Top menu

Αποκαλύπτοντας σκονισμένες σιωπές και μπερδεμένα ψέματα

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη

Όταν στην πόρτα του συνταξιούχου, πλέον, αστυνομικού Γιάκομπ Φρανκ, κάνει την εμφάνισή του απρόσμενα ένας άντρας, πολλά πράγματα δείχνουν πως ανατρέπονται εκ βάθρων, ή να παίρνουν άλλη τροπή.  Πρόκειται για τον Λούντβιχ Βίντερ, εξήντα τεσσάρων χρονών και υπάλληλο σε γνωστή εταιρεία ρουχισμού, του οποίου η μικρή κόρη Έστερ, δεκαεπτά χρονών τότε, βρέθηκε πριν από είκοσι χρόνια, στις 14 Φεβρουαρίου κάποιου έτους του προηγούμενου αιώνα,  κρεμασμένη σ’ ένα δέντρο του πάρκου της Μπαντ Ντιρκχάϊμερ Στράσσε. Για την αστυνομία και την ιατροδικαστική υπηρεσία το συγκεκριμένο περιστατικό ήταν απλή αυτοκτονία, αλλά για τον πατέρα της το πιθανότερο δολοφονία! Και σαν να μην έφτανε αυτό, ένα χρόνο μετά κρεμάστηκε με τον ίδιο τρόπο και η Ντόρις, η γυναίκα του. Έκτοτε ο ταλαίπωρος και μοναχικός Βίντερ, «…περιπλανάται στον λαβύρινθο των αναπάντητων ερωτημάτων του…», εξαρτημένος όπως λέει, από τη μοναξιά, πιστεύοντας ακράδαντα ότι η κόρη του δεν είχε αυτοκτονήσει. Ο σκοπός της επίσκεψής του στο σπίτι του  Φρανκ, που υπήρξε κάποτε επικεφαλής της Ομάδας Ανθρωποκτονιών του Τμήματος 11, είναι να τον παρακαλέσει γονατιστός να προσπαθήσει να ανοίξει ξανά την μακρινή εκείνη υπόθεση, ζωτικής σημασίας γι’ αυτόν. «Οι νεκροί δεν έρχονταν μόνο τη μέρα που ήταν προορισμένη γι’ αυτούς, τη Μέρα των Ψυχών. Έρχονταν όποτε τους κάπνιζε, έμεναν όλη νύχτα, μερικές φορές δύο μαζί-πιο συχνά μόνος του ο καθένας-, λες και το ’χαν συμφωνημένο να μην κλέβουν ούτε  χρόνο ούτε χώρο ο ένας από τον άλλον, ή από σεβασμό και αξιοπρέπεια», είναι κάποιες από τις σκέψεις που ταλαιπωρούσαν τον Γιάκομπ Φρανκ, για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά χωρίς κάποια απάντηση ή κάποιο παρεμφερές σχόλιο να εμφανίζεται στο προσκήνιο.

Ο Φρίντριχ Άνι (Friedrich Ani, 1959- ) έχει δημοσιεύει αρκετά βιβλία  πάνω σε όλα είδη του γραπτού λόγου, όπως ποίηση, θεατρικά, διηγήματα, κ.λ.π., αλλά κυρίως επιδόθηκε στο αστυνομικό μυθιστόρημα, όπως ετούτο με ήρωα τον προσφάτως συνταξιοδοτημένο αστυνομικό Γιάκομπ Φρανκ. Ο τελευταίος είναι διαζευγμένος για περίπου είκοσι χρόνια και διασχίζοντας την έβδομη δεκαετία της ζωής του,  έζησε από καιρό μοναχικά με  μόνο του χόμπυ να παίζει διαδικτυακά πόκερ. Ενώ βρισκόταν στη δουλειά, είχε αναλάβει με σύμφωνη γνώμη των συναδέλφων του ένα από τα δύσκολα καθήκοντα της υπηρεσίας του που σε κανέναν δεν άρεσε πραγματικά να κάνει. Πήγαινε, συγκεκριμένα,  στα σπίτια των συγγενών για να τους αναγγείλει  τα άσχημα νέα όταν κάποιος δικός τους είχε πεθάνει. Έτσι σταδιακά έγινε «…ο αρμόδιος αυτών των δύσκολων περιπτώσεων, η ζωντανή δικαιολογία όλων εκείνων των αστυνομικών που αντιμετώπιζαν ψύχραιμα κι’ επαγγελματικά αίματα και πτώματα και εγκληματίες,   αλλά τα έχαναν τελείως μπροστά σε συγγενείς των θυμάτων, γέρνοντας είτε προς αδέξια αποστασιοποίηση είτε προς ψεύτικη συμπόνια και άχρηστα λόγια παρηγοριάς». Τώρα, μόλις δύο μήνες από την ημερομηνία συνταξιοδότησής του, ο Φρανκ «αναγκάζεται» αιφνιδίως να παλινδρομήσει  σε μια υπόθεση όπου  είχε εμπλακεί δεκαετίες πριν, την οποία για διάφορους λόγους θυμάται αρκετά και την οποία παρά το αρχικό συμπέρασμα όλων για καθαρή υπόθεση αυτοκτονίας, εκείνος είναι πρόθυμος να εξετάσει ξανά. Ο Φρανκ ήταν αυτός που ανακοίνωσε  τις ειδήσεις για τον θάνατο της Έστερ    στην μητέρα της,  Ντόρις, αφού ο  πατέρας της κοπέλας, Λούντβιχ Βίντερ,   έλειπε εκείνο το βράδυ  στο Στρασβούργο για επαγγελματικούς λόγους, αλλά όμως πέρα απ’ αυτή τη λεπτομέρεια,  για τον Φρανκ η συνάντησή του με την Ντόρις ήταν μία αξέχαστη εμπειρία. Η Ντόρις, όταν της ανακοίνωσε τα θλιβερά νέα,  τον αγκάλιασε  και έμεινε γαντζωμένη πάνω του για επτά ολόκληρες ώρες! Αυτός ο παρατεταμένος τους εναγκαλισμός για τον   οποίο ο Φρανκ δεν είπε ποτέ τίποτα σε κανέναν, έκτοτε παραμένει έντονα στη μνήμη του και τον επαναφέρει  επανειλημμένα καθώς διερευνά εκ νέου την περίπτωση της μικρής. «…Δεν την κρατούσε απλά, την είχε αγκαλιάσει-ξεχνώντας την επαγγελματική απόσταση, είχε προχωρήσει σε μια οικειότητα πέρα από κάθε επιτρεπτό όριο, πέρα από κάθε δυνατή εξήγηση…». Βεβαίως, από μια άποψη, ίσως υποθέσει κάποιος ότι η κίνηση αυτή υποδηλώνει την ενσυναίσθηση που έχει ο Φρανκ, καθώς και την προθυμία του να  υποστηρίζει κάπως έτσι τους συγγενείς των θυμάτων. Το βιβλίο, ωστόσο,  διαπραγματεύεται την πορεία ενός συνταξιούχου αστυνομικού που   δίνει την αίσθηση του μοναχικού ερευνητή σε όλη αυτή την υπόθεση, διατηρώντας ακόμα τις επαφές με την υπηρεσία του από την οποία   είναι σε θέση να παίρνει μερικές πρόσθετες πληροφορίες, όπως για παράδειγμα κάποια τεστ DNA και άλλες εξετάσεις από παλιούς συναδέλφους, με τον δικό του φυσικά τρόπο. Σε αυτόν περιλαμβάνονται η αναπτυγμένη τόσα χρόνια διαίσθησή του, αλλά ως επί το πλείστον η προσωπική του εμπλοκή με συνομιλίες και υφέρπουσες ανακρίσεις και περιστασιακά αγκαλιάσματα με εκείνους που μπορεί να έχουν σχετικές πληροφορίες ή ιδέες για το συγκεκριμένο συμβάν. Ξεκινά βεβαίως με τον πατέρα της κοπέλας, τον Λούντβιχ Βίντερ, καθώς ο Φρανκ τον αφήνει να πει τη γνώμη του για τα γεγονότα εκείνου του καιρού. Τα εγκληματολογικά στοιχεία δείχνουν έντονα προς την κατεύθυνση της  αυτοκτονίας, αλλά μερικές πιθανότητες και λεπτομέρειες αφήνουν ανοιχτή τη μικρή, έστω, πιθανότητα ότι υπήρχαν και περισσότερες υποθέσεις για το θάνατο της μικρής. Το μεγαλύτερο μυστήριο είναι γιατί το κορίτσι σκοτώθηκε ή αυτοκτόνησε, αν και  δεν υπήρχε κάποιο σημείωμα πίσω στο σπίτι του, ούτε κανείς το είδε τις τελευταίες ώρες, οπότε υπήρχαν μάλλον και παλιά σίγουρα ορισμένα αναπάντητα ερωτηματικά. Μέσα σ’ όλα αυτά βέβαια, ήρθε το δεύτερο χτύπημα ένα χρόνο μετά το θάνατο της Έστερ, αφού και η μητέρα του κοριτσιού αυτοκτόνησε. Δεν υπάρχει αμφιβολία, όμως,  ότι εδώ πρόκειται για αυτοκτονία, δεδομένου ότι αυτή άφησε πίσω της ένα επώδυνο σημείωμα με τις τελευταίες λέξεις της: «Δεν θέλω να σε ξαναδώ»! Μεθοδικά, ο Φρανκ έρχεται σε επαφή και συνομιλεί με εκείνους που μπορεί να έχουν πληροφορίες, όπως έναν σαραντάρη τώρα, και νεαρό τότε, τον Γιαν Ρόλαντ με τον οποίο είχε κάπου είδους σχέση, ο οποίος άφησε να εννοηθεί πως η Έστερ δεχόταν κάποια κακοποίηση  από κάπου, πιθανόν από τον πατέρα της, την   θεία της Έστερ, Ίνγκε Ρίγκα, την οποία η κοπέλα μερικές φορές επισκέφτηκε στο Βερολίνο,  σχολικούς  φίλους της, τη  γυναίκα που τη βρήκε κρεμασμένη, και φυσικά τον οδοντίατρο που έμενε κοντά και ο οποίος ήταν γνωστό ότι είχε σχέσεις  με μερικά πολύ νεαρά κορίτσια.

Απ’ αυτές τις εμπειρίες αντλούσε δύναμη, σκεφτόταν  ο Φρανκ. Γιατί δεν έπαυε να είναι ένας μοναχικός άντρας στον οποίο δεν ανήκε πλέον το παρόν, «είχε χάσει το σφρίγος και τη ζωντάνια της πείνας», αφού σπαταλούσε όσο χρόνο του απέμεινε ακόμα αναμασώντας εδώ και καιρό ξερές αναμνήσεις. «Αυτός ήταν που ήθελε την εγγύτητα, την παρηγοριά, τη σιωπή, τη στήριξη και την υπομονή. Τις θεοσκότεινες εκείνες ώρες την συμπεριφορά του δεν την κανόνιζε ούτε η ανιδιοτέλεια ούτε η συμμόρφωση με την εντολή της αγάπης προς τον πλησίον… Στα δωμάτια και στους διαδρόμους αυτών που δεν ήταν πιά συγγενείς αλλά πενθούντες, άνθρωποι σημαδεμένοι από το χαμό και το θάνατο, ένιωθε περισσότερο σαν το σπίτι του, ήξερε τα κατατόπια καλύτερα απ’ ότι στη δική του ζωή,  στο δικό του σπίτι, στο δικό του γάμο». Ήταν τελικά, αναλογιζόταν συχνά,  «ένας άντρας που είχε διαλέξει το θάνατο για να μπορεί να πλησιάζει και καμιά φορά να αγκαλιάζει άλλους ανθρώπους».

Κατά τη διάρκεια των διαφόρων συνομιλιών του, ο Φρανκ μαθαίνει ολοένα και περισσότερα για την Έστερ, σχηματίζοντας και ανασχηματίζοντας το πορτραίτο της, οσάκις ήταν εφικτό με τα νέα στοιχεία που έρχονταν στην επικαιρότητα. Εκτός από τις φήμες πως ο οδοντίατρος της γειτονιάς είχε κάτι μαζί της, ο Φρανκ μαθαίνει για άλλες κατηγορίες, περιπλέκοντας έτι περαιτέρω την συνολική εικόνα. Η αλήθεια, όπως εξελισσόταν η κατάσταση, προοιωνιζόταν ακόμη πιο περίπλοκη. Ο Φρανκ συνειδητοποιούσε ότι κάπου μέσα στις παραμορφωμένες και ασυνεπείς δηλώσεις των συνομιλητών του, βρισκόταν  κρυμμένη η  αλήθεια,   και έπρεπε  υπομονετικά και  προσεκτικά να προχωρήσει την έρευνα. Ο Λούντβιχ, ο πατέρας της Έστερ,  είναι σε μεγάλο βαθμό ένας απογοητευμένος άνθρωπος που ζει μόνος του, αλλά και οι άλλοι που συναντά ο Φρανκ ζουν  σε μεγάλο βαθμό στους δικούς τους κόσμους ο καθένας, με τις δικές τους θεωρίες και αναμνήσεις από τον θάνατο της Έστερ. Φυσικά κάπως έτσι ζει και ο Φρανκ την απομονωμένη ζωή του, είναι κι’ αυτός μέρος αυτής της διαδικασίας, αλλά αναγκάζεται να  απευθύνεται όχι μόνο στους μάρτυρες που είχαν κάποια σχέση με το παρελθόν, αλλά και σε άλλους όπως και στην πρώην σύζυγό του. Όσον αφορά την περίπτωση του θανάτου της Έστερ, η λύση του προβλήματος εδώ δεν είναι και εκείνη που ταυτίζεται συνηθισμένα στα περισσότερα βιβλία μυστηρίου.

Αλλά σε όλη τη διάρκεια του κειμένου είναι αρκετά σαφές ότι το ενδιαφέρον του Φρίντριχ Άνι βρίσκεται αλλού και όχι στην απλή ανακάλυψη, παράθεση και ανάλυση των διαθέσιμων στοιχείων. Μάλλον στο να εξετάσει τις πολυπλοκότητες της ανθρώπινης ψυχής, της αλληλεπίδρασης των ατόμων, τις αποτυχίες τους, την κατανόηση ή όχι  ακόμη και εκείνων που φαίνονται πιο κοντά μας. Το μυθιστόρημα  στην πραγματικότητα ανοίγει με ένα κεφάλαιο στο πρώτο πρόσωπο, έναν απολογισμό ενός βάναυσου εγκλήματος που δεν φαίνεται, αρχικά, να έχει καμία σχέση με αυτό που συνέβη στην Έστερ. Αυτή η τεχνική, με την παράθεση ενός  σύντομου, σχεδόν προπαρασκευαστικού ή καλύτερα  εισαγωγικού κεφαλαίου, συχνά στο πρώτο πρόσωπο,  που στην αρχή δεν φαίνεται να συνδέεται με την πολύ διαφορετική ιστορία που ακολουθεί, είναι μια πολύ δημοφιλής συγγραφή ιστοριών μυστηρίου, την οποία ακολουθεί εδώ και ετούτος ο συγγραφέας. Ως μελέτη χαρακτήρων, πάντως,  και όχι ως μυθιστόρημα απλού αστυνομικού μυστηρίου, «Η μέρα χωρίς όνομα» (μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου, Εκδόσεις Gutenberg Αθήνα, 2020), είναι αρκετά επιτυχημένη και ενδιαφέρουσα, παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους χαρακτήρες που εμπλέκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε αυτό είναι μάλλον λυπημένοι. Βρίσκονται πλημμυρισμένοι από φαντάσματα, αναμνήσεις νεκρών οι οποίοι, όπως λέει ο Φρανκ, «… γυρίζουν και ξαναγυρίζουν όποτε θέλουν, κάθονται στο τραπέζι μαζί μας και μας μιλάνε, κι’ εμείς δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, θέλοντας και μη τους ακούμε, τη μια ώρα μετά την άλλη, όλη νύχτα, μετά φεύγουν, αλλά ξέρουμε ότι θα ξανάρθουν, πάλι και πάλι…».  Από αυτή την έννοια και άποψη, ο σκοπός  του Φρανκ συνίσταται στην  αέναη προσπάθεια να βρει τα κατάλληλα περάσματα που θα τον οδηγήσουν στα μυστικά υπόγεια, τα χτισμένα από «σκονισμένες σιωπές και μπερδεμένα ψέματα, σχεδόν τα ίδια που θα έβρισκε και σε μια συνηθισμένη υπόθεση φόνου»! Έτσι μοιραία στο μυθιστόρημα εμφιλοχωρούν μεγάλες δόσεις νοσταλγίας, μοναξιάς, αναμνήσεων, μελαγχολίας, όπως και οι πολυποίκιλες δυσκολίες αλληλοκατανόησης ατόμων που μπορεί να βρίσκονται πολύ κοντά και το σπουδαιότερο για μεγάλο χρονικό διάστημα.