Top menu

Μετάφραση του ποιήματος του Pier Paolo Pasolini “Οι Στάχτες του Γκράμσι”

 

Μεταφράζει ο Κοσμάς Κοψάρης

Στο ποίημα του Pier Paolo Pasolini: "Οι Στάχτες του Γκράμσι", ο κόσμος περιγράφεται γκρίζος. O λαός αποδίδεται καταπιεσμένος γιατί δεν μπορεί να συμπορευτεί με την ιστορία. Ο ποιητής είναι διχασμένος, διότι από τη μια είναι αστός, μα από την άλλη συμπονεί το προλεταριάτο. Η Ρώμη που απεικονίζεται στο ποίημα είναι εκείνη των ξεχασμένων ανθρώπων που περιφέρονται στα λιμάνια και στις συνοικίες, γεμάτες σκουπίδια. Ο ποιητής θέλει να συνενωθεί με τους εργάτες και τους ανθρώπους των φτωχογειτονιών που μιλάνε τη διάλεκτο της Ρώμης. Αισθάνεται ολομόναχος σε έναν αφιλόξενο κόσμο. Στο ποίημα, όσο και αν προβάλλονται υπαρξιακά στοιχεία του ποιητή που θέτουν ζητήματα εσωτερικότητας, εκείνο που προέχει είναι η έντονη αγωνία του για το ιστορικό πεπρωμένο του ιταλικού λαού. Ο Pasolini νιώθει το ίδιο περιθωριοποιημένος, όπως συλλογιέται ότι το ίδιο ισχύει και για τον Gramsci, καθώς ο διανοητής βρίσκεται θαμμένος στο κοιμητήριο των ξένων, σαν να είναι εξόριστος:

Οι Στάχτες του Γκράμσι

Ι
Δεν είναι του Μάη αυτός ο ακάθαρτος αέρας
που τον σκοτεινό ξένο κήπο
κάνει ακόμη πιο σκοτεινό, ή αυτός ο ουρανός

που με τυφλές ξαστεριές τον θαμπώνει
με σάλια πάνω στα κιτρινωπά ρετιρέ
που σε απέραντα ημικύκλια σκεπάζουνε

τις στροφές του Τίβερη, στα έντονα γαλάζια
βουνά του Lazio… Απλώνει μια νεκρική
σιγή, άπονη όπως τα πεπρωμένα μας,

ανάμεσα στα παλιά τείχη ο φθινοπωρινός
Μάης. Σε αυτόν υπάρχει το γκρίζο του κόσμου,
το τέλος της δεκαετίας στην οποία μάς εμφανίζεται

ανάμεσα στα ερείπια τελειωμένο το βάθος
και αθώος κόπος του να ξαναφτιάξει κανείς τη ζωή.
Η σιωπή, μουσκεμένη και άγονη…

Εσύ, νέος σε εκείνον τον Μάη στον οποίο το λάθος
ήταν ακόμη ζωή, σε εκείνον τον Ιταλικό Μάη
που στη ζωή προσέθετε ακόμη θέρμη,

τουλάχιστον ματαιωμένη και ακάθαρτα υγιή
των πατέρων μας -όχι πατέρας, μα ταπεινός
αδερφός- ήδη με το δικό σου ισχνό χέρι

σκιαγραφούσες το ιδανικό που φωτίζει
(μα όχι για μας: εσύ, νεκρός, και εμείς
επίσης νεκροί, με σένα, στον υγρό

κήπο) αυτή η σιωπή. Δεν μπορείς,
το βλέπεις;, παρά να ξεκουράζεσαι σε αυτό το ξένο
μέρος, ακόμη εξόριστος. Αριστοκρατική

ανία υπάρχει γύρω σου. Και, ξεθωριασμένο,
μόνο φτάνει σε σένα κάποιο χτύπημα σφυροδρέπανου
από τα εργαστήρια του Testaccio, αποδυναμωμένο

μέσα στο σούρουπο: ανάμεσα στα θλιμμένα υπόστεγα, γυμνοί
σωροί από τενεκεδόκουτα, παλιοσίδερα, όπου
τραγουδώντας άσωτος ένας σερβιτόρος ήδη κλείνει
την ημέρα του, καθώς γύρω σταματά να βρέχει.

ΙΙ
Ανάμεσα σε δύο κόσμους, η εκεχειρία, στην οποία δεν είμαστε.
Επιλογές, αφοσιώσεις… άλλο ήχο δεν έχουν
τελικά παρά αυτού του άθλιου και ευγενή

κήπου, στον οποίο επίμονη η πλάνη
που καθησύχαζε την υπόλοιπη ζωή στο θάνατο.
Στους κύκλους των σαρκοφάγων δεν κάνουν

παρά να δείχνουν την επιζώσα μοίρα
του λαϊκού λαού οι λαϊκές επιγραφές
σε αυτές τις γκρίζες πέτρες, κοντές

και εντυπωσιακές. Ακόμη ξέφρενα
από πάθη δίχως σκάνδαλο είναι καμένα
τα κόκαλα των δισεκατομμυριούχων από πιο

μεγάλα έθνη. βουίζουν, σχεδόν ποτέ εξαφανισμένες,
οι ειρωνείες των πριγκίπων, των παιδεραστών,
των οποίων τα σώματα είναι σκορπισμένα στις τεφροδόχους

αποτεφρωμένα και όχι ακόμη αγνά.
Εδώ η σιωπή του θανάτου είναι πίστη
μιας αστικής σιωπής ανθρώπων που παρέμειναν

άνθρωποι, μιας πλήξης που μέσα στην πλήξη
του Πάρκου, διακριτική αλλάζει: και η πόλη
που, αδιάφορη, την περιορίζει ανάμεσα

σε τρώγλες και σε Εκκλησίες, ασεβής μέσα στον οίκτο,
χάνει εκεί τη λάμψη της. Η γη του
πλούσια από τσουκνίδες και από όσπρια δίνει

αυτά τα αδύνατα κυπαρίσσια, αυτή τη σκοτεινή
υγρασία που πιτσιλίζει τα τείχη γύρω
σε μουντές περιστροφές από πυξάρια, που το βράδυ

κρεμώντας σβήνει σε απλά
ίχνη φύκια… αυτή η μικρή χλόη με κόπο
και άοσμη, όπου βιολέτα βουλιάζει

την ατμόσφαιρα, με ένα ρίγος από μέντα,
ή σάπιο σανό, και ήρεμη σάς προμηνύει
με ημερήσια μελαγχολία, τη σβησμένη

ανησυχία της νύχτας. Άγριο
από κλίμα, γλυκύτατο από ιστορία, είναι
μεταξύ των τειχών το έδαφος στο οποίο

φυτρώνει άλλο έδαφος. αυτό το υγρό που
θυμίζει άλλο υγρό. Και αντηχούν
-οικείες από πλάτη και

ορίζοντες όπου αγγλικά δάση στεφανώνουν
λίμνες σκόρπιες στον ουρανό, μεταξύ πράσινων
λιβαδιών σαν φωσφορούχα μπιλιάρδα ή σαν

σμαράγδια: «And O ye Fountains…» - οι ιερές
επικλήσεις…

III
Ένα κόκκινο πανάκι, σαν εκείνο
τυλιγμένο στο λαιμό στους αντάρτες
και, στην τεφροδόχο, πάνω στο κέρινο χώμα,

διαφορετικά κόκκινα, δύο γεράνια.
Εκεί εσύ στέκεσαι, εξόριστος και με σκληρή κομψότητα
όχι καθολική, αριθμημένος ανάμεσα σε ξένους

νεκρούς: Οι στάχτες του Γκράμσι… Μεταξύ ελπίδας
και παλιάς δυσπιστίας, σε πλησιάζω, βρισκόμενος
τυχαία σε αυτόν τον ισχνό κήπο, μπροστά

από τον τάφο σου, στο πνεύμα σου που απέμεινε
εδώ κάτω ανάμεσα σε αυτά τα ελεύθερα. (Ή είναι κάτι
διαφορετικό, ίσως, πιο εκστασιασμένο

και ακόμη πιο ταπεινό, μεθυσμένη συμβίωση
εφήβου από έρωτα με θάνατο…)
Και, από αυτή τη χώρα στην οποία δεν είχε θέση

η έντασή σου, νιώθω τέτοιο άδικο
-εδώ στην ησυχία των τάφων- και μαζί
τέτοιο δίκιο - στη ανήσυχη τύχη

μας - εσύ θα είχες γράφοντας τις έξοχες
σελίδες στις μέρες της δολοφονίας σου.
Να εδώ να βεβαιώσει κανείς το σπόρο

όχι ακόμα χαμένο της αρχαίας κυριαρχίας,
αυτοί οι νεκροί κολλημένοι σε μια κατοχή
που θεμελιώνει στους αιώνες την απέχθειά της

και το μεγαλείο της: και μαζί, επίμονη,
εκείνη η δόνηση από σφυροδρέπανα, απαρατήρητη,
πνιγμένη και πονεμένη - από την ταπεινή

συνοικία - να βεβαιώνει κανείς το τέλος.
Και ιδού να εγώ ο ίδιος…φτωχός, ντυμένος
με τα ρούχα που οι φτωχοί γλυκοκοιτάνε σε βιτρίνες

από κακόγουστη λάμψη, και που έχασε
τη βρωμιά των πιο μακρινών δρόμων,
των καθισμάτων, των τραμ, από την οποία συγχυσμένη

είναι η μέρα μου: ενώ όλο και πιο σπάνιες
έχω από αυτές τις διακοπές, στο βασανιστήριο
του να διατηρούμαι στη ζωή. και αν μου συμβαίνει

να αγαπώ τον κόσμο δεν είναι παρά από βίαιο
και αθώο αισθησιακό έρωτα
έτσι όπως, μπερδεμένος έφηβος, κάποτε

τον μίσησα, αν σε αυτόν με πλήγωνε ο κακός
αστός του εαυτού μου αστού: και τώρα, διχασμένος
-με σένα- ο κόσμος, δεν φαίνεται αντικείμενο

πικρίας και σχεδόν μυστικής
περιφρόνησης, το μέρος από τον κόσμο που έχει την εξουσία;
Και όμως, δίχως τη δική σου αυστηρότητα, επικρατώ

γιατί δεν επιλέγω. Ζω στη μη θέληση
της περασμένης μεταπολεμικής εποχής: αγαπώντας
τον κόσμο που μισώ - στη μιζέρια του

περιφρονητικός και χαμένος - για ένα σκοτεινό σκάνδαλο
της συνείδησης…

IV
Το σκάνδαλο των αντιθέσεών μου, του να είμαι
με σένα και εναντίον σου. με σένα στην καρδιά,
στο φως, ενάντιά σου στα σκοτεινά σπλάγχνα.

της δικής μου πατρικής κατάστασης του προδότη
-στη σκέψη, σε μια σκιά δράσης-
κόλλησα σ’ αυτό στη θέρμη

των ενστίκτων, του αισθητικού πάθους.
γοητευμένος από μια προλετάρια ζωή
προγενέστερή σου, είναι για μένα θρησκεία

η χαρά της, όχι η χιλιετής
πάλη της: η φύση της, όχι η συνείδησή
της. είναι η αρχέγονη δύναμη

του ανθρώπου, που στην πράξη χάθηκε,
να τη δώσει τη μέθη της νοσταλγίας,
ένα ποιητικό φως: και άλλο περισσότερο

εγώ δεν ξέρω να πω, που να μην είναι
σωστό μα όχι ειλικρινές, αφηρημένος
έρωτας, όχι πικρή συμπάθεια…

Όπως οι φτωχοί φτωχός, κολλάω
όπως αυτοί σε ταπεινωτικές ελπίδες,
όπως αυτοί για να ζήσω παλεύω

κάθε μέρα. Μα στην απογοητευτική μου
κατάσταση του απόκληρου,
εγώ κατέχω: και είναι η πιο συναρπαστική

από τις αστικές κατοχές, η πιο
απόλυτη κατάσταση. Μα όπως εγώ κατέχω την ιστορία,
αυτή με κατέχει. είμαι από αυτή φωτισμένος:

μα σε τί χρησιμεύει το φως;

V
Δεν εννοώ το άτομο, το φαινόμενο
της αισθησιακής και συναισθηματικής ζέσης…
άλλες κακές συνήθειες αυτό έχει, άλλο είναι το όνομα

και το μοιραίο του αμαρτήματός του…
Μα σε αυτό ανακατεμένες ως κοινές,
προγενέθλιες κακές συνήθειες, και τέτοιο

αντικειμενικό αμάρτημα! Δεν είναι άτρωτες
οι εσωτερικές και εξωτερικές πράξεις, που το κάνουν
ενσαρκωμένο στη ζωή, από καμία

από τις θρησκείες που στη ζωή υπάρχουν,
υποθήκη θανάτου, θεσμοθετημένες
να εξαπατούν το φως, να δίνουν φως στην απάτη.

Προορισμένα να θαφτούν
τα λείψανά του στο Verano, είναι καθολική
η μάχη του με αυτές: ιησουίτες

οι μανίες με τις οποίες διατίθεται η καρδιά.
και ακόμη πιο μέσα: έχει βιβλικές πονηριές
η συνείδησή του… και ειρωνική, φιλελεύθερη

ζέση…και τραχύ φως, ανάμεσα στις απέχθειες
του επαρχιακού δανδή, επαρχιακής
υγείας… Μέχρι τις κατώτερες λεπτομέρειες

στις οποίες ξεθυμαίνουν, στο ζωώδες βάθος,
Εξουσία και Αναρχία… Καλά προστατευμένος
από τη νοθευμένη αρετή και από το μεθυσμένο αμάρτημα,

υπερασπιζόμενος μια αθωότητα εμμονής,
και με τέτοια συνείδηση!, ζει το εγώ: εγώ,
ζω, ξεφεύγοντας απ’ τη ζωή, με στο στήθος

την αίσθηση μιας ζωής που να είναι πικρή,
βίαιη λησμονιά… Αχ, πως
καταλαβαίνω, σιωπηλός στη σάπια βοή

του ανέμου, εδώ όπου είναι σιωπηλή η Ρώμη,
ανάμεσα σε κυπαρίσσια κουρασμένα αναστατωμένα,
σε σένα, η ψυχή της οποίας η τοιχογραφία ηχεί

Shelley… Όπως καταλαβαίνω το στροβίλισμα
των αισθημάτων, το καπρίτσιο (ελληνικό
στην καρδιά του καπρίτσιου, βόρειου

παραθεριστή) που τον κατάπιε στο τυφλό
γαλάζιο της Τυρρηνικής θάλασσας. η σαρκική
χαρά της περιπέτειας, αισθητική

και παιδική: ενώ εξασθενημένη η Ιταλία
όπως μέσα στα σπλάγχνα ενός πελώριου
τζίτζικα, απλώνει λευκές ακτές,

σκορπισμένες στο Lazio από σκεπασμένα σμήνη
πεύκων, μεγαλειώδη από κιτρινωπές
εκτάσεις ρόκας, όπου κοιμάται

με το όργανο φουσκωμένο μέσα στα κουρέλια ένα γοτθικό
όνειρο, ο νεαρός ciociaro…
Στην Maremma, σκούρα, των θαυμάσιων βούρκων

της χλόης σαΐτας στην οποία αποτυπώνεται φωτεινή
η φουντουκιά, στα δρομάκια που ο αγελαδάρης
της νιότης του γεμίζει ανυποψίαστος.

Τυφλά ευωδιαστά τις στεγνές
καμπύλες της Versilia, που πάνω στην ανακατεμένη
θάλασσα, τυφλός, οι καθαρισμένοι γύψοι,

τα ελαφριά ένθεμα της πασχαλινής του
εκστρατείας ολοκληρωτικά ανθρώπινη,
εκθέτει, μελαγχολική στο Cinquale,

ξέπλεκη τις θερμές Apuane,
τα διαφανή μπλε πάνω στο ροζ… ταραγμένων,
κατολισθήσεις βράχων, όπως για ένα πανικό

ευωδίας, στη Riviera, μαλακής,
σε εγρήγορση, όπου ο ήλιος μάχεται με το αεράκι
να δώσει την υπέρτατη γλυκύτητα στα έλαια

της θάλασσας… Και ολόγυρα βομβίζει από χαρά
το τεράστιο κρουστό όργανο
του φύλου και του φωτός: τόσο εξοικειωμένη

είναι με αυτό η Ιταλία που δεν τρέμει, σαν
νεκρή στη ζωή της: φωνάζουν ζεστοί
από εκατοντάδες λιμάνια το όνομα

του συντρόφου οι νεκροί ιδρωμένοι
μέσα στο μελαχρινό του προσώπου, ανάμεσα στον κόσμο
της Riviera, στους λαχανόκηπους από γαϊδουράγκαθα,

σε βρωμερές παραλιούλες…

Θα μου ζητήσεις εσύ, αστόλιστε νεκρέ,
να εγκαταλείψω αυτό το απελπισμένο
πάθος του να υπάρχω στον κόσμο;

VI
Φεύγω, σε αφήνω στη βραδιά
που, μολονότι θλιμμένος, τόσο γλυκά πέφτει
για μας ζωντανούς, με το κέρινο φως

που στη συνοικία στο ημίφως πυκνώνει.
Και την υποκινεί. Την κάνει πιο μεγάλη, άδεια,
ολόγυρα, και, πιο μακριά, την ξανανάβει

με μια ανήσυχη ζωή που με την βραχνή
κατρακύλα των τραμ, με τις ανθρώπινες κραυγές,
σε διάλεκτο, κάνει, μια συναυλία εφήμερη

και απόλυτη. Και νιώθεις όπως σε εκείνες τις μακρινές
υπάρξεις, που στη ζωή, φωνάζουν, γελάνε,
σε εκείνα τα οχήματά τους, σε εκείνες τις θλιμμένες

κατοικίες όπου καταναλώνεται το δόλιο
και διαχυτικό δώρο της ύπαρξης-
εκείνη η ζωή δεν είναι παρά ένα ρίγος.

Σωματική, συλλογική παρουσία.
νιώθεις έλλειψη της κάθε πραγματικής
θρησκείας. όχι ζωή, μα επιβίωση

-ίσως πιο χαρούμενη από τη ζωή‒όπως
ενός λαού ζώων, στον απόκρυφο
οργασμό τους να μην υπάρχει άλλο πάθος

παρά μόνο για την καθημερινή δράση:
ταπεινός ζήλος στον οποίο δίνει μια αίσθηση γιορτής
η ταπεινή διαφθορά. Όσο περισσότερο είναι μάταιο

-σε αυτό το κενό της ιστορίας, σε αυτή
την βουίζουσα παύση στην οποία η ζωή σωπαίνει-
κάθε ιδανικό καλύτερα εκδηλώνεται

ο θαυμάσιος, στεγνός αισθησιασμός
σχεδόν αλεξανδρινός, που τα πάντα εικονογραφεί
και ακάθαρτα ανάβει, όταν εδώ

στον κόσμο, κάτι καταρρέει, και σέρνει μαζί
τον κόσμο, στο ημίφως, ξαναμπαίνοντας
σε άδειες πλατείες, σε απογοητευμένα εργαστήρια…

Ήδη ανάβουν τα φώτα, διακοσμώντας τη
Via Zabaglia, τη Via Franklin, ολόκληρο
το Testaccio, αστόλιστο ανάμεσα στο μεγάλο

βρώμικό του βουνό, οι παραλιακοί δρόμοι του Τίβερη, ο μαύρος
βυθός, πέρα από τον ποταμό, που το Monteverde
συναθροίζει ή μετριάζει αόρατο στον ουρανό.

Διαδήματα φωτός που χάνονται,
λαμπερά, και ψυχρά από λύπη
σχεδόν θαλασσινή… Λίγο μένει για το δείπνο.

λάμπουν τα σπάνια λεωφορεία της συνοικίας,
με μάζες εργατών στα γκισέ,
και ομάδες στρατιωτικών πάνε, χωρίς βιασύνη,

προς το βουνό που κρύβει ανάμεσα στα βρεγμένα
χαντάκια και ξερούς σωρούς από σκουπίδια
στη σκιά, κρυμμένες πόρνες

που περιμένουνε θυμωμένες πάνω από την αφροδισιακή
βρωμιά: και, όχι μακριά, ανάμεσα σε παράνομα
σπιτάκια στις άκρες του βουνού, η ανάμεσα

σε πολυκατοικίες, σχεδόν σε κόσμους, μερικά παιδιά
ελαφριά σαν κουρέλια παίζουν στο αεράκι
όχι πια κρύο, ανοιξιάτικο. Φλογεροί

από νεανική απερισκεψία η Ρωμαϊκή
τους βραδιά Μαΐου σκουρόχρωμοι έφηβοι
σφυρίζουν στα πεζοδρόμια, στη βραδινή

γιορτή. και πέφτουν τα ρολά
από τα γκαράζ απότομα, εύθυμα,
αν το σκοτάδι έκανε γαλήνιο το βράδυ,

και ανάμεσα στα πλατάνια της Piazza Testaccio
ο άνεμος που πέφτει σε τρέμουλα θύελλας,
είναι πολύ γλυκός, μολονότι περνώντας ξυστά από τις κρούστες των βράχων

και τους τόφφους του Macello (σφαγείου), βρέχεται εκεί
με σάπιο αίμα, και παντού
να ανακινεί σκουπίδια και μυρωδιές φτώχειας.

Είναι ένας ψίθυρος η ζωή, και αυτοί χαμένοι
σε αυτή, τη χάνουν γαλήνια,
αν η καρδιά την έχουν γεμάτη με αυτή: να ευχαριστιέται κανείς

να τοι, άθλιοι, το βράδυ: και ισχυρός
σε αυτούς, αδύναμοι για αυτούς, ο μύθος
ξαναγεννιέται… Μα εγώ, με την καρδιά συνειδητή

εκείνου που μόνο στην ιστορία έχει ζωή,
θα μπορέσω ποτέ πια να λειτουργήσω με αγνό πάθος,
αν ξέρω ότι η ιστορία μας έχει τελειώσει;

1954


* Ο Κοσμάς Κοψάρης είναι δρ. Φιλολογίας Π.Ι., Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Φιλολογίας Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΠΘ, Υπ. Δρ. Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΠΘ, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΕΚΠΑ, με Μεταπτυχιακή ειδίκευση στη σημειωτική του γαλλόφωνου και ισπανόφωνου σινεμά, κριτικός λογοτεχνίας - θεάτρου - κινηματογράφου.