Top menu

"Μια στάση στον Παράδεισο": Ένα ανέκδοτο διήγημα της Τίνας Κουτσουμπού

photo © Nubia Navarro

ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ. Το λεωφορείο της γραμμής 1 κυλούσε στους ταλαιπωρημένους δρόμους της γκρίζας μεγαλούπολης, αγκομαχώντας από το βάρος. Οι πρωινοί επιβάτες πάσχιζαν να σταθούν κρεμασμένοι σαν σφαχτά σε χειρολαβές-τσιγκέλια. Με το ζόρι ανέπνεαν από τα μισάνοιχτα παράθυρα. Έπεσε πάνω του στην πρώτη απότομη στροφή. Αυθόρμητα την έπιασε από το μπράτσο να τη στηρίξει. Μες στη σαστιμάρα της, πρόλαβε ν’ αρθρώσει ένα ξεψυχισμένο «ευχαριστώ». Κάθισε στην πρώτη διαθέσιμη θέση με τον άγνωστο να κρέμεται όρθιος απέναντί της κι έβγαλε τις σημειώσεις της. Η εφημερίδα περίμενε το άρθρο της.

-Κάθε  μέρα το ίδιο σκηνικό με εκείνο το σαράβαλο, σκεφτόταν αγανακτισμένη. Κι όλο έλεγε να πάρει το αυτοκίνητό της, μα την τελευταία στιγμή το μετάνιωνε λόγω έλλειψης θέσης στάθμευσης.

Αφοσιώθηκε στο γραπτό της. Η μυρωδιά της κολόνιας του τη λίγωσε. Μπορούσε να τη μυρίσει τριγύρω της. Ήταν νέος και γοητευτικός σαν τον Τζουντ Λο. Το στυλό στο στόμα θα τη βοηθούσε να υποκριθεί πως σκέφτεται το άρθρο της, ενώ θα ικανοποιούσε τη φαντασίωσή της πάνω του, παρατηρώντας τον με την άκρη του ματιού της. Ατημέλητο μαλλί κι αθλητικό ντύσιμο, ένα ντοσιέ υπό μάλης, τα λεπτά δάχτυλά του χάιδευαν τα πλήκτρα του κινητού του, τελευταία έκδοση σε smartphone. Τα χείλη του υγρά, τα μάτια του φωτιές της κολάσεως. Κουνήθηκε στη θέση της για να συνέλθει. Ντράπηκε να τον ξανακοιτάξει.

Tης χαμογέλασε, ή της φάνηκε. Χαμήλωσε το βλέμμα στο γραπτό της, μα όχι για πολύ. Ο πειρασμός ήταν δίπλα της, απέναντί της, απείχε δυο θέσεις. Αντάλλαξαν ματιές που ακτινοβολούσαν. Την κάρφωσε με τα γελαστά μάτια του. Ταξίδευαν ήδη σ’ άλλους κόσμους μαζί. Η αναγγελία της επόμενης στάσης, την ξύπνησε από τον λήθαργο. Κοίταξε το ρολόι. Κατέβαινε. Ήταν η στάση της. Μάζεψε βιαστικά το στυλό και τα χαρτιά κι έτρεξε προς την έξοδο. Λαχανιασμένη στράφηκε να δει ακόμη μια φορά τον όμορφο νεαρό συνεπιβάτη της. Δεν τον βρήκε.

-Μάλλον κατέβηκε κι αυτός. Τι κρίμα, αναστέναξε λυπημένα. Το λεωφορείο στρίγγλισε τα φρένα του κι άνοιξε τις πόρτες. Και τότε τον είδε. Όμορφο, σαν θεό, να κρατά το κινητό και να της χαμογελά, τείνοντάς της το χέρι. «Κάνε κι εσύ μια στάση στον παράδεισο της επικοινωνίας». Η αφίσα ήταν τεράστια σε άσπρο φόντο και κάλυπτε όλη τη στάση. Κλικ, κλικ, τη φωτογράφησε. Στο κάτω μέρος έγραφε το τηλέφωνο της διαφημιστικής. Προσπέρασε την αφίσα χαρούμενη και σίγουρη για ό,τι σχεδίαζε. Κι είχε βρει και την έμπνευση για το νέο άρθρο της.