Top menu

"Ολιέβιν", του Κώστα Γραμματικόπουλου [ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ]

 

Έξω από το παλιό αρχοντικό με τον πέτρινο φράχτη, μία άμαξα σταμάτησε και κατέβηκε ένας ηλικιωμένος άνδρας. Το παρουσιαστικό του έδειχνε έναν άνθρωπο μιας άλλης εποχής. Φορούσε καπέλο ημίψηλο, λευκά γάντια φθαρμένα από την πολυκαιρία, παντελόνι μαύρο με πιέτες, γιλέκο του ιδίου χρώματος και σακάκι ριγέ, μεσάτο. Η όψη του ήταν γαλήνια, τα γένια του μακριά, ατημέλητα και στο δεξί του χέρι κρατούσε μία μαγκούρα. Περπατούσε αργά και με μία σχετική δυσκολία. Ένα μπουγάζι ορμητικό κατέβηκε από την Πάρνηθα και του δρόσισε τα αναψοκοκκινισμένα από τη ζέστη μάγουλα. Άνοιξε την τεράστια καγκελόπορτα, που το πάνω μέρος της ήταν στολισμένο με περίτεχνα γεωμετρικά σχήματα και δέσποζαν δεξιά κι αριστερά δύο πελώριοι μεταλλικοί αετοί, και μπήκε στον πευκόφυτο κήπο.

Ένας επίγειος παράδεισος απλώθηκε μπροστά του. Ακολούθησε ένα λιθόστρωτο δρομάκι, ανάμεσα σε μία συστάδα δέντρων από ακακίες, σημύδες και πεύκα. Οι ακτίνες του ήλιου τρυπούσαν τις πευκοβελόνες και ακουμπούσαν ατίθασες τη διψασμένη χλόη. Αηδόνια και κοτσύφια συναγωνίζονταν στο κελάιδισμα. Περπάτησε αρκετά, ώσπου έφθασε σε ένα μικρό ξέφωτο. Σε αυτό το σημείο, βρισκόταν ένα κιό-σκι με μία ροτόντα και τρεις ψάθινες καρέκλες. Στα δεξιά του υπήρχε ένα πηγάδι. Ένας άνδρας μεσόκοπος κλάδευε τις τριανταφυλλιές. Χαιρέτησε τον ηλικιωμένο άνδρα, ο οποίος ανταπέδωσε τον χαιρετισμό.

Συνέχισε να προχωρά. Είχε λαχανιάσει. Έβγαλε το μεταξωτό μαντίλι του και σκούπισε επιμελώς το μέτωπο και τον σβέρκο του. Η έκταση του κήπου ήταν πάνω από τριάντα στρέμματα και για να φθάσει μέχρι την έπαυλη, περπάτησε άλλα τριακόσια τουλάχιστον μέτρα.

Έφθασε στην εξώπορτα του αρχοντικού και χτύπησε το ρόπτρο δυνατά, δύο φορές. Σήκωσε το βλέμμα του και είδε στο υπέρθυρο το οικόσημο που ήταν μία άγκυρα και ακριβώς δίπλα το έτος κατασκευής της κατοικίας: 1906. Μετά από λίγο, η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε η οικονόμος, μία γυναίκα τροφαντή με ροδοκόκκινα μάγουλα, γεμάτα σφρίγος και υγεία, εκεί γύρω στα πενήντα.

«Ο κύριος;» ρώτησε καλοσυνάτα.

«Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς Ολιέβιν, ο καθηγητής του πιάνου» απάντησε ο ηλικιωμένος άνδρας με φωνή σταθερή και ένα ελαφρύ αξάν στην προφορά του.

«Α, μάλιστα, κύριε Ολιέβιν, η κυρία σας περιμένει» ανταπάντησε η οικονόμος όλο χαρά.

Τον πέρασε σε έναν μακρόστενο προθάλαμο και αφού πήρε το καπέλο και τα γάντια, αλλά όχι τη μαγκούρα, του είπε χαμογελώντας πλατιά:

«Η κυρία είναι στην κρεβατοκάμαρά της. Περιμένετε μισό λεπτό να την ειδοποιήσω».

Κρέμασε το καπέλο με τα γάντια στον καλόγερο και ανέβηκε τα μαρμάρινα σκαλοπάτια που την οδηγούσαν στον πρώτο όροφο. Έμεινε μόνος. Νεκρική σιγή επικρατούσε. Έριξε μια ματιά γύρω του. Απέναντί του υπήρχε μία σερβάντα από ξύλο καρυδιάς, με έναν οβάλ καθρέφτη και δίπλα του μία εταζέρα με δύο συρτάρια και ένα διακοσμητικό ρολόι, καθώς και ένα μικρόγραφείο με πλάκες από πορσελάνη των Σεβρών και δύο καθίσματα του στιλ Μπιντερμάιερ. Έβγαλε το ρολόι με τη χρυσή αλυσίδα από τη δεξιά τσέπη του γιλέκου του και κοίταξε την ώρα. Ήταν δέκα παρά πέντε. Ήταν συνεπής στο ραντεβού του και το γεγονός αυτό τον γέμισε με ένα αίσθημα ικανοποίησης.

Άκουσε θόρυβο στα σκαλοπάτια και σε λίγο εμφανίστηκε μπροστά του μία εκθαμβωτική γυναίκα, με την οικονόμο να την ακολουθεί καταπόδας. Ήταν μελαχρινή με αμυγδαλωτά μάτια, βλέμμα έντονο που σε διαπερνούσε, πεταχτά ζυγωματικά, φορούσε μεταξωτό φουστάνι σε χρώμα μαβί και στον κατάλευκο λαιμό της άστραφτε ένα κολιέ με δύο σειρές πέρλες.

«Τιμή μου να γνωρίζω τον διάσημο πιανίστα και καθηγητή Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς Ολιέβιν» είπε ευθύς, τα μάτια της έλαμπαν και του έδωσε το χέρι της.

Ο Ολιέβιν της φίλησε το χέρι και κάνοντας μία μικρή υπόκλιση, είπε με τη χαρακτηριστική του φωνή:

«Τα σέβη μου, κυρία Σταθάτου».

«Πόσο χαίρομαι! Η χαρά μου είναι τεράστια. Ας περάσουμε στη σάλα» και τον οδήγησε σε μία αίθουσα όπου η πολυτέλεια ήταν εμφανής και ξεδιάντροπη.

Αντιλήφθηκε ότι είχε να κάνει με μία έξυπνη και δυναμική γυναίκα. Το ένστικτό του δεν τον πρόδιδε ποτέ και το εμπιστευόταν. Κάθισε σε έναν βενετσιάνικο καναπέ του 18ου αιώνα, ενώ η οικοδέσποινα ακριβώς απέναντί του σε μια γαλλική πολυθρόνα. Τους χώριζε ένα φλωρεντινό σκαλιστό τραπέζι. Τακτοποίησε με το χάρη φόρεμά της και πήρε τον λόγο.

«Θα πάρετε ένα τσάι, Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς;»

«Πολύ ευχαρίστως».

Η Άννα Σταθάτου –αυτό ήταν το όνομά της– χτύπησε ένα κουδουνάκι και η οικονόμος εμφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού.

«Τσάι, Θάλεια, για τον κύριο Ολιέβιν και για μένα έναν γαλλικό καφέ» και γυρνώντας το βλέμμα στον επισκέπτη της, είπε: «Νιώθω μια αδυναμία από το πρωί. Ίσως είναι η υπόταση που με ταλαιπωρεί τον τελευταίο καιρό, αγαπητέ μου Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς, καθώς και τα δεκάδες προβλήματα που με απασχολούν, μα πάνω απ’ όλα η ανατροφή της κόρης μου».

«Η ανατροφή ενός παιδιού είναι το μεγαλύτερο μέλημα και πρόβλημα ταυτόχρονα ενός γονιού» συγκατένευσε ο γέροντας καθηγητής, κουνώντας λυπημένα το κεφάλι του.

«Έχασα τον άνδρα μου εδώ και πέντε χρόνια» ξαναπήρε τον λόγο η Άννα Σταθάτου. «Ήταν ο καλύτερος σύζυγος και πατέρας που θα μπορούσε να υπάρξει. Η απώλειά του ήταν αναπάντεχη και δυσβάσταχτη. Πέθανε από ανακοπή στον ύπνο του. Το θέαμα του νεκρού μου άνδρα στο κρεβάτι μας, σαν ξύπνησα το πρωί, δεν το ξεπέρασα ακόμα. Μα, και η μητέρα μου τον υπεραγαπούσε. Να φανταστείτε, πέντε χρόνια πάνε και ακόμα δεν έχει βγάλει τα μαύρα. Του είχε μεγάλη αδυναμία. Χρυσός άνθρωπος. Μόλις είχε αποστρατευθεί με τον βαθμό του ναυάρχου, όταν μας βρήκε το κακό.

»Ανησυχώ για το μέλλον της κόρης μου, Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς» άλλαξε ξαφνικά κουβέντα και το πρόσωπό της σκοτείνιασε. «Είναι μόλις δεκαοκτώ ετών και τόσο αθώα. Η απώλεια του πατέρα της την κατέβαλε ψυχολογικά. Είναι συνεχώς μελαγχολική και αφηρημένη. Ρομαντική από τη φύση της, η μόνη της παρηγοριά είναι ο γάτος της, η λογοτεχνία και η μουσική. Μόλις τελείωσε την κλασική της παιδεία. Είχε ιδιαίτερη έφεση και αγάπη στα Λατινικά, στην Ιστορία και στα Αρχαία Ελληνικά. Έχει βγει στον κήπο για τον πρωινό της περίπατο. Είναι η ώρα της να γυρίσει. Είμαστε τρεις γυναίκες μόνες και απροστάτευτες, αγαπημένε μου φίλε, και έχω αναλάβει όλα τα βάσανα και τις ευθύνες και των τριών μας. Κάποιος έπρεπε να αναλάβει τα ηνία της οικογένειας.

»Μα, σας κούρασα με τη φλυαρία μου. Γιατί σας τα λέω όλα αυτά; Μιλήστε μου για εσάς. Είναι αλήθεια ότι στα νιάτα σας υπήρξατε μαθητής του Τσαϊκόφσκι;» ρώτησε και τα μάτια της έλαμπαν από θαυμασμό και αδημονία.

«Ναι, είναι αλήθεια. Είχα αυτή την ευτυχία».

«Είναι υπέροχο» φώναξε ενθουσιασμένη. «Πόσο καιρό είσαστε στην Ελλάδα; Τα ελληνικά σας είναι θαυμάσια» πρόσθεσε αμέσως μετά.

«Η μητέρα μου γεννήθηκε στην Οδησσό. Ήταν ελληνικής καταγωγής από το γένος Αναγνωστόπουλου, της γνωστής οικογενείας που ίδρυσε τη Φιλική Εταιρεία, και έχω λάβει από μικρό παιδί την ελληνική παιδεία. Εγκατέλειψα την Αγία Πετρούπολη στα 1917, λόγω της Οκτωβριανής Επανάστασης, διωγμένος από τους μπολσεβίκους, μιας και ο πατέρας μου ήταν ανώτατος αξιωματικός, υπασπιστής του τσάρου Νικολάου Β΄ και βρέθηκα στην Ελλάδα από σύμπτωση και μόνο».

«Φρίκη! Μα τι φρίκη, Θεέ μου!» τον διέκοψε αγανακτισμένη η οικοδέσποινα.

«Τώρα όλα αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν και στη δικαιοδοσία της Ιστορίας» είπε ο καθηγητής, με τη γαλήνια ψιθυριστή φωνή του.

Εκείνη την ώρα ήρθε η οικονόμος. Τοποθέτησε με προσοχή τον δίσκο στο τραπεζάκι και αποχώρησε. Ο Ολιέβιν έβαλε δύο κουταλιές ζάχαρη στο τσάι του και η συνομιλήτριά του ήπιε μια γουλιά απ’ τον καφέ της.

«Πείτε μου για τις σπουδές της κόρης σας στη μουσική» είπε αμέσως μετά ο Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς.

«Α, να ξέρατε πόσο λατρεύει τη μουσική και τους κλασικούς συνθέτες! Θέλει να γίνει καθηγήτρια πιάνου και να διδάσκει σε μικρά παιδιά. Για δέκα χρόνια έκανε μαθήματα, από οκτώ χρονών, με τη δασκάλα της, αλλά πριν από δύο μήνες έφυγε στο εξωτερικό, στο Παρίσι, για μόνιμη εγκατάσταση μαζί με την κόρη της. Η συνεργασία τους ήταν εξαιρετική όλα αυτά τα χρόνια. Μάθαμε για εσάς από μία κοινή μας φίλη, πόσο μεγάλος πιανίστας και αργότερα καθηγητής υπήρξατε, αγαπητέ μου, και γι’ αυτό θα επιθυμούσα να αναλάβετε τη διδασκαλία της».

Ο Ολιέβιν άκουγε αμίλητος. Ακούστηκαν βήματα στονπροθάλαμο και σε λίγο πρόβαλε μία νεαρή κοπέλα. Κρατούσε αγκαλιά έναν γάτο. Τον άφησε στο πάτωμα και του είπε με τη γλυκιά της φωνή:

«Βαλτάσαρ, θέλω να είσαι φρόνιμος».

Ο γάτος την κοίταξε με απορία, περπάτησε νωχελικά και ξάπλωσε δίπλα από τον βενετσιάνικο καναπέ.

«Δάφνη, αγάπη μου, έλα να σου γνωρίσω τον Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς Ολιέβιν, τον καθηγητή σου».

Η Δάφνη πλησίασε, έκανε μία μικρή υπόκλιση και είπε:

«Τα σέβη μου, κύριε καθηγητά. Ανυπομονώ να αρχίσω μαθήματα μαζί σας».

Ο Ολιέβιν χαμογέλασε.

«Και δική μου χαρά, δεσποινίς» ανταπάντησε.

Την παρατηρούσε προσεχτικά. Το φόρεμά της ήταν θαλασσί με λευκά κρίνα, με τα μανίκια μέχρι τον αγκώνα και ανοιχτό μπούστο, τα μαλλιά της ήταν ξανθά, έπεφταν μπούκλες στους ώμους της, τα μάτια της καστανοπράσινα και το βλέμμα της ήταν αμήχανο και έντονο. Ήταν πανέμορφη, μια ομορφιά εκ διαμέτρου αντίθετη με αυτή της μητέρας της.

«Θα ήθελα να σας ακούσω στο πιάνο» πρόσθεσε μετά από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής.

«Πολύ ευχαρίστως, κύριε καθηγητά» απάντησε η Δάφνη με ένα πλατύ χαμόγελο.

«Να σας οδηγήσω στην αίθουσα χορού» παρενέβη η Άννα Σταθάτου.

Ο Ολιέβιν σηκώθηκε με δυσκολία από τον καναπέ στηριζόμενος στη μαγκούρα του και ακολούθησε τις δύο γυναίκες. Έφθασαν σε μία τεράστια σάλα που λαμποκοπούσε, με μάρμαρο λευκό πεντελικό στο δάπεδο και περιμετρικά υπήρχαν τα αγάλματα του Απόλλωνα, της Αφροδίτης, της Πολύμνιας και της Αρμονίας. Στους δύο τοίχους δέσποζαν τοιχογραφίες. Στον έναν, δεξιά της αίθουσας, η αναπαράσταση της αρπαγής της Περσεφόνης και αριστερά ο πίνακας του Κλωντ Μονέ «Γυναίκες στον κήπο». Ένας πελώριος πολυέλαιος κρεμόταν από την οροφή, σε σχήμα στέμματος, από γυαλί και κρύσταλλο Μουράνο. Προχώρησαν προς τη μεριά του πιάνου που βρισκόταν σε μια γωνιά της αίθουσας, δίπλα στο μεγαλοπρεπές άγαλμα της Πολύμνιας.

Γύρισε προς τη μεριά της Άννας Σταθάτου και είπε:

«Θα επιθυμούσα, κυρία Σταθάτου, να αποχωρήσετε από την αίθουσα».

Μια τεράστια έκπληξη διαπέρασε το πρόσωπό της, που τη διαδέχθηκε μια έντονη δυσαρέσκεια, συνοδευόμενη από θυμό.

«Όπως θέλετε, Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς» είπε τέλος, ανακτώντας την αυτοκυριαρχία της. «Θα σας περιμένω στη σάλα» πρόσθεσε και αποχώρησε.

Ο Ολιέβιν με τη Δάφνη έμειναν μόνοι.

«Τι θα παίξετε, δεσποινίς;» τη ρώτησε.

«Τη “Σονάτα του σεληνόφωτος” του Μπετόβεν, κύριε καθηγητά».

«Και γιατί επιλέξατε αυτήν τη σονάτα;»

«Γιατί αντιπροσωπεύει το πλησίασμα προς το πεπρωμένο, κύριε Ολιέβιν».

Άκουσε την απάντησή της αμίλητος για λίγα δευτερόλεπτα, σαν το μυαλό του να χάθηκε και είπε ευθύς αμέσως:

«Ωραία λοιπόν, σας ακούω».

Η Δάφνη πλησίασε στο κάθισμα του πιάνου. Τακτοποίησε το φόρεμά της, συγκεντρώθηκε για λίγο, έβαλε τα κρινοδάχτυλά της πάνω από τα πλήκτρα και άρχισε να παίζει. Η μουσική της «Σονάτας» άρχισε να διαχέεται στην αίθουσα, αργή και πένθιμη. Η Δάφνη ακουμπούσε τα πλήκτρα απαλά, δίνοντας βάθος και πλάτος στις νότες. Ο Ολιέβιν παρατηρούσε τα μακριά, λευκά σαν πορσελάνη, δάχτυλά της. Πρόσεχε με πόση ένταση χτυπούσε τα πλήκτρα και τη ρυθμική αγωγή της μαθήτριάς του. Η «Σονάτα» χωριζόταν σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος ήταν βαθύ και απόκοσμο. Το πρόσωπο της Δάφνης είχε πάρει μία έκφραση απίστευτης οδύνης. Είχε χαθεί σε έναν ονειρικό κόσμο. Μετά από λίγα λεπτά πέρασε στο δεύτερο μέρος της σονάτας, που ο Λιστ το είχε περιγράψει σαν ένα λουλούδι ανάμεσα σε δύο αβύσσους, αφού άλλοτε ήταν αργό και άλλοτε γρήγορο. Ο Ολιέβιν έκλεισε τα μάτια του. Το ίδιο και η Δάφνη. Η μουσική τους δονούσε και τους ταξίδευε. Έφθασε η ώρα του τρίτου μέρους και του θυελλώδους κρεσέντο. Τα συναισθήματά τους αφήνιασαν και ταυτίστηκαν. Το σώμα της Δάφνης πηγαινοερχόταν στον ξέφρενο ρυθμό της μελωδίας, τα μαλλιά της έπεφταν στο πλατύ της μέτωπο, τα δάχτυλα χτυπούσαν με λύσσα τα πλήκτρα και η ψυχή της αναδύθηκε στον αιθέρα.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μία κραυγή.

«Όχι! Όχι! Όχι! Πηγαίνετε πιο γρήγορα από τον ρυθμό, δεσποινίς. Πρέπει να τιθασεύσουμε το ταλέντο σας. Να το βάλουμε σε τάξη, διαφορετικά θα σας συντρίψει».

Η Δάφνη τα ’χασε από την απροσδόκητη αντίδραση και τα λόγια του δασκάλου της.

«Ξαναπαίξτε τη “Σονάτα” από το σημείο που σας διέκοψα» είπε, μαλακώνοντας τη φωνή του.

Η Δάφνη έπαιξε το τέλος της «Σονάτας», χωρίς να τη διακόψει αυτήν τη φορά ο καθηγητής της. Σηκώθηκε από το κάθισμά της. Το πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο από ντροπή και ενοχή. Ο Ολιέβιν διαισθάνθηκε τα συναισθήματά της.

«Απαιτώ από εσάς να είστε υπάκουη, συνεπής και αφοσιωμένη στη μελέτη σας. Οποιαδήποτε απόκλιση από αυτές τις τρεις προϋποθέσεις θα σημαίνει τη λήξη της συνεργασίας μας» της είπε με έναν τόνο στη φωνή που δεν σήκωνε δεύτερη κουβέντα και σκύβοντας προς το πρόσωπό της πρόσθεσε χαμηλόφωνα. «Η μουσική είναι το τελευταίο καταφύγιο του ανθρώπου, δεσποινίς».

Η Δάφνη τον άκουγε αμίλητη.

 


 

Απόσπασμα από το νέο μυθιστόρημα του Κώστα Γραμματικόπουλου Ολιέβιν που κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από το Μάιο 2023 | εκδόσεις Βακχικόν.