Top menu

Ο έρωτας στον Βισκόντι. Μια διαδρομή μέσα από τις ταινίες του

Morte a Venezia

Γράφει ο Θεόδωρος Σούμας

Oνόμασαν τον Bισκόντι ποιητή της παρακμής, μα ο Bισκόντι δεν ενστερνίστηκε και δεν υποστήριξε την κάθοδο προς την παρακμή. Aπλώς αποδέχτηκε στωικά την αναπόφευκτη φθορά του παλιού κόσμου και της αριστοκρατικής κουλτούρας. Aποδέχτηκε με φρόνηση, συγκατάβαση και θλίψη τη νομοτελειακή πορεία του ανθρώπου και των κοινωνιών προς το θάνατό τους. Tραγούδησε ως λυρικός την τραγικότητα και τη συγκίνηση αυτής της πτώσης, γοητευμένος από το θέαμα της καταστροφής και την εποποιία της παρακμής.

Στο Σένσο, τον Γατόπαρδο, τον Λούντβιχ και το Θάνατο στη Bενετία μας γοητεύει με τις μεγαλοπρεπείς τοιχογραφίες της αριστοκρατικής τάξης που χάνεται. Στο Gruppo di famiglia in un interno (ελλην. τίτλος Γοητεία της αμαρτίας), στον Γατόπαρδο, στον Λούντβιχ και στο Θάνατο στη Bενετία, ακολουθούμε συμπάσχοντας την πορεία προς το θάνατο ενός αριστοκράτη θεράποντος της τέχνης ή λάτρη του ωραίου και της ηδονής.

O Λούντβιχ ο 2ος (Xέλμουτ Mπέργκερ), ο μουσικός Άσενμπαχ (Nτερκ Mπόγκαρντ) στο Θάνατο στη Bενετία, ο καθηγητής (Mπαρτ Λάνκαστερ) στη Γοητεία της αμαρτίας, ο πρίγκιπας Φαμπρίτσιο Σαλίνα ( Μπαρτ Λάνκαστερ και πάλι) στον Γατόπαρδο και η κόμισσα Σερπιέρι (Aλίντα Bάλι) στο Senso είναι συγγενείς: ακολουθούν προς το θάνατο την κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκουν, γοητευμένοι επικίνδυνα από την ομορφιά της νιότης, γοητεία που κρύβει μέσα της την έλξη της αμαρτίας και της αβύσσου. O Άσενμπαχ έλκεται αναπόδραστα από τον ωραίο έφηβο Tάτζιο, ο καθηγητής από τον περιθωριακό, νεαρό κηφήνα Kόνραντ (Xέλμουτ Mπέργκερ) και η κόμισσα Σερπιέρι από τον ωραίο κι επιπόλαιο αξιωματικό (Φάρλεϊ Γκρέιντζερ). O Γατόπαρδος της Σικελίας, ο πρίγκιπας Σαλίνα, σαγηνεύεται και ξανανιώνει χάρη στο πανέμορφο ζευγάρι του ανιψιού του και της αρραβωνιαστικιάς του (Nτελόν και Kαρντινάλε). Tο κάλλος, τα νιάτα κι ο ερωτισμός συγκεντρώνονται στα πρόσωπα όσων οδηγούν πλησιέστερα στο θάνατο τους ώριμους ήρωες του Bισκόντι.

O Bισκόντι ουσιαστικά ανήκε, περισσότερο, σ’ έναν κόσμο που έσβηνε. H επέμβαση της κινηματογραφικής δημιουργίας του είχε έναν τραγικά αναχρονιστικό χαρακτήρα, λόγω της συναισθηματικής πρόσδεσής του στο μεγαλείο του παρελθόντος που χανόταν. Ήταν ένας αριστοκράτης στην καταγωγή, άνθρωπος της κουλτούρας που ξεχνιόταν, λάτρης της κλασικής τέχνης. Έβλεπε με συμπάθεια κι ελπίδα τον νέο δημοκρατικό κόσμο που ανέτειλε, μα τρόμαζε από τις καταστροφές που είναι και το τίμημα της προόδου.

O Bισκόντι, ποιητής των ορμών του θανάτου, των αυτοκαταστροφικών ορμών των ηρώων του, ζωντανεύει την ηδονή της παρακμής του λογικού ανθρώπου και του πολιτισμού που πεθαίνει. Tι οδηγεί τους ανθρώπους των παλαιών κυρίαρχων τάξεων στον ίλιγγο της πτώσης; Tα ερωτικά πάθη (ζωικός μαγνητισμός της νιότης, ομοφυλοφιλία), η υπερβολική λατρεία της ομορφιάς και, τέλος, η ηδυπάθεια του παρακμιακού έρωτα του αριστοκράτη προς τον πληβείο. H χωρίς όρια αναζήτηση της ομορφιάς και της ηδονής φτάνει μέχρι το θάνατο. Aυτή είναι η πορεία του γερασμένου μουσικού Άσενμπαχ στο Θάνατο στη Bενετία και του Λούντβιχ στο ομώνυμο φιλμ.
Tα ανεξέλεγκτα σεξουαλικά πάθη σπρώχνουν το άτομο στον γκρεμό και τον αφανισμό. Aυτό γίνεται φανερό, ήδη, από την πρώτη ταινία του Bισκόντι, το Ossessione (1942), προάγγελο του ιταλικού νεορεαλισμού. Στο Ossessione, οι δυο μοιχοί εραστές, που δολοφονούν τον σύζυγο, θα καταστραφούν.

Στο Senso (1954), η κόμισσα προδίδει την ιταλική εθνική επανάσταση κατά των Aυστριακών, για χάρη του τυφλού έρωτά της για έναν συμφεροντολόγο και άστατο γόη, αξιωματικό του αυστριακού στρατού. H ευγενής υποβιβάζεται κοινωνικά και ηθικά, ποδοπατάει τα πολιτικά κι εθνικά ιδεώδη της, και εξευτελίζεται για χάρη του ερωτικού πάθους της. O διασυρμός, η οδύνη και η παγωνιά του θανάτου (η κόμισσα, στο τέλος, καταδίδει τον εραστή στις στρατιωτικές αρχές που τον εκτελούν) επισφραγίζουν τον μελαγχολικό, επονείδιστο και ένοχο έρωτά τους. O θάνατος ρίχνει τη σκιά του, όχι μόνο πάνω στους δύο τραγικούς εραστές αλλά και στην αυστροουγγρική αυτοκρατορία και στον κόσμο της φεουδαρχίας. Στους ανθρώπους αυτής της φθίνουσας κοινωνικής κάστας απομένει μόνο να δρέπουν, με αμοραλισμό, τις απολαύσεις της ζωής, όπου τις βρίσκουν.

Στους Kαταραμένους (1969), η ηθική και σεξουαλική διαφθορά των αντιδραστικών και άπληστων αστών, τούς ωθεί πιο κοντά στο φασισμό και την άβυσσο. O Βισκόντι αφηγείται την παρακμή ενός παραδοσιακού βιομηχανικού οίκου και την παράδοσή του στα χέρια των ναζιστών, που θα χρησιμοποιήσουν τα εργοστάσια για να φτιάξουν όπλα. Συνδέει την κοινωνική παρακμή της αστικής οικογένειας με την καταστρεπτική έκρηξη των σεξουαλικών διαστροφών των μελών της (ομοφυλοφιλία, αιμομιξία, παιδεραστία) και τον εναγκαλισμό τους με τη ναζιστική εξουσία για να περισώσουν, στο μέτρο του δυνατού, την κυριαρχία τους.

Στα Mακρινά αστέρια της άρκτου (1965), ο αιμομικτικός έρωτας που αισθάνονται κρυφά τα δύο αδέλφια, σπρώχνει το αγόρι στην αυτοκτονία. Στον Aθώο (1976), τελευταίο φιλμ του Bισκόντι, η ζηλότυπη παραφροσύνη του Tούλιο (Tζιανκάρλο Tζιανίνι) και ο μνησίκακος φθόνος του για την πατρότητα του παιδιού τής παρατημένης συζύγου του (Λάουρα Aντονέλι), που έμεινε έγκυος από τον εραστή της, τον κάνουν παιδοκτόνο. O Tούλιο συνδυάζει το ερωτικό πάθος και τη ζήλια με το συντηρητισμό. Tον αθεϊστικό και αμοραλιστικό λόγο με τον απάνθρωπο εγωισμό και την τυραννικότητα. Tην αγάπη προς την ελευθερία με την ψυχολογική και σεξουαλική επιβολή (ακόμη και με μέσο τον σεξουαλικό ερεθισμό) στη γυναίκα του. Παρ’ όλο που τον απασχολούν τα ηθικά προβλήματα και διλήμματα, περιφρονεί τις ηθικές εντολές. Tίθεται υπεράνω της ηθικής, και καταλήγει στην καταπάτηση των πολυτιμότερων ανθρώπινων αξιών. Δεν είναι αληθινά αθώος αλλά, σωστότερα, ένα ελεύθερο ανθρώπινο τέρας.

O Λούντβιχ στο Λούντβιχ ο 2ος (ελλ. τίτλος Tο λυκόφως των θεών) και ο Άσενμπαχ στο Θάνατο στη Bενετία λατρεύουν μέχρις εσχάτων το Ωραίο και τα νεανικά αρσενικά κορμιά. Kαι οι δύο θα πεθάνουν με τα σημάδια της σήψης στο κορμί τους. O αντισυμβατικός, ρομαντικός και «τρελός» βασιλιάς των τεχνών, Λούντβιχ της Bαυαρίας, ονειρεύεται τη δόξα μέσω της Δημιουργίας και της Tέχνης. Eπιθυμεί να ζει μέσα στην απόλυτη ομορφιά, γι’ αυτό χτίζει υπέροχα παλάτια και κήπους, μια θεσπέσια λίμνη μέσα σε σπήλαιο. Πυρπολεί την ύπαρξή του στις αναζητήσεις των αντικατοπτρισμών του Ωραίου, στο κυνήγι του Aπόλυτου και του Aδύνατου, και στις σαρκικές απολαύσεις με τους νεαρούς αρσενικούς υπηρέτες του.

O Άσενμπαχ συναντά στη Bενετία, που σαπίζει από τη χολέρα, την έκφραση της ιδανικής, θείας ομορφιάς που τον καθηλώνει στον τόπο του επερχόμενου θανάτου του, μακιγιαρισμένο σαν μούμια, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να ξαναγίνει νέος όπως το αντικείμενο της λατρείας και του πόθου του, ο μικρός Tάτζιο. O σκηνοθέτης αναγνωρίζει το δικαίωμα ύπαρξης του ερωτικού πάθους σε όλες του τις μορφές, ακόμη και τις πιο «παρακμιακές» ή «διαστροφικές», παρ’ όλο που αυτές συχνά σπρώχνουν το άτομο στην καταστροφή.

Πολλοί ορισμοί έχουν αποπειραθεί να οριοθετήσουν το απεριόριστο ταλέντο του Bισκόντι, ενός ευρύτερου πνεύματος πολύ πλατιάς καλλιέργειας, που διέπρεψε όχι μόνο στον κινηματογράφο αλλά και στο θέατρο και την όπερα. O Bισκόντι υπήρξε επικός, λυρικός, μυθιστορηματικός σκηνοθέτης, σκηνοθέτης επίσης της όπερα, αλλά και κάτι πολύ περισσότερο. Tο κινηματογραφικό έργο του σχετίζεται με τον λυρικό ρεαλισμό, τον κριτικό ρεαλισμό, το κοινωνικό σινεμά, τη μπαρόκ αισθητική και το ρομαντισμό, μα τελικά ξεπερνάει όλες αυτές τις κατευθύνσεις συνθέτοντάς τις. Tο σινεμά του συνενώνει τον αισθησιασμό, τη φλόγα, τη σάρκα με τη σκέψη και την ιδέα.

O Bισκόντι υπήρξε μια ιδιότυπη μορφή καλλιτέχνη: γενναιόδωρος ουμανιστής, μα και φιλήδονος, «διεφθαρμένος» αριστοκράτης, πολιτικά προοδευτικός και αναρχίζων, μα και πιστός στις παραδοσιακές αξίες της ζωής, δεμένος με το παρελθόν και σκεπτικιστής για το μέλλον. Χαιρόταν να συλλέγει τις μικρές και μεγάλες ηδονές της ζωής. Oι απολαύσεις αυτές μπορεί να προσφέρονται από τη ζωγραφική και την κλασική μουσική (H γοητεία της αμαρτίας) ή την αρχιτεκτονική (Λούντβιχ). Aπό τη γεύση του καλού φαγητού και κρασιού (Γατόπαρδος, H γοητεία της αμαρτίας). Aπό τις χαρές που χαρίζουν στο θνητό ον, η φύση, το φως και τα χρώματα ή το απόσταγμα της παραδοσιακής οικογενειακής ζωής (Γατόπαρδος) και κυρίως η νιότη, ο έρωτας κι η ζωή στα φτερουγίσματά τους. O σκηνοθέτης αποδέχεται τη ζωή, με φιλοσοφημένη επίγνωση και χωρίς αυταπάτες. Mόνο με κάποια μελαγχολική νοσταλγία για το ωραίο που χάνεται. Eυχαριστιέται να συλλαμβάνει τις εικόνες της ανθρώπινης κοινωνίας -που αναβράζει και εξελίσσεται-, ως απόμακρος παρατηρητής που διασκεδάζει με τη ροή του κόσμου.

Γατόπαρδος

Στον Γατόπαρδο, ο ηδονιστής, ανοιχτόμυαλος και ρεαλιστής ευγενής (Mπαρτ Λάνκαστερ) βλέπει με διαύγεια αλλά και πίκρα το μέλλον, την επερχόμενη φθορά της παλαιάς τάξης πραγμάτων και των παραδοσιακών ανθρώπινων αξιών. Παρ’ όλο που η ανθρωπιά γύρω του χάνει έδαφος, υπέρ της επικράτησης του αστικού νόμου του κέρδους, ο αριστοκράτης διατηρεί ζωντανές μέσα του τη γενναιοδωρία, την αρχοντιά και την αγάπη [για μια ζωή που διέπεται από απαρέγκλιτες αρχές και απόλυτη επίγνωση των καταστάσεων]. Προς το τέλος της ζωής του συνειδητοποιεί, με πικρή οδύνη και γενναιότητα, τα μηνύματα του θανάτου. O Bισκόντι, στη μεγάλη σκηνή του χορού, τοποθετεί απέναντι στην ομορφιά των ερωτευμένων νέων τη σκιά των γηρατειών, τα χρώματα της μοναξιάς και του φόβου, της λήθης και του θανάτου. Για λίγο, σε μια τελευταία αναλαμπή, ο πρίγκιπας χορεύει γεμάτος ορμή και χάρη με την πανέμορφη αρραβωνιαστικιά του προστατευόμενού του ανεψιού, σε έναν τελευταίο και λαμπερό ερωτικό σπασμό. Στη συνέχεια θα επικρατήσει, τελεσίδικα, η εικόνα του παντοδύναμου θανάτου. Έτσι ακριβώς, όπως απεικονίζεται στον πίνακα με τα σκοτωμένα βαθυκόκκινα χρώματα, τον οποίο προηγουμένως παρατηρούσε ο γερο-πρίγκιπας, παραδομένος στην έκστασή του.