Top menu

O Γιώργος Οικονόμου για τις 15 κοντές ιστορίες

 

Ο συγγραφέας Γιώργος Οικονόμου μιλά στην Σοφία Πολίτου Βερβέρη για το πρώτο του έντυπο βιβλίο «15 Κοντές Ιστορίες, κι ένα Εισαγωγικό Σημείωμα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έναστρον. 

 

Το πρώτο σας έντυπο βιβλίο είναι οι 15 κοντές ιστορίες, κι ένα εισαγωγικό σημείωμα, από τις εκδόσεις Έναστρον. Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων και ανήκει στην κατηγορία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Θα θέλατε να μας εξηγήσετε τον επιθετικό προσδιορισμό του τίτλου; Γιατί κοντές;

Κοιτάξτε… Υπάρχουν κάποια παγιωμένα λάθη που έχουν γίνει σιωπηρά αποδεκτά εξαιτίας της δύναμης του πανδαμάτορα χρόνου. Έχουμε συνηθίσει να γράφουμε το όνομα «Χρίστος» ως «Χρήστος», έχουμε συνηθίσει να λέμε τον Γιόχαν Κράουφ, Γιόχαν Κρόιφ, τον Τσάρλτον Χέστον, Τσάρλτον Ίστον και ούτω καθεξής. Επειδή γενικά έχω την βλακώδη τάση να τα βάζω με τη δυναστική κυριαρχία του χρόνου, προσπαθώ πότε-πότε και ποτέ επιτυχώς να του κλονίζω τον τσαμπουκά. Εν προκειμένω το επιχειρώ με την καθιερωμένη από αυτόν απόδοση του short stories ως «σύντομα διηγήματα» ή οποιαδήποτε άλλη απόδοση πέρα από τη σωστή. Λόγω της (αν)επάρκειάς μου ως μεταφραστής, έψαξα στο γκούγκολ τρανσλέιτ και επιβεβαίωσα την υποψία μου ότι short σημαίνει κοντός. Αφήστε που το «σύντομα» θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και χρονικό επίρρημα, οπότε αλλάζει σε εντελώς λάθος κατεύθυνση η έννοια. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε, γιατί τα λέω και κάπως επιστημονικά…

Το Εισαγωγικό σημείωμα και ο …Μετατοπισμένος επίλογος, στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, φανερώνουν μια έξυπνη γραφή, έναν δημιουργό γεμάτο σπιρτάδα, με χιούμορ και εξωστρεφή διάθεση. Στην καθημερινή σας ζωή το χιούμορ είναι ο καλός σας σύμβουλος; Στις ιστορίες που μας παρουσιάζετε στις 15 κοντές ιστορίες, ποια προσωπικά σας στοιχεία θεωρείτε ότι προβάλλονται περισσότερο;

Το χιούμορ, η πλάκα είναι ενσωματωμένα σχεδόν σε κάθε στιγμή της ζωής μου (η δεύτερη θα συνεχίσει να υπάρχει και στον θάνατό μου, πιο λευκή, πιο μαρμάρινη). Δεν είναι το χιούμορ σύμβουλός μου, είναι αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μου. Ζούμε σε περίεργες εποχές, υπάρχουν αμέτρητα πράγματα να μας ανησυχούν, να μας στεναχωρούν, και κυρίως να μας αγχώνουν. Κάποια από αυτά αξίζουν την ένταση των συναισθημάτων, πολλά όχι. Το χιούμορ, με την έννοια του (αυτο-)σαρκασμού, της σάτιρας, του φλέγματος (τώρα που είπα «φλέγμα» θυμήθηκα το Mucothiol που έπαιρνα μικρός), πολλές φορές βοηθάει στο να αποφορτιζόμαστε όσο χρειάζεται ώστε να βλέπουμε τις καταστάσεις στις πραγματικές τους διαστάσεις. Για τις επιδράσεις και τα αποτελέσματα του χιούμορ στη ζωή μας μπορούμε να μιλάμε ώρες αλλά συνοπτικά θα έλεγα ότι, όταν δεν είναι ευτελές και χονδροειδές, αποτελεί μία μορφή υπαρξιακής φιλοσόφησης. Αυτά όλα που ανέφερα μόλις (με εξαίρεση το Mucothiol) περιφέρονται απροκάλυπτα ή καμουφλαρισμένα στις σελίδες των κοντών ιστοριών. Επιπλέον, τα φανταστικά στοιχεία των ιστοριών που βρίσκονται κυρίως στο δεύτερο μισό του βιβλίου καταδεικνύουν και την σημαντικότητα που δίνω στη φαντασία, ως αντίρροπο στοιχείο της πραγματικότητας. Μου αρέσει να εισάγω φανταστικά στοιχεία σε πραγματικές καταστάσεις, μου αρέσει η…δημιουργική υπερβολή -περισσότερο διασκεδαστική, λιγότερο επικίνδυνη από τη δημιουργική ασάφεια- μου αρέσει να γράφω με τον τρόπο που σκέφτομαι και ενεργώ ως Γιώργος. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η εξωστρέφεια που αναφέρατε στην ερώτηση. Δεν είμαι και παράδειγμα εξωστρεφούς ανθρώπου αλλά επειδή αυτό είναι μη κανονική κατάσταση -η κοινωνικότητα είναι η κανονικότητα- την εξισορροπώ μέσω της εξωστρεφούς συγγραφικής διάθεσης (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, εσείς το γράψατε πρώτη).

Οι διαθέσεις των διηγημάτων σας ποικίλλουν; Υπάρχει μεταξύ τους κάποια σχέση ή λειτουργούν αυτόνομα; Στην αφήγηση υπερτερεί το πρώτο πρόσωπο; Υπάρχουν βιωματικά στοιχεία στις ιστορίες ή όλες είναι προϊόν μυθοπλασίας;

Όντως τα διηγήματα ποικίλλουν ως προς τα χαρακτηριστικά τους, γεγονός που με περίσσια γενναιότητα παραδέχομαι και στο εισαγωγικό μου σημείωμα. Αυτό, βέβαια, δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό. Ή ελπίζω να μην είναι… Ήταν πάντως, τρόπον τινά, αναπόφευκτο για μένα για τους εξής λόγους: Αφενός γιατί, όπως αρκετοί έμπειροι συγγραφείς έχουν πει, στην πρώτη συγγραφική μας απόπειρα προσπαθούμε, ίσως όχι απολύτως συνειδητά, να δώσουμε ένα ευρύ στίγμα των προβληματισμών μας, μπορεί κι από φόβο μήπως δεν υπάρξει άλλη ευκαιρία, αφετέρου γιατί οι ιστορίες του βιβλίου μου γράφτηκαν μέσα σε ένα αρκετά εκτεταμένο χρονικό διάστημα, κατά τη διάρκεια του οποίου μεταβάλλονταν οι ανησυχίες μου, τα ερεθίσματά μου και φυσικά εγώ ο ίδιος μέσα από τη ρέουσα ενέργεια αυτής καθαυτής της συγγραφικής διαδικασίας. Όχι, δεν υπάρχει κάποια σύνδεση μεταξύ των ιστοριών. Διαβάζονται αυτόνομα, με οποιαδήποτε σειρά. Απλώς δεν διαβάζονται ξάπλα γιατί θα κοιμηθείτε αμέσως και θα νομίζετε ότι φταίει η γραφή μου. Αριθμητικά υπερτερεί όντως η πρωτοπρόσωπη αφήγηση στις ιστορίες μου. Συνήθως την προτιμώ. Ειδικά στη μικρή φόρμα, θεωρώ ότι προσφέρει μία μεγαλύτερη αμεσότητα, δίνει την εντύπωση στον αναγνώστη ότι συνομιλείς με αυτόν ή εξομολογείσαι σε αυτόν (που στην ουσία αυτό κάνεις). Στις υπόλοιπες, δύο είναι γραμμένες σε δεύτερο πρόσωπο ενώ φυσικά υπάρχει και το δημοφιλές και πρόσφορο τρίτο πρόσωπο, τόσο στη συγγραφή μου όσο και στη ζωή μου (ευτυχώς που η συνέντευξη θα δημοσιευτεί στο dark web, όπου η γυναίκα μου δεν ξέρει να μπαίνει). Βιωματικά στοιχεία υπάρχουν σε όλες τις ιστορίες, είτε πρόκειται για 100% μυθοπλασία είτε πρόκειται για 0%. Με αυτό δεν εννοώ ότι όλες βασίστηκαν σε πραγματικά γεγονότα της ζωής μου αλλά ότι κάτι βιωματικό, από μια περιγραφική λεπτομέρεια ως τη βασική ιδέα κάποιας ιστορίας, υπάρχει παντού. Μάλλον είναι αναπόφευκτο κάτι τέτοιο για όποιον γράφει.

Από ποια ηλικία ασχολείστε με τη συγγραφή διηγημάτων; Πολλές από τις ιστορίες σας έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Με ποια συλλογιστική πήρατε την απόφαση να λαμβάνετε μέρος σε διαγωνισμούς γραφής; Τι αποκομίσατε από αυτήν την εμπειρία;

Από όταν έμαθα να γράφω, περίπου σε ηλικία 16 μηνών στο σάμερ καμπ της ΝΑΣΑς, ένιωθα μία ανεξήγητη υποχρέωση να γεμίζω τις λευκές κόλλες χαρτί με λέξεις ή αριθμούς και να αφήνω μάλιστα όσο λιγότερα λευκά σημεία γίνεται. Εκείνη την εποχή, βέβαια, σε ψυχολόγους πήγαιναν μόνο οι Αμερικάνοι ενώ ο όρος παιδοψυχολόγος δεν υπήρχε ούτε στα λεξικά. Δεν ήταν επομένως παράδοξο πως το μόνο επάγγελμα που με ενθουσίαζε για τα πρώτα 17 χρόνια της ζωής μου ήταν αυτό του δημοσιογράφου και δη του αθλητικογράφου. Οι πρώτες, όμως, δομημένες (σα βρισιά ακούγεται αυτή η μετοχή) απόπειρες συγγραφής, θεωρώ ότι έλαβαν κρέας και κόκαλα, στο τέλος της εφηβείας, όταν έγραφα κάτι εκθέσεις στο φροντιστήριο αγγλικών, προετοιμαζόμενος για το Προφίσιενσι, οι οποίες μας ζητούσαν να γράψουμε μια ιστορία που να ξεκινάει ή να τελειώνει με κάποια συγκεκριμένη φράση. Εκεί ρίζωσε ο πρώτος ενθουσιασμός της συγγραφής. Λόγω ανασφαλειών ποτέ δεν ένιωθα σίγουρος αν αυτά που γράφω αξίζουν να διαβαστούν από κάποιον τρίτο. Οι λογοτεχνικοί διαγωνισμοί ήταν ένας τρόπος να διαπιστώσω αν κάποιες από τις ιστορίες μου μπορούν να προκαλέσουν το ενδιαφέρον αναγνωστών που θεωρητικά είναι σε θέση να κρίνουν. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι όποιος δεν υποβάλλει έργα του σε διαγωνισμούς, δεν μπορεί να ξέρει τι ψάρια πιάνει ή ότι όποιος στέλνει αλλά δεν λαμβάνει καμία διάκριση, δεν αξίζει. Ούτε καν, ακόμα, ότι όποιος διακρίνεται, αξίζει! Από την άλλη, δεν μπορώ να πω με σιγουριά τι βαρύτητα έχουν αυτές οι διακρίσεις στο βιογραφικό ενός επίδοξου συγγραφέα, όταν υποβάλλει το έργο του προς αξιολόγηση σε εκδοτικούς οίκους. Τώρα που το λέμε, πρέπει να ρωτήσω τους Έναστρους αν θα με αγαπούσαν το ίδιο, αν δεν είχα αυτές τις διακρίσεις που αναφέρατε.

Πώς προέκυψε η συνεργασία με τις εκδόσεις Έναστρον και ποιες οι εντυπώσεις σας;

Όταν αποφάσισα πως… ήγγικεν η ώρα της αποκαλύψεως, έκανα μια διαδικτυακή εκδοτότσαρκα για να βολιδοσκοπήσω σε ποιους εκδοτικούς οίκους θα υποβάλω τη συλλογή μου προς αξιολόγηση. Κάποιοι δήλωναν ξεκάθαρα ότι δεν δέχονται διηγήματα, κάποιοι άλλοι το δήλωναν έμμεσα, αφού στις νέες εκδόσεις τους δεν έβλεπες να υπάρχει καμία τέτοιου είδους συλλογή καινούριου συγγραφέα. Στη συνέχεια, έφτιαξα μια λίστα με την ενδεκάδα των καλύτερων κατά την κρίση μου επιλογών και έστειλα το υλικό. Η πρώτη θετική απάντηση ήρθε από τις εκδόσεις Έναστρον και μάλιστα η πρότασή τους ήταν τόσο δελεαστική που δεν μου πήρε και πολύ χρόνο να την αποδεχτώ. Μη έχοντας καμία πείρα στον συγκεκριμένο τομέα, ρώτησα δυο-τρία άτομα παλαιότερα στον χώρο και άπαντες μου είπαν πως ήταν μία πραγματικά εξαιρετική πρόταση. Εξίσου εξαιρετικά εξελίχθηκε (εξ-εξ-εξ ή XXX, υπάρχουν πολλοί κρυφοί συμβολισμοί στα γραπτά μου, δεν μπορώ να πω περισσότερα) η σχέση μας και στη συνέχεια. Όλα τα παιδιά στο Έναστρον μού συμπεριφέρθηκαν με τον καλύτερο τρόπο και η συνεργασία μας ήταν και παραμένει άψογη. Δεν είχα καν ποτέ σκεφτεί ότι αυτό το κομμάτι της συγγραφικής δραστηριότητας, δηλαδή η εκδοτική διαδικασία, θα μπορούσε να είναι τόσο ενδιαφέρον και όχι μόνο το ευχαριστήθηκα αλλά και σε κάθε στιγμή του ένιωσα πως τόσο το έργο μου όσο και εγώ ο ίδιος λάβαμε εκτίμηση από ανθρώπους που είναι ταυτόχρονα και άψογοι επαγγελματίες και εγκάρδιοι συνεργάτες.

Ετοιμάζετε κάποιο νέο έργο; Αν ναι, θα θέλατε να μας αποκαλύψετε κάτι γι’ αυτό;

Συνεχίζω να γράφω και…ό,τι προκύψει! Οι ρυθμοί μου δυστυχώς έχουν πέσει γιατί τα τέκνα μου μεγαλώνουν, οι υποχρεώσεις το ίδιο και ο καθαρός νους αρχίζει και σπανίζει αλλά οπωσδήποτε θέλω να ολοκληρώσω και μία δεύτερη συλλογή διηγημάτων. Δεν βιαζόμαστε, πάντως… Εξάλλου, τον πρώτο λόγο πλέον για το πότε θα βγάλουμε δεύτερο βιβλίο τον έχει ο ατζέντης μου, με τον οποίο μιλήσατε για να κανονίσουμε τη συνέντευξη και την αμοιβή μου (δεν θέλω σηκωμένο φρύδι, τα κάνει κι ο συμπατριώτης μου ο Σάκης ο Ρουβάς αυτά, και δεν λέτε τίποτα). Υπάρχουν ρήτρες και δεν μπορώ να σας αποκαλύψω κάτι για το περιεχόμενο. Υποθέτω ότι αφουγκράζεστε κι εσείς την αγωνία του αναγνωστικού κοινού το οποίο δεν σταματάει να με πιέζει κι εμένα στα τσατ ρουμ του IRC για αποκαλύψεις, αλλά δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο, πέρα από το ότι πρόκειται και πάλι για κοντές ιστορίες, ίσως και χοντρές, χωρίς εισαγωγικό σημείωμα.

Έχετε κάποιο στέκι; Ετοιμάζετε κάποια βιβλιοπαρουσίαση; Το αναγνωστικό κοινό πού θα μπορούσε να σας συναντήσει από κοντά αλλά και διαδικτυακά;

Δεν στέκει να ’χω στέκι! Αφού είμαι οικογενειάρχης άνθρωπος, είπαμε. Περνάω αρκετό χρόνο στο σπίτι με την οικογένεια. Μου αρέσει να μεγαλώνω μαζί με τα παιδιά μου. Τα καλοκαίρια, βέβαια, στέκι μας είναι οι παραλίες της Κέρκυρας. Αν έρθετε, πάντως, για κάνα καφεδάκι στο νησί, θα σας πάω στο Μικρό Καφέ. Γιατί θέλει το αναγνωστικό κοινό να με συναντήσει από κοντά; Δεν έχει κάτι καλύτερο να κάνει; Αν έρθει σύσσωμο το κοινό, δεν νομίζω ότι μπορώ να το διαχειριστώ. Αν έρχονται κατά μόνας, να περάσουν, να καθίσουν, να κουβεντιάσουμε, να πιούμε και μια Μεγαλοβρυσανή Ηρακλειώτικη ρακή από του πεθερού μου. Όσον αφορά την κοινωνική μου δικτύωση είναι μάλλον ανύπαρκτη. Όπως είπαμε πριν, δεν τα πάω καλά με την εξωστρέφεια. Καίτοι (όχι Φίνου) είμαι λάτρης των τεχνολογιών και δη των υπολογιστών, δεν έχω καν λογαριασμούς σε φέισμπουκ, ίνσταγκραμ και λοιπά μέσα. Είμαι ο τύπος που μπορεί να χρησιμοποιεί για κάνα μισάωρο τον υπολογιστή και να μην έχει ανοίξει ακόμα έναν ίντερνετ μπράουζερ! Αφού τα λέμε όλα, να σας πω επίσης ότι δεν βλέπω ούτε σειρές (με ελάχιστες εξαιρέσεις, ολίγων επεισοδίων) και προτιμώ αναφανδόν την αυτοτέλεια των ταινιών. Προβλέπεται να γίνουν δύο παρουσιάσεις των 15 Κοντών το ερχόμενο φθινόπωρο. Μία στην Κέρκυρα, μία στην Αθήνα, όποια από τις δύο γίνει πρώτη, ίσως να είναι στα τέλη Σεπτέμβρη. Γενικά θα προσπαθήσουμε με τις Εκδόσεις Έναστρον να γίνουν οι εκδηλώσεις πριν φύγουν οι τουρίστες, οι οποίοι, ως γνωστόν, κρατάνε τον κορονοϊό μακριά από τον τουριστικό τόπο.

 

*

Ο Γιώργος Οικονόμου γεννήθηκε το 1979 στην Κέρκυρα, όπου και έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και έλαβε τίτλο μεταπτυχιακών σπουδών στην Επιστήμη της Μετάφρασης από το Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Εργάζεται ως διοικητικός υπάλληλος στον ιδιωτικό τομέα. Στο παρελθόν έχει απασχοληθεί για πέντε χρόνια ως αθλητικός συντάκτης στο portal corfuland.gr ενώ από το 2012 έως το 2017 υπήρξε οργανωτικό μέλος του Διεθνούς Φεστιβάλ Be There! Corfu Animation Festival με μεταφραστικές, τεχνικές και επι-κοινωνιακές αρμοδιότητες.

Δημοσιεύσεις: Έργα από την παρούσα συλλογή έχουν δημοσιευτεί στα ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά Fractalart (Μάτια από Πολυέστερ, Φο Μπιζού, Δυο Πόρτες έχει η Ζωή, Η Ορμή του Συγγραφέα), Bookpress (Το «Φάντομ» και η Στίξη).

Διακρίσεις: Το διήγημα Σιβίκ έλαβε έπαινο σε λογοτεχνικό διαγωνισμό νανοδιηγήματος του λογοτεχνικού περιοδικού Περί ου. Το διήγημα Τι είν’ αυτό που το λένε Aγάπη έχει λάβει τον 1ο Έπαινο Παραμυθιού στον 20ό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών του Δήμου Κερατσινίου (2020) και το 2ο Βραβείο Παραμυθιού στον 2ο Διαγωνισμό του Λογοτεχνικού Περιοδικού Κέφαλος. Στον ίδιο διαγωνισμό, το Φο Μπιζού πήρε Τιμητική Διάκριση ενώ στο Έξοδος απονεμήθηκε το 2ο Βραβείο Διηγήματος στον 2ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Παύλος Αυθίνος.