπους, κάποια στιγμή, βλέποντας την ίδια μας τη ζωή και την πορεία του Κόσμου, προσπάθησα να το προσεγγίσω, όχι μόνο με τη φιλοσοφία, την πολιτική  σκέψη και πρακτική, αλλάμε τον πιο αληθινό τρόπο που γνωρίζω και που δεν είναι άλλος από την Τέχνη του Μυθιστορήματος. Το Μυθιστόρημα ασχολείται με την Ύπαρξη και προσεγγίζει τα πράγματα με τρόπο αληθινότερο, από την ιστορική αλήθεια.

Οι ταραγμένοι καιροί που ζούμε, όπως σε κάθε εποχή, μας θυμίζουν πως εδώ χρειάζεται ένας τρόπος για να υπάρχεις, να ζεις στο παρόν ολοζώντανος, να δρας. Δεν πρόκειται εδώ για την Πολιτική, την Ιστορία, που αλαζονικά νομίζουν πως η μοίρα των Ανθρώπων, των χωρών, της Φύσης,τις αφορούν αποκλειστικά.

Πρόκειται για την Ηθική- με την ιδεαλιστική έννοια του όρου, για τον Πολιτισμό, μα κύρια για τη Ζωή, τον Άνθρωπο και τον τρόπο που ζει πάνω στη Γη. Πρόκειται για την Ύπαρξη του Ανθρώπου και του Κόσμου. Η υπερπροσωπική σοφία της Τέχνης αυτής αποκαλύπτει, φανερώνει τα ουσιώδη. Γράφοντας για την Ύβρη, διάτρεξα εύλογα και την εποχή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, στην οποία μετείχα ενεργά ως φοιτήτρια της Οδοντιατρικής, εκείνα τα χρόνια. Η εμπειρία μου, η εμπειρία αληθινής ζωής, στο εκεί και τότε, προσπαθεί να απαντήσει.

Όταν επιστρέφουν οι μνήμες, όπως σε δύσκολους καιρούς σαν αυτούς που ζούμε -  καιρούς, που επελαύνει με ασύλληπτη βαρβαρότητα η Ύβρις των σύγχρονων εξουσιών του Κόσμου, γίνονται μέσα στο μυαλό μας πιο εύκολα οι απαραίτητες αντιστοιχήσεις με την πρόσφατη ιστορία. Μέσα απ’ αυτές, οι μεγάλες αντιστίξεις παρόμοιων εποχών για την Ελλάδα, διακρίνονται καθαρά πια στη ζυγαριά του χρόνου: Δικτατορία '67, Πολυτεχνείο '73,  εποχή των Μνημονίων (πάνω από δέκα χρόνια και γύρευε ως πότε) και την τύχη της χώρας, όπως και του Κόσμου, να κρίνεται ακόμα από έναν ιδιότυπο Ολοκληρωτισμό, που ορίζουν μεθυσμένοι και ανόητοι τιτάνες των εξουσιών του σύγχρονου κόσμου, που καταρρέει απ’ την ίδια τους την Ύβρη. Για ν’ απαντήσουμε στο ειδικό ερώτημά μας, ας  ρίξουμε μια πιο βαθιά, εξεταστική, ματιά στην ιστορία του κόσμου, μια μόνο δεκαετία πριν την εξέγερση του Πολυτεχνείου.

Τα γεγονότα που συνέβαιναν την δεκαετία του ‘60 σε ολόκληρο τον κόσμο ήταν καταιγιστικά. Τέτοια πύκνωση γεγονότων.

 Μεγάλες αντιμιλιταριστικές διαδηλώσεις ενάντια σε κάθε είδους πόλεμο, απ’ αυτούς που μαίνονταν ανά το κόσμο-από τον ψυχρό πόλεμο και τα πυρηνικά, ως τους πολέμους στη Λατινική Αμερική, την Αλγερία, την Ινδοκίνα, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, τον πόλεμο του Βιετνάμ. Κινήματα Ειρήνης μα και, αντιφασιστικά, εθνικοαπελευθερωτικά, αντιιμπεριαλιστικά. Διαδηλώσεις κατά του εμπάργκο στην Κούβα. Θρυλικές μορφές, όπως του Τσε Γκεβάρα, διαμόρφωναν συνειδήσεις,επηρέαζαν κόσμο. Εξεγέρσεις παντός είδους. Φυλετικές. Υπέρ των δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών. Αλλά και εξεγέρσεις που είχαν να κάνουν με τους παρίες του κόσμου, με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες όλων των ανθρώπων, έσπαγαν - πότε με τη βία, πότε ειρηνικά, πότε μέσα από ρεύματα μουσικής - φραγμούς, ταμπού, κι έπαιρναν θέση για τα πολιτικά πράγματα στις χώρες, για τις πολιτικές δολοφονίες και τις δικτατορίες, όπως της Ελλάδας και της Χιλής.

Την ίδια ώρα μεγάλος και ο απόηχος της πολιτιστικής έκρηξης. Της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, της επανάστασης των Χίπιδων, το Γούντστοκ. Η ιαχή όλων αυτών των μεγάλων γεγονότων εισέβαλε κατά ώσεις εκκωφαντική, στην, υποδουλωμένη από το΄67,  χώρα μας  από τη χούντα των Συνταγματαρχών, μέσα από τις χαραμάδες της φυλακής της. Τάρασσε την ακινησία της, βροντούσε τα κελιά της. Απαιτούσε ετοιμότητα και εγρήγορση.3

(…) Η δεκαετία του’60, φορτωμένη με χιλιάδες συνταρακτικά γεγονότα και εξεγέρσεις σε όλο το κόσμο, μόλις είχε τελειώσει. Μα η δυναμική της συνέχιζε και επηρέαζε και την αρχή της επόμενης δεκαετίας, καθώς η πρόσφατη μνήμη του κόσμου κρατούσε όλες εκείνες τις συγκλονιστικές της εικόνες.

Τα χιλιάδες συνθήματα που εντάσσονταν σε ένα ευρύτερο, αντιαυταρχικό, κίνημα και που συμβάδιζαν με εκείνα του Μάη του ’68, θρέφοντας την εφηβεία μας, παρέμεναν ακόμα ηχηρά στα αυτιά μας και δονούσαν τα νεανικά μας στήθη, εκεί την εποχή της αρχής του ’70.

Και ήρθε ο καιρός. Κι ο κλήρος έπεσε.

Ήταν και η εφηβεία μας, αυτό το μέγα δημιουργικό χάος, που αναμείχτηκε με τις φαντασμαγορικές εκρήξεις του δυναμικού χάους της εποχής και έκαναν έναν συνδυασμό ακαταμάχητο. Για μας τους φοιτητές της Ελλάδας που είδαμε αμέσως τις προκλήσεις της, έγινε το κίνητρο μα και η ελπίδα να αλλάξουμε τα πράγματα. Πώς θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε τα σημάδια, ν’ αποστρέψουμε το βλέμμα;

Με πυκνωμένα τα μηνύματα και συσσωρευμένη την ενέργεια τόσης πυρίτιδας γεγονότων, είχαμε αρκετή στη ψυχή μας για να κάνουμε τον τυραννισμένο λαό της χώρας μας να ελπίσει, να ξαναπιάσει το νήμα της ιστορίας του. Αυτό πιστεύαμε. Η εποχή εναπόθετε μέσα μας τον εκρηκτικό σπόρο μιας πραγματικής αλλαγής αντίληψης και στα χέρια το δόρυ της ακριβούς στιγμής, ώστε με ακρίβεια να διακρίνουμε το πότε, το πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε μια κίνηση ελεύθερη, γενναία, πραγματική, όσο και ποιητική, για να αποτινάξουμε τον ζυγό, αψηφώντας τον όποιο κίνδυνο. Μας έδωσε ακόμα τη δύναμη και την ευκαιρία να γράψουμε τον δικό μας στίχο στο μεγάλο ποίημα των διαχρονικών συνθημάτων. Και ήταν αυτό το σύνθημα, τόσο δυνατό και τόσο διαχρονικό που παραμένει ακόμα και σήμερα το ίδιο επίκαιρο και δυνατό:

Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία!

Η δική μας γενιά, παρά το νεαρό της ηλικίας της τότε, είχε επαρκή αντίληψη του κόσμου και της σημειωτικής των συμβάντων της εποχής. Ήταν ώριμη και αγνή συνάμα. Εύκολα θα μπορούσαν να την συντρίψουν αν ήταν μόνο το ένα απ’ τα δύο. Ένας συνδυασμός αήττητος -και παρέμενε έτσι ως το τέλος- μεταφορικά μιλώντας. Προχωρούσε στη δυναμική της, άλλωστε, χωρίς  τα βαρίδια της σκληρής, πρόσφατης ιστορίας της χώρας μας και των εθνικών της διχασμών που την κρατούσαν σε σύγχυση κι αμηχανία. Η νεολαία που δημιούργησε το Πολυτεχνείο του ’73 ήταν ελεύθερη από καταναγκασμούς, αγκυλώσεις, προκαταλήψεις, άκαμπτες ή μεταχειρισμένες κομματικές πρακτικές. Η δύσκολη αυτή εποχή της άνοιγε γρήγορα μυαλό και ψυχή προς μια ποιοτική αλλαγή. Την έκανε τάχιστα να συνειδητοποιηθεί, να χειραφετηθεί, να πολιτικοποιηθεί, παραμένοντας ωστόσο ο αυθεντικός εαυτός της. Ελεύθερη από σχήματα, να μπορεί να αυτοσχεδιάζει με σοφία, ένστικτο και ευελιξία τις κινήσεις της. Να διατηρεί την επαφή της με την κοινωνία, κοιτώντας την σταθερά στα μάτια, για μην μπορεί να χαμηλώσει το βλέμμα και να μην ξεχνά. Ήταν η δροσερή βροχή σε μια εποχή πνευματικής και πολιτικής ξηρασίας. Ήταν ο αέρας της ζωής, η κίνηση στην ακινησία που είχε επιβάλλει η δικτατορία. Δεν ήταν εύκολο να την υποδουλώσει κανείς. Άριστο χαρμάνι. Μέσα στα επόμενα χρόνια μετά τη πτώση της δικτατορίας, όλοι θα ήθελαν να διεκδικήσουν την πατρότητα ή το όνομα του Πολυτεχνείου. Εκτός, ασφαλώς, από κείνους, τους «νοσταλγούς»της δικτατορίας, εκείνους τους διαχρονικούς εφιάλτες της χώρας, που θα έκαναν άρνηση στην ιστορική μνήμη, που επιλεκτικά θα διάλεγαν να ξεχάσουν πως υπήρξε το Πολυτεχνείο. Πως ούτε οι νεκροί του -οι αθάνατοι- υπήρξαν. Κι ας στοιχειώνει η μνήμη τους τα όνειρά τους και τις ανήσυχες νύχτες τους.4

(…)

Όσο για μας τους φοιτητές της εποχής, ζωή, με όλη τη σημασία της λέξης, ήταν αυτό που ζούσαμε εκεί. Ζούσαμε στο παρόν μιας εξέγερσης. 

Κι είναι πέρα για πέρα αληθινό, να ισχυρίζομαι πως παρά τα δύσκολα πόσο τυχεροί ήμαστε εμείς που υπήρξαμε αυτή την εποχή, σ’ αυτή την εξέγερση, που βιώσαμε ολοζώνταν οι το παρόν μας με νόημα και αλήθεια. Κάτι έπρεπε να το κάνουμε αυτό μετά. Το κάναμε; Έγινε μνήμη; Ή ανάμνηση; Έγινε τρόπος να ζήσουμε αληθινά; Να τείνουμε προς την ουσία της ύπαρξής μας; Προς το είναι μας;

(…)Ένα περίεργο δέσιμο υπήρξε με πολλούς από τους συναγωνιστές μας εκείνη την εποχή – παιδιά σχεδόν της ίδιας ηλικίας και σχεδόν της ίδιας ή ευρύτερης παρέας. Να αναφέρω συγκεκριμένα ονόματα, θα ήταν κρίμα. Θα αδικήσω πολλούς. Μερικοί αναδείχτηκαν φυσικοί ηγέτες και καθοδηγητές.Έγιναν οι μπροσταρόκριοι του φοιτητικού κινήματος. Όμως, όλοι θρέφαμε, ο ένας για τον άλλο, βαθύτατο σεβασμό. Θα μπορούσα να πω -και δεν θα ήταν ψέμα- πως αυτό για το οποίο παλέψαμε είναι κάτι που μας συνδέει ακόμα. Φυλαγμένο μέσα μας στο μέρος της καρδιάς- αθώο, ηθικό, ιερό. Με αυτούς που αγωνιστήκαμε με τέτοια αλήθεια, δίχως καν να νοιαζόμαστε για τις ιδιαίτερες αποχρώσεις του κόκκινου της ίδιας φωτιάς, μας έδενε – κι ίσως μας δένει ακόμα- κάτι ακατάλυτο. Το βλέπω, φορές, στα μάτια και στο χαμόγελο κάποιων απ’ τους πολλούς που προτίμησαν να μείνουν αφανείς μέσα στα χρόνια και που την αυτοθυσία και τις γενναίες τους μάχες τις αθόρυβες, όλοι όσοι ήμασταν εκεί γνωρίσαμε.(…) Είμασταν μαζί στο εκεί και τότε. Υπήρξαμε ολόκληροι και ζωντανοί στο παρόν μας.

(…)

Κατά διαστήματα, όλο και κάποιος έλειπε από τη παρέα. Οι συλλήψεις πύκνωναν. Όμως αυτό δεν μας σταματούσε. Αντίθετα. Κι ύστερα συνέβη αυτό που πέρασε στην ιστορία. Πρώτα η Νομική, ύστερα το Πολυτεχνείο. (Θα ακολουθούσε η Οδοντιατρική μα… μας  πρόλαβαν τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο. Το γνωρίζω από πρώτο χέρι, μα αλλού θα γράψω τις μαρτυρίες).

Οι δικές μας εξεγέρσεις. Τί να πρωτοθυμηθώ; Την γενναιότητα, την πραγματική λεβεντιά, την αυτοθυσία, τη συγκίνηση, τη περηφάνια, αυτό που σε υπερβαίνει; Το ξύλο, τις συλλήψεις, τα βασανιστήρια, τις διώξεις, τον θάνατο;

 Τι κι αν έστειλαν τανκς, τι κι αν έβγαλαν όπλα στους άοπλους; Πως θα μπορούσαν να μας νικήσουν; Δεν νίκησαν ούτε τους νεκρούς μας. Γιατί γι’ αυτούς « ο θάνατος δεν έχει εξουσία». Δεν γνώριζαν πως «είμαστε αιώνιοι, όταν δωριζόμαστε στην ελευθερία μας»;

Αυτή ήταν μια αληθινή εμπειρία ζωής. Η ανάγκη για τιμή και ελευθερία. Ήταν οι καρδιές τόσο γεμάτες, ο σκοπός τόσο καθαρός, ο αγώνας τόσο γνήσιος, οι αξίες τόσο γεμάτες από την ουσία τους, όσο τα νιάτα της εποχής εκείνης, που έμοιαζαν στα χέρια τους να σηκώνουν έναν κόσμο. Τίποτα δεν μπορούσε να τα καταβάλει. Ούτε η Ύβρις εκείνου του καιρού.

Ναι. Αυτά υπήρξαν στο εκεί και τότε. Τόσα έχουν γραφτεί. Επαναλήψεις δεν χρειάζονται. Όμως, πάντα κάτι καινούργιο φανερώνεται από τα χίλια περιστατικά, από τα χίλια στιγμιότυπα, απ’ τις χίλιες αληθινές εικόνες τις καλά φυλαγμένες στην καρδιά και τη μνήμη μας που καταφέρνουν ακόμανα μας δίνουν αντοχήστα δύσκολα. Δεν μιλάω διόλου με νοσταλγία. Είχαμε ζήσει στο παρόν της την εποχή.

Κι αυτό οφείλαμε να κάνουμε και σήμερα – να ζούμε συνειδητά στο παρόν μας. Πάντως ένα γνωρίζω καλά. Πως για τίποτα στον κόσμο δεν θα ‘θελα να λείπω από το εκεί και το τότε. Αυτό μετρούσε. Κι ακόμα μετράει.

 Ήταν μια εμπειρία καθοριστική για μένα. Ύστερα, όλοι όσοι ζήσαμε αυτή την εξέγερση είχαμε να διηγηθούμε μια σπουδαία ιστορία. Μια συγκλονιστική ιστορία. Κι αυτό είναι που αξίζει πάνω απ’ όλα σ’ έναν άνθρωπο.

Για καιρό μετά, κάπου στα σπίτια, στα κρησφύγετα και στις καρδιές μας θα γινόταν η επούλωση των τραυμάτων, το πένθος. Η ΕΣΑ θα έκανε καιρό εφόδους σε σπίτια της περιοχής του Πολυτεχνείου και των Εξαρχείων. Θα έψαχνε ακόμα κάποιους από μας. Θα ενοχλούσε τους δικούς μας. Θα συνεχίζονταν, ακόμα πιο σκληρά, οι διώξεις, τα βασανιστήρια στις φυλακές. Μα για λίγο. Το υβριστικό πρόσωπο της χούντας δεν το άντεχε κανείς πια. Κάποια στιγμή, όμως μετά την τραγωδία της Κύπρου, το θηρίο, θανάσιμα λαβωμένο, εξέπνευσε.5

Αυτά με το εκεί και τότε, λοιπόν. Με το εδώ και τώρα  έπρεπε να ασχοληθούμε, να θέσουμε ερωτήματα και να τα απαντήσουμε.

(…)

Από εκείνο το αμιγές κίνημα της φοιτητικής νεολαίας εκείνης της εποχής, από το χρονικό μιας μεγάλης εξέγερσης, τί απόμενε, στ’ αλήθεια; Η σημερινή δράση ή, μάλλον, η απραξία της κουρασμένης λογικής -αυτή η άσκεφτη σκέψη- σταματούσε μόνο στην εκθείασή του. Ή, το πολύ, στη νοσταλγία του. Δεν το ανάσταινε. Μόνο το χρησιμοποιούσε.Το έκανε, πράγματι, ένα «σύμβολο χειραφέτησης», «Ποιητική του λαϊκισμού». Το «ανασταίνω» δεν μπορεί να σημαίνει άλλο από το  ενσωματώνω σε μια διαδικασία Αλήθειας. Το κάνω να ζ ε ι ως αλήθεια. Που σημαίνει θραύω τα σύμβολα, σπάζω τα καλούπια, το αποκαλύπτω, το φανερώνω, το εμφανίζω και  ζω το παρόν του. Αυτό οφείλαμε να κάνουμε γι’ αυτό που υπήρξε.

Ανακαλώ από τα διαβάσματά μου τους διάφορους τρόπους αυτού του «αληθεύειν», που έχει περιγράψει ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια» και μαζί ολόκληρη η ελληνική σκέψη, φιλοσοφία και ύπαρξη. Αναφέρονται σε κάθε τι που αφορά στην κατανόηση της καθημερινής ύπαρξης, αλλά και στη πρακτική επίγνωση που προσιδιάζει σε κάθε ζωντανή, ιστορική ύπαρξη ως αποκάλυψη και εμφάνιση του παρόντος.

Το «ενσωματώνω σε μια διαδικασία αλήθειας» - κάτι που απασχολεί σοβαρά και τους σύγχρονους φιλόσοφους, σημαίνει το ξεσκεπάζω, το κάνω ζωή για να ζήσω το παρόν μου. Το κάνω σχέση με το Άπειρο, με την Αθανασία. Το κάνω σκέψη και σχέση με την Τέχνη, την Ποίηση, τη Δημιουργία. Το κάνω «Πολιτική του Αύριο», για να προσεγγίσω και να ζήσω το μέλλον.  Μια πολιτική που να  αφορά σε άλλου είδους Πολιτεία. Αν δεν ζεις το παρόν με αλήθεια, δεν μπορείς να σχεδιάσεις το μέλλον. Για να ζήσουμε μια τέτοια ζωή, πρέπει να την επιθυμήσουμε ως τέτοια. Η ζωή δεν είναι θέαμα. Κι αδυνατούμε να αναπαραστήσουμε μια ζωή  που δεν την ζούμε αληθινά. Τη ζωή τη ζεις ή δεν την ζεις.

Ζ ω σημαίνει μένω μέσα της με αλήθεια. Είναι η αθάνατη ενικότητα και παραίνεση  του Αριστοτέλη.

Να ζει κανείς ως αιώνιος. Α-λήθεια και Ζωή είναι η πρόσβαση στην εμπειρία.

Αλλιώς είναι το τέλος της εμπειρίας – είναι Θάνατος.5

 

Σημείωση:

Το άρθρο χρησιμοποιεί ως αναφορά για τη δομή και την ουσία του, μερικά αποσπάσματα (βλ.1-5) από το πρόσφατο μυθιστόρημά μου Η Ύβρις είναι της Νύχτας - εκδόσεις  Βακχικόν. Το βιβλίο που έχει ως κεντρικό θέμα την Ύβρη των Καιρών που ζούμε, αναφέρεται εκτενώς στην εποχή του Πολυτεχνείου, κάνοντας αντιστίξεις με αυτά που συμβαίνουν σήμερα στην Ελλάδα και τον Κόσμο.

Κατερίνα Κουρή