Top menu

Ο ρόλος της ποίησης του Γιάννη Θέσπη

Γράφει ο Παναγιώτης Κάσογλου

Ο K. Βασιλείου αντιμετώπισε με σεβασμό έναν τεχνίτη της ποιητικής τέχνης· ως γνώστης του προσώπου και του βάθους του έργου του, διατυπώνει πρωτότυπες ιδέες περί της ορθής ιχνογράφησης του Γ. Θέσπη, μέσα από τις τέσσερις συλλογές τουσ ε τριακόσιες σελίδες επιχειρεί να αποκαλύψει τη λογοτεχνική του ταυτότητα.

Ο τίτλος του δοκιμίου «Από την παράδοση στην ανανέωση» είναι ακριβής, διότι ο μελετητής υπεισέρχεται στα άδυτα της ποίησης του Γ. Θέσπη· με επιμελή εντρύφηση διαπιστώνει πως “ανανεώνει τη στιχική δομή και ενδυναμώνει τησύγχρονη ποιητική δημιουργία, μεταφέροντας την παράδοση στην πρωτοπορία και αναμειγνύοντας τον κλασσικό λυρισμό με την ανατροπή”. Ο Κορίνθιος ποιητής κατατάσσεται μαζί με τους Διον. Καψάλη, Γ. Κοροπούλη και Ηλ. Λάγιο στους επιφανείς σκαπανείς της λογοτεχνικής έκφρασης του καιρού μας.  

O Κ. Βασιλείου επιχειρεί μια συγκροτημένη ταξινόμηση του έργου του Γ. Θέσπη, ώστε οι μελετητές να εισχωρήσουν σε βάθος σε μια διακεκριμένη λογοτεχνική φωνή: Προτάσσει πέντε κεφάλαια για την έρευνα, τον έρωτα, τον θάνατο, την ιστορία και την ιδεολογία που διέπουν την κρινόμενη ποίηση· πρόκειται  για αναλυτική προσπάθεια όπου οι αναφερθείσες παράμετροι πρωταγωνιστούν· ο έρωτας (“Βαφόταν στο κατράμι των μαλλιών σου η νύχτα,/  τ΄ άσπρο σου δέρμα βάφτιζε το διάφανο νερό,/το γέλιο σου πρασίνιζε την άνοιξη / κι η ανάσα σου άσπριζε το χιόνι”), η ειρωνεία (“… μας αποσπά / εκ της αιώνιας πτήσεως / η ευτυχία παιδίσκης που καθεύδει / στο κέντρο της νεκρώσιμης ακολουθίας / και τη συνοδεύουν αλαλάζοντας / γυμνόστηθες παρθένες εν χορώ…”),  ο θάνατος (“έχει … αγέρας ξένος την καρδιά μου γδύσει / από το σάβανο που υφαίνεις, τρέχει …”), η ιστορία (“τους ήρωες μη ζηλεύετε κι αφήστε των ασμάτων / πράξεις ηρωϊκές για τους τυχοδιώκτες / ξεχάστε τα δεινά και τους ληστές και διώκτες / δε θα βρήτε κι ούτε μεσ΄ στα σπίτια συμφορά / κι αδελφοσπαραγμούς…”)  και η ιδεολογία (“…μέσαθέ μου αφύλακτο η ψυχή μου αγρίμι / σαρκάζει τη γραφή ασέβειας, με εγώ / θα ρίξω την ψήφο εναντίον μου κι ας ξέρω: θάναι πιο  / πικρό το ναι / παρά το κώνειο που θα πιω”).

Ακολουθεί επιμελής επισκόπηση των τεσσάρων συλλογών του ποιητή, όπου ιχνηλατείται η πορεία ενός μελωδούτου ποιητικού λόγου (σελ. 63-84): Στα «Πρόθυρα» (2003) περιέχονται οι έξοχοι στίχοι: “χρόνε, αξεθύμαστο ποτάμι αιμάτων, /  να παίξεις με το Σύμπαν των θυμάτων; / Πρίν από μένα στο Μηδέν θα φτάσης”,  στον «Όρθιο Νόμο» (2010) συγκλονίζει η αναφορά στον Σ. Αλιέντε: “…σε θέλουμε, βουβόναλλ' αποφασισμένο / δίχως σάλπιγγα, αλλά με δυναμίτη / λιγότερο ήρωα, ίσως αλλά ζωντανό…”, στα «Ερώσυλα» (2012) περιέχεται μια ιδεώδης έξαρση της φαντασίας: “ψάχνοντας σαν τυμβωρύχος τα κτερίσματα / μακάριων αλλοτινών προσώπων σου / για να ξορκίσω τις καινούργιες μάσκες / που ενεδρεύουν” και στον «Ελεγείο λόγο» (2014) περιέχονται στίχοι απογειωτικοί: “Όχι, λοιπόν δε θα μιλάω με στίχους σα σφυριά, / γιατί δε βρίσκουν χέρια δυνατά να τα σηκώσουν,/ Όχι στίχους - σφαίρες που΄ναι πια τυφλές, να στίχους - / καρφιά για να κρεμάν τα ρούχα τους οι αποσταμένοι»”.

Στα «Σονέτα» (σελ. 85-99) ο Κ.Βασιλείου εισάγει στην τεχνοτροπία αυτής της ποιητικής μορφής, αναγράφει τους πρωτοπόρους του είδους και την επίδοση του Γ. Θέσπη σε αυτά· στον «Σκεπτόμενο του Ροντέν» αναπλάθεται το σχετικό πασίγνωστο άγαλμα του Γάλλου γλύπτη και αποδίδονται σε αυτό χαρακτηρισμοί, όπως “δίχως κολασμένων συντροφιά” ή “ενδεδυμένος τη χριστιανική ντροπή” ή “της θείας ανάγκηςθύμα και εραστής”· στην «ηγερία»: “Σ' όποια στροφή με στίχους έχω μπλέξει / ρυθμός μου η αναπνοή σου, ό,τι στολίζει / την όψη σου, λάμπει σα σπάνια λέξη / κι οι ρίζες μου διπλός χτύπος που σφύζει”.

Το μεγαλύτερο τμήμα της μελέτης καταλαμβάνει «ανάλυση είκοσι ποιημάτων» (σελ. 101-287) όπου είναι σκορπισμένες ανθηρές ελεγείες, δείγμα ακαταγώνιστου ποιητικού ταλέντου· ο συγγραφέας φροντίζει να επιλέξει αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα της ποιητικής εσοδείας του Γ. Θέσπη: «Η καταγωγή μου» πληροφορεί ότι ο ποιητής: “Έρχεται απ΄τα σκοτεινά μαντεία και τα μέλαθρα των Πελασγών” ή ο «Αίλινος ύμνος» προβάλλει τον γιό του Απόλλωνα Λίνο με μητέρα κάποια μούσα: “Αι Λίνε, που πρώτος εσύ την θνητή τούτη γη μας / αθάνατους έφερες στίχους …”  ή το «Απόγευμα στην Πνύκα», όπου θλιμμένος ο ποιητής από τον βράχο της Ακρόπολης αναφωνεί πως: “απ' τον ονειροπόλο επαναστάτη / που καταχωνιάζεται στο υπόγειο να φυλλομετρήση / το ημερολόγιο της ειρκτής του μέλλοντος” ή η «Ωδή στον απόντα Σαλβαδόρ Αλιέντε», όπου υμνείται ο νεκρός ηγέτης: “ναι σε προσκυνάμε μέχρι / να λιώσουνε τα γόνατά μας / μέχρι να μην υπάρχουν γόνατά / να μην λυγίζουνε τα πόδια μας…” ή το «Περί βάθους», όπου, σατυρικώ τω τρόπω, σχολιάζονται φανταστικές σκηνές: “κι όταν έλθη η oλβία στιγμή του ζευγαρώματος / βιώ αναπαίστους, ανασαίνω ιάμβους / διασκελίζω δεκαπεντασύλλαβους / και δρέπω ποιήματα” ή οι «Αλκυονίδες» στις οποίες αναδύεται ο ανεπιτήδευτος έρωτας: “πώς να χωρέσει αυτή η σιωπή, / σκληρό εκμαγείο της χαμένης σου φωνής;” ή το «Αντίδωρο» όπου με χαρούμενη διάθεση περιγράφει: “Εγώ περίμενα / ένα γέλιο / κι ήρθες εσύ, / εσύ περίμενες/ μια λέξη / κι ήρθε ένα ποίημα” ή «οι θεοί μου», ποίημα με εγχώριες μυθικές αναφορές: “Εδώ είναι Ελλάδα /…οι άστεγοι θεοί μου θα περιδιαβαίνουν / και θα ομορφαίνουνε παντού τα πάντα /…Είναι ελεύθεροι οι θεοί μου τώρα / Στους αιώνες των αιώνων”, ή ο γοητευτικός «Επικήδειος σε ένα περιστέρι» με έντονες μεταφορές: “Για σένα, πούχεις την υπομονή να κλείνης / μια για πάντα τα φτερά σου,/ για να κλείσουν μέσα τους / τον ύπνο του έρωτά σου / σε μια τρυφερή περίπτυξη / της δόλιας αιωνιότητας / που τον σαπίζει” ή το «Υστερόγραφο» με τους λαμπρούς στίχους: “οι στίχοι αυτοί δε θάναι οι τελευταίοι, / οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν! / Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές θα ξαναζήσουν…” ή οι «Δέκα νωπογραφίες για ένα καλοκαίρι», με δέκα αυτόνομες στροφές, από το οποίο κορφολογείται: “Συνήθισα πια τα όνειρα, δεν τα φοβάμαι. Αφήνω κάθε νύχτα / τα παράθυρα ανοικτά / να μπουν / και να με πάρουνε μαζί τους” ή το μνημειώδες «Άσμα γενέθλιο για την τρίτη χιλιετηρίδα μ.Χ.», που χαρακτηρίζει το μέλλον: “Έρχεσαι μ' ένα γέλιο ιωβηλαίο, μια φωνή μωρού / πως δεν θα μπάσης στην αποδραμούσα,/ όπως κι αυτή δεν έμοιασε στην άλλη πριν”, ή η «Προσευχή στον Ποσειδώνα» με ποιητική έξαρση: “…να ξαπλώνη πάνω μου τ΄ ολόγυμνο κορμί της / κι αν φτερουγίζη ο έρωτας / μέσα απ’ τα χείλη της / να νιώθη, αυτός μονάχα / πώς, τρυφερός ο φλοίσβος που μ' αποστηθίζει, / εξομοιώνει αργά, καθώς τα βότσαλα, / τα λόγια, που θ' αλλάζονται / στόμα με στόμα”, ή «Ο στρατευμένος έρωτας» που περιέχεται στιχουργία αγλαή: “την αλκή των κόκκινων εφήβων, / των ωραίων κοριτσιών, με χείλη που μεστώνουν / από τη σοφία της αγάπης / για να πάρουν κάποτε τη θέση σου / και να σε πάρω στο μικρό άλογό μου” ή η σύνθεση «Ελεγεία δίπτυχη» στην οποία: “Στάθηκε ο χρόνος ξαφνικά / για να ξανασκεφθή το δρόμο που θα πάρη / και τρελλάθηκε, μπερδεύοντας / το πριν με το ποτέ, το πάντοτε με το ύστερα” ή στην «Αντίστιξη» που αποτελεί τμήμα του ποιήματος «Συμφωνία για χίλια τύμπανα και μια φωνή» με ευφυείς στίχους: Eιρήνη, σιγαστήρα στις επαναστατικές μας κάνες-ειρήνη, της εργατικής συσπείρωσης - ειρήνη, σκάβοντας λαγούμι για την εξουσία - ειρήνη χωνευτήρι των ειδώλων- ειρήνη, αποθεματικό μελλοντικών αγώνων-ειρήνη, εκκόλαψη του νέου φωτός- ειρήνη προσωπείο της βίας, ενάντια στη βία - ειρήνη, μαλακό εκμαγείο της εξέλιξης - ειρήνη ταξικής ανακωχής” ή το «Αμφιθέατρο» με σκηνικό κάποιο θέατρο της χρυσής ελληνικής εποχής: “Οι θεατές όλο και λιγοστεύουν / κατεβαίνοντας να πάρουν θέση - στον ατέλειωτο χώρο - κι ό,τι καθείς αρπάξει να φορέση πρώτος - αλλά ποιος θα κυρώση την κάθαρση; Οι θεοί είναι μόνον «από μηχανής»/ κι ο Είλεος με τον φόβο/ λίγες μπογιές και σχήματα στις προσωπίδες”, ή το «Κλέφτικο» με το οποίο αποδίδεται φόρος τιμής στους αγωνιστές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα: “τι είν’ οι πληγές μου στρέμματα που δεν χωράει το μνήμα / κι είναι το στέρνο μου ανοικτό, κάμπος λουλουδιασμένος”, ή στο «Κουατροτσέντο» με σαρανταοκτώ ομοιοκατάληκτους στίχους ιχνογραφείται η ανωτερότητα των αναγεννησιακών αρχών σε σχέση με την επικρατήσασα χριστιανική σκληρότητα: “Διαβάζω και με πνίγει η λυρική περιγραφή / τόσων πνευμάτων, στόχων του κάθε τόπου: / και στοχασμός βαθύς ακόμα φληναφεί / για την ουσία της αναγέννησης του ανθρώπου” και τέλος ο «Λέων Σγουρός» υμνείται ως ο έσχατος ήρωας του Ελληνισμού: “Έφιππος βγήκες, ξέρεις τι σε περιμένει / καθώς τα οράματά σου σ’ έχουνε γελάσει, / Μονάχος σε μια μάχη από τα πριν χαμένη, / Μα στο αύριο δίνει, του ήρωα τη μορφή να σιγάση”.

Τα «Προλεγόμενα» (σελ. 13-20) και τα «Επιλεγόμενα» (σελ. 289-294) αποτελούν ωφέλιμη συμπυκνωμένη ποιητική γνώση.

Ο Κ. Βασιλείου σημειώνει με προφανή διεισδυτική ικανότητα, ότι ο Γιάννης Θέσπης (1942-2017) είναι ποιητής με εγκράτεια λόγου, πυκνότητα ύφους και νοήματος, ο οποίος κατέλιπε, ως παρακαταθήκη στους επιγενομένους, ένα λογοτεχνικό πρόσωπο, που διακρίνεται για αριστοτελική εντελέχεια, καθαρόαιμος στρατιώτης της μορφής, αναδείκνυε τα σημαινόμενα σε κύρια αιχμή του αυτόνομου ατομικού σύμπαντος,  με κοφτερές παραδειγματικές ιδέες τόλμησε να εξέλθει συνειδητά από το φράγμα του ρομαντισμού και να προσχωρήσει αθέατος οδηγός, στα πεδία του μαγικού ρεαλισμού, όπου η ειμαρμένη καθορίζει τις ανατροπές ερήμην των υποκειμένων, η προσφυγή στην ανεξάντλητη εθνική παιδεία του απωτέρου παρελθόντος αποτέλεσε ελεύθερο έδρανο περί του ποιητικού του χώρου, οι ρητές αναφορές στις ρίζες του φανέρωναν έναν πνευματικό τεχνίτη μέτοχο απεριόριστων γνώσεων περί την φιλοσοφική ποιητική εν διαχρονία, επρόκειτο για έναν χαρισματικό ποιητή, αληθή ταγό στη διαμάχη ενάντια στις στρεβλώσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι, ουσιώδες στίγμα του έργου του ήταν η απεγνωσμένη αναζήτηση μιας ακραιφνούς εθνικής ταυτότητας, που θα ήταν γνήσιο τέκνο της ελληνικής διαιώνιας πορείας, υπό συνθήκες άκρας πειθαρχίας συνέθεσε μια σφαίρα πνευματική περιβαλλομένη από θραύσματα διεθνισμού και ανθρωπιστικών αιτημάτων, η μετρική του επάρκεια, η συχνή προσφυγή στην ομοιοκαταληξία, οι υπερβατικοί διασκελισμοί, οι εσωτερικές ρίμες, η υποφώσκουσαλυρικότητα, η κριτική ευθυβολία περί των θεσμών ή των κρατούντων είναι παροιμιώδης: Μια γενική θεώρηση του ποιητικού corpus του Γ. Θέσπη θα το χαρακτήριζε η ηθική απογύμνωση του αληθινού, ο ιδιοφυής ποιητής, όταν διαπιστώνει ότι εκφεύγει προς την επιτήδευση, αμέσως επανορθώνει και βυθίζεται στο πέλαγος της αγνής, καθαρής ποίησης, η ποικιλότητα της εξέλιξής του εκφράζεται από την ευφυή ρήση του αγαπημένου του PaulValery: «…κάποτε μου συμβαίνει ανάμεσα σε τόσους καθρέπτες ποικίλων καμπυλοτήτων ή φωτογραφιών, να μη γνωρίζω πια ποιος είμαι ή για ποιόν ομιλούν, μηδέ ποιο απ΄τα πρόσωπα αυτά να διαλέξω...».

Ο ικανός δοκιμιογράφος με αφετηρία τις υπαρξιακές ανησυχίες του Γιάννη Θέσπη ερμηνεύει τον εμφανή εικονισμό των λέξεων και τονίζει την ευφράδεια των στίχων· αναζητεί τις ρωγμές της συνείδησης, όπως εκφράζονται σε οργανωμένους συνειρμούς· οι εμφανείς συμβολισμοί προσφεύγουν σε συνεχόμενες έγχρωμες εικόνες, με τη συνδρομή αρκετών βιωματικών συμβάντων· αναδιφεί έναν νευρώδη πνευματικό αναρχούμενο οδοιπόρο, που φθάνει σε επανειλημμένα αδιέξοδα· κείται εκστατικός στις διαρρήξεις του κατεστημένου και στις επαναστατικές εξάρσεις ενός συνειδητού αστού· εξερευνά τα κρυπτόμενα πεδία των παλίμψηστων ιδεών ενός ειδωλολάτρη· απογειώνεται η ψυχή του μέσα από έναν στοχαστικό γλωσσοπλάστη· προσθέτει τη δική του οπτική στην αυτονομία της σκέψης ενός διδασκάλου της προοπτικής και του μέλλοντος· ερμηνεύει, ως επιμελής ακόλουθος τις μεταφυσικές ανησυχίες ενός πραγματιστή· επιχειρεί διείσδυση στα αποστάγματα γνώσης και ευδίας ενός τέκνου της σύγχρονης ταραχής· λειτουργεί ως οδηγός στο εκτεταμένο πεδίο λογισμού ενός ερευνητή της ανθρώπινης ψυχής. Στο «από την παράδοση στην ανανέωση» επισημαίνονται καίρια σημεία του ποιητικού έργου του κρινόμενου ποιητή: Οι λέξεις, που εγκιβωτίζονται στους στίχους του Γ. Θέσπη έχουν εξέχουσα θέση, διότι αποτελούν συνθέσεις ενός ευρηματικού ποιητή που έχει εμβαπτισθεί στην αστείρευτη ελληνική παιδεία, παράλληλα με τη νοηματική καθαρότητα βρίσκεται ενώπιον της επέκτασης του λόγου του, τουτέστιν εμφανίζεται η ιδιοτυπία ή το πλεονέκτημα πολλές ιδέες στο μέλλον να ερμηνεύονται πολλαπλώς ακόμη και ερήμην του δημιουργού τους, του οποίου η ποίηση είναι εδραιωμένη στη συνέχεια ενός πανάρχαιου πολιτισμού, το διακηρύσσει ο ίδιος επαιρόμενος: «Όλοι … ξέρουνε πως είμαι (εφύριος Αχαιός) κι’ επικαλούμαι των θεών τη μαρτυρία γι’ αυτό / το αίμα του Διονύσου στο ποτήρι μου / στα μάτια μου το φως του Απόλλωνα».

Το έργο του Κ.Βασιλείου διακρίνεται από πρωτοτυπία, επιμελή μελέτη του έργου του κρινόμενου λογοτέχνη και συνιστά ευρεία ερμηνευτική προσπάθεια για ένα εκλεκτό μέλος της ποιητικής συντεχνίας.