Top menu

"Το δέρμα" του Sergio del Molino

 

Γράφει η Λεύκη Σαραντινού

 

Ο Ισπανός συγγραφέας Sergio del Molino στο νέο του βιβλίο που τιτλοφορείται "Το δέρμα" (εκδόσεις Ίκαρος), ασχολείται με το ζήτημα του ρατσισμού και της εικόνας που βγάζουμε όλοι μας προς τα έξω, με τους τερατόμορφους ανθρώπους που βλέπουμε γύρω μας -ή εκείνους τους οποίους αποκαλούμε εμείς οι ίδιοι τέρατα- και με ανθρώπους των οποίων η ζωή τους σημαδεύτηκε εξαιτίας της ιδιαιτερότητα του δέρματός τους.

Πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο κινείται ανάμεσα στο μυθιστόρημα και την ιστορική και κοινωνική πραγματεία. Ο αφηγητής - συγγραφέας υποφέρει από μία βαριάς μορφής ψωρίαση η οποία τον ανάγει στην κατηγορία του "τέρατος", αφήνοντάς τον γυμνό και εκτεθειμένο στις κάθε λογής προκαταλήψεις των γύρω του και καταλήγει, εν τέλει, να αλλάζει ολόκληρη τη ζωή του και να καθορίζει τη σχέση με τους υπόλοιπους συνανθρώπους του.

Συχνά ο αφηγητής απευθύνεται άμεσα στον γιο του, κατά την εξιστόρηση, και χρησιμοποιεί παραδείγματα τόσο από τα δικά του προσωπικά βιώματα όσο και από άλλων διάσημων προσωπικοτήτων οι οποίες υπέφεραν από την ίδια πάθηση, προκειμένου να καταδείξει πως ένα τόσο φαινομενικά ασήμαντο θέμα, όπως η ψωρίαση, μπορεί τελικά να καθορίσει ολόκληρη τη ζωή μας.

Από τον ψυχωτικό δολοφόνο Ιωσήφ Στάλιν που υπέφερε από την ίδια ασθένεια, μέχρι τον Εσκομπάρ, τον Απντάικ, τη Λόπερ και τον Ναμπόκοφ, ο Sergio del Molino δανείζεται ορισμένα στιγμιότυπα από τις ζωές τους τα οποία σχετίζονται με την ασθένειά τους και καταφέρνει να εκπλήξει τον αναγνώστη με τον συνδυασμό πληροφόρησης και μυθοπλασίας στον οποίο προβαίνει.

Ο αυτοσαρκασμός, ο ρεαλισμός, η αλληγορία, το χιούμορ, αλλά και η αθυροστομία του συγγραφέα είναι οι στυλοβάτες της αφήγησής του, όπως και τα ερωτήματα που θέτει στον νου των αναγνωστών: Πώς μπορεί μία δερματική ασθένεια να τεκμηριώνει τον έμφυτο ρατσισμό των ανθρώπων; Μήπως οι άλλοι μας βλέπουν όπως εμείς τους αφήνουμε να το κάνουν; Ποια εικόνα αφήνουμε εμείς να φανεί προς τα έξω και ποιοι είμαστε όμως πραγματικά; Μήπως τελικά φοβόμαστε να δείξουμε τον αληθινό μας εαυτό στους άλλους; Και πώς ορίζεται, εν τέλει, ο Άλλος;

"Χρειάζεται μπόλικη πολιτισμική υποβολή για να αντιληφθούμε πως ο άλλος είναι ο Άλλος. Και τούμπαλιν". Έτσι μας ομολογεί ο συγγραφέας και συνεχίζει με την πραγμάτευση του ρατσισμού από τους ανθρωπολόγους των αρχών του 20ου αιώνα, όπως του φον Λουσάν, ενός ανθρωπολόγου εξαίρεση στο κλίμα της εποχής:

"Δεν υπάρχουν καθαρές φυλές, έλεγε, όλες διασταυρώνονται και μολύνονται, γι' αυτό είναι τόσο ευρεία η παλέτα και υπάρχουν περισσότερα υβριδικά παρά γνήσια χρώματα. Αρνήθηκε την ύπαρξη των Αρίων, όπως και εκείνη των Εβραίων. Για τύπος που έφερε το φον στο επίθετό του και προερχόταν από μία από τις πιο παλιές και παραδοσιακές οικογένειες της Αυστρίας, ήταν μια χαρά".

Ο Στάλιν, το παραθεριστικό του στο Σότσι και η σχέση του με τον Κιρόφ, την ασθένειά του και τα γκουλάγκ, ο Λουσάν, ο ανθρωπολόγος του Βερολίνου, ο Νέγρος του χωριού Μπανιόλες, ο λοπεριανός σοσιαλισμός της Σίντι Λόπερ, ο Ρόαντ Νταλ και ο θεραπευτικός βασιλικός πολτός του όλα αυτά τα φαινομενικά ετερόκλητα μεταξύ τους στοιχεία, μπλέκονται μαζί με τις προσωπικές αφηγήσεις που αφορούν τη ζωή του αφηγητή - συγγραφέα στην Ισπανία. Κοντά σε αυτά, η Λολίτα του Ναμπόκοφ, τα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας, ο Πάμπλο Εσκομπάρ και η Βικτόρια Εουχένια, σχετίζονται και αυτοί με την αφήγηση του del Molino.

Η ιστορία των αρρώστων και των νοσοκομείων δεν απουσιάζει από το βιβλίο, όπως και οι προσπάθειες καλλωπισμού του δέρματος ανά τους αιώνες και οι προκαταλήψεις που σχετίζονται με το χρώμα του δέρματος. Το βιβλίο παίρνει έτσι, συν τοις άλλοις, και μία ιστορική διάσταση.

Ο del Molino μέσα από τη Λογοτεχνία στέλνει συγχρόνως το δικό του αντιρατιστικό μήνυμα, υπενθυμίζοντάς μας ότι στις καρδιές των ανθρώπων δυστυχώς ο ρατσισμός για τον Άλλον θα είναι πάντα επίκαιρος:

"Οι ψωριάρηδες, τα τέρατα, οι μάγισσες, οι λεπροί και όλοι όσοι ταξιδεύουμε μαζί καταπλέοντας τον ποταμό μέσα στο πλοίο των τρελών, αγκυροβολώντας στα λοιμοκαθαρτήρια της όχθης, δεν θα βρούμε την παραμικρή ελπίδα στο Hope, αλλά μπορούμε να ριχτούμε στον χορό με το Girls Just Want to Have Fun, ενώ οι συνετοί, οι ηλιοκαμένοι, οι όμορφοι, οι αθλητικοί, οι τύποι με το μαλλί στην τρίχα θα μας χλευάζουν καθώς περνάμε απ' την όχθη τους. Μπορούμε να εξακολουθήσουμε να διεκδικούμε το δικαίωμά μας να περπατάμε ανέμελοι έξω και να διασκεδάζουμε. Ο λοπεριανός σοσιαλισμός δονείται σε καθεμιά από τις περισσότερες από είκοσι εκδοχές ενός τραγουδιού που μας χαστουκίζει και μας κατσαδιάζει για την τόση αυτολύπησή μας. Μην ξύνεσαι και δείξε. Να κοιτάζεις και να σε κοιτάζουν".