Top menu

#Το κείμενο της εβδομάδας: "Μελανιασμένα πλιέ" | Μαίρη Καλανδαρίδου

 

Στην κηδεία του πατέρα δεν έκλαψα. Βασικά, ήμουν πολύ χαρούμενη. Συγκρατούσα τα γέλια μου να μη γίνω αντιληπτή από τους άλλους. Παρακαλούσα τον Θεό να πεθάνει από τότε που ήμουν πέντε χρόνων. Το έκανε όταν έκλεισα τα είκοσι. Με πρόλαβε. Με τη μαμά και τη μικρότερη αδερφή μου ζούσαμε τριάντα χιλιόμετρα έξω από το Λονδίνο, στην ανατολική πλευρά. Το σπίτι μας, ένα τυπικό αγροτόσπιτο, είχε μεγάλο κήπο μπροστά και τα ζώα στο πίσω μέρος. Ο πατέρας δούλευε στο μοναδικό εργοστάσιο της περιοχής κι η μαμά ήταν μοδίστρα στο σπίτι.

Με την αδερφή μου ήμασταν παχύσαρκα παιδιά. Δεχόμασταν τα πειράγματα των συμμαθητών και επιστρέφοντας στο σπίτι τρώγαμε πουτίγκα φράουλα με μπλούμπερι κι αυγά με μπέικον τηγανισμένα σε βούτυρο αγελάδας. Με αυτήν τη σειρά. Πρώτα το γλυκό, μετά το αλμυρό. Η μαμά ήταν ανέκαθεν αφράτη, ο άλλος ξερακιανός, φαίνεται πως προτιμούσε τις χοντρούλες.

Όταν μπήκα στα οκτώ, άνοιξε στην πόλη μας μια σχολή χορού. Επιστρέφοντας από το σχολείο κολλούσα το πρόσωπο στην τζαμαρία κι από τα ανοίγματα που άφηναν οι διαφημιστικές πινακίδες χάζευα το εσωτερικό. Υπέροχες φιγούρες σε ροζ κορμάκια και τουτού μπροστά στην μπάρα του καθρέφτη εκτελούσαν συγχρονισμένες κινήσεις.

Ένα απόγευμα που έξυνα με τα νύχια μου το χρώμα στο τζάμι της σχολής, με τσάκωσε η ιδιοκτήτρια. «Γιατί καταστρέφεις το χρώμα;» μου φώναξε. «Έλα μέσα να παρακολουθήσεις το μάθημα». Η προφορά της ήταν ξενική, αλλά εύηχη. Έκτοτε, όλη τη μέρα περίμενα τη στιγμή που θα πήγαινα στη σχολή.

Στην αρχή για λίγο, στη συνέχεια όλο και περισσότερο, μέχρι που η μαμά αντιλήφθηκε την αργοπορία μου. Όταν της ανακοίνωσα ότι θέλω να γίνω μπαλαρίνα, ένα θλιμμένο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. Μόνο τέτοια είχε η μαμά. «Άννι, δεν έχουμε τα χρήματα κι εσύ δεν έχεις το κατάλληλο σώμα» μου είπε. Η μαμά δεν έλεγε ποτέ «χοντρή», «αφράτη», «εύσωμη», «φακλάνα». Αυτά τα έλεγε μόνο εκείνος. Την επόμενη μέρα, γεμάτη απογοήτευση, ανακοίνωσα στην κυρία Πρέσνιεφ ότι δεν θα μπορούσα να παρακολουθώ τα μαθήματά της. Τότε αυτή μου χαμογέλασε τρυφερά και μου είπε ότι αν έχανα βάρος, θα μου επέτρεπε να κάνω μαθήματα δωρεάν. Στο γραφείο της είχε μερικά φυλλάδια με ειδικές διατροφές για τις μαθήτριές της, μου έδωσε ένα και έφυγα για το σπίτι.

Όσο αδυνάτιζα, ο πατέρας αραίωνε τις επισκέψεις του στο δωμάτιό μου. Τον άκουγα να μπαίνει στης Πέγκυς και έκλαιγα σε κάθε γδούπο από τα πόδια του κρεβατιού και σε κάθε τρίξιμο από τις σούστες.

Σε λίγους μήνες είχα χάσει δεκαπέντε κιλά. Η κυρία Πρέσνιεφ με ζύγιζε κάθε Παρασκευή και σημείωνε σ’ ένα πινακάκι την πρόοδό μου. Παράλληλα, το σώμα μου δυνάμωνε με τις ασκήσεις. Γυμναζόμουν από τις τρεις το μεσημέρι μέχρι τις οκτώ το βράδυ κάθε μέρα. Η απόδοσή μου ήταν θεαματική και κατάφερα στο τέλος της χρονιάς να ενταχθώ σε μια ομάδα κοριτσιών που χόρευαν ήδη τρία χρόνια.

Η κυρία Πρέσνιεφ ήταν έκπληκτη και πολύ ικανοποιημένη με την αφοσίωσή μου κι εγώ ήμουν ευτυχισμένη – μόνο στη σχολή. Αν μπορούσα, θα κοιμόμουν κι εκεί.

Καταλάβαινα όσο μεγάλωνα ότι δεν θα μπορούσα να γίνω πρίμα μπαλαρίνα. Ξεκίνησα πολύ αργά τον χορό και μ’ ένα σώμα που στην αρχή δεν βοηθούσε καθόλου. Ματωμένα δάχτυλα και πρησμένοι αστράγαλοι ήταν η καθημερινότητά μου. Βέβαια, αυτές οι μελανιές ήταν τα παράσημά μου, ενώ οι άλλες βρομερές κηλίδες.

Στα δεκάξι μου πήγα να δώσω εξετάσεις στη Royal Academy του Λονδίνου. Η κυρία Πρέσνιεφ πίστευε ότι ήμουν έτοιμη. Εγώ, πάλι, όχι. Πολλές φορές, ενώ ένας λευκός, ψηλόλιγνος κύκνος χόρευε, εγώ έβλεπα στον καθρέφτη μια χοντροκομμένη και ατσούμπαλη πάπια με σπασμένα τα άχρηστα φτερά της. Στη διαδρομή με το τρένο αποκάλυψα στην κυρία Πρέσνιεφ τις νυχτερινές επισκέψεις εκείνου. Με αγκάλιασε και με φίλησε στο μέτωπο. Ήταν η πρώτη φορά που με φιλούσε. Στις εξετάσεις πέρασα πέμπτη ανάμεσα σε τετρακόσιους υποψηφίους.

Η Πέγκυ μού τηλεφώνησε για την κηδεία. Είχε, μου είπε, εργατικό ατύχημα. Είχε πιει παραπάνω στο μεσημεριανό διάλειμμα κι όταν πήρε μπροστά η μηχανή της κονσέρβας, η ροδέλα τού τράβηξε το χέρι και τα μαχαίρια τού το έκοψαν από τον ώμο. Ήταν αυτό το ίδιο δεξί χέρι που μας άγγιζε τις νύχτες και μας βούλωνε το στόμα. Πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία πριν έρθει το ασθενοφόρο.

Επιστρέψαμε στο σπίτι κι ετοιμάζαμε καφέδες και κονιάκ για τον κόσμο. Στην κουζίνα η Πέγκυ με έσφιξε δυνατά από τη μέση. Με το παχουλό της χέρι μού χάιδευε τα μαλλιά. «Θα με πάρεις μαζί σου;» με ρώτησε όλο αγωνία. Πετάξαμε τους δίσκους και το σκάσαμε από την πίσω πόρτα.

 


 

Το διήγημα "Μελανιασμένα πλιέ" περιλαμβάνεται στην συλλογή της Μαίρης Καλανδαρίδου Αναίμακτα (Νοέμβριος 2021) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.