Top menu

"Μαύρο Φλαμίνγκο", του Σταύρου Χριστοδούλου

 

Γράφει η Λεύκη Σαραντινού 

Ο ρατσισμός προς τους μετανάστες, τους «ξένους», τους άλλους, τους «διαφορετικούς» είναι ένα φαινόμενο τόσο παλιό όσο και ο ίδιος ο κόσμος, ένα φαινόμενο διαχρονικό που συναντάται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, ένα φαινόμενο το οποίο γνωρίζει, δυστυχώς, στις μέρες μας περαιτέρω άνθηση, ειδικά σε περιόδους οικονομικής κρίσεως. Αυτό το θέμα αποτελεί το κεντρικό θέμα του νέου βιβλίου του Κύπριου συγγραφέα Σταύρου Χριστοδούλου με τίτλο «Μαύρο φλαμίνγκο».

Η οικογένεια Πεχλιβανίδη ζει στο Ρουστάβι της Γεωργίας ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα. Εκεί γνωρίστηκαν η Συμέλα με τον Ξενοφώντα και εκεί έκαναν την οικογένειά τους, τον Λεβάν και την Τάνια. Η ζωή τους ήταν στρωμένη μέχρι την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την απόσχιση της Γεωργίας από την πρώην ΕΣΣΔ, οπότε και οι οικονομικές δυσκολίες για τους Γεωργιανούς πολίτες γίνονται αφόρητες. Έτσι, η οικογένεια αποφασίζει να μετοικήσει στην Αθήνα, προκειμένου να διεκδικήσει μία καλύτερη ζωή. Και εκεί όμως τα πράγματα δεν αποδεικνύονται ρόδινα. Οι οικονομικές δυσκολίες για την οικογένεια δεν σταματούν, τελικά, στην Αθήνα, ενώ η ρετσινιά του «Ρωσοπόντιου» που ακολουθεί τα μέλη της οικογένειας δεν φαίνεται διόλου εύκολο να εξαφανιστεί.

Τα πράγματα χειροτερεύουν ακόμη περισσότερο όταν ο Λεβάν διαβαίνει το κατώφλι της εφηβείας και μιας σχολής πυγμαχίας. Εκεί «βασιλεύει» ο «πολύς» Ερμής Σαραντάκος, ένας νταής ρατσιστής, ο οποίος μαζί με τους μπράβους του αρέσκεται συχνά να τρομοκρατεί και να χτυπά αθώους μετανάστες. Μολονότι ο συγγραφέας δεν κατονομάζει κάποια οργάνωση, ωστόσο είναι σαφές ότι πρόκειται για ακροδεξιούς Χρυσαυγίτες, αν λάβουμε μάλιστα υπόψη μας μάλιστα και τον χρόνο στον οποίο διαδραματίζεται το μυθιστόρημα, στις αρχές, δηλαδή, του εικοστού πρώτου αιώνα, τότε που η Χρυσή Αυγή βρισκόταν στις δόξες της στην Αθήνα.

Ο Λεβάν, ο οποίος είχε έρθει πολλές φορές αντιμέτωπος με τον ρατσισμό προς το άτομό του, δεν διστάζει ο ίδιος να πληρώσει με το ίδιο νόμισμα άλλους τους οποίους ο ίδιος δεν θεωρεί «καθαρόαιμους» Έλληνες. Επιπροσθέτως, ο ίδιος δεν γνώρισε ποτέ τέτοιου είδους ρατσισμό στο σπίτι του και η στάση του προξενεί πράγματι εύλογη απορία, εφόσον ως παιδί δεν είχε τέτοιες διδαχές. Αρκούν, επομένως, οι δύσκολες κοινωνικές, οικογενειακές και οικονομικές συνθήκες που βιώνει ένας έφηβος προκειμένου να στραφεί αυτός στην ακροδεξιά και τη βία;

«’Ήταν σαν ν’ αντίκριζε για πρώτη φορά ο Λεβάν τον κυφό του εαυτό. Κι αυτό που έβλεπε, όσο και να τον μπέρδευε, δεν ήταν ικανό να τον κρατήσει μακριά από τον ζόφο».

Ο συγγραφέας προσεγγίζει το θέμα από όλες τις πλευρές και δεν εστιάζει μόνο στην προσωπικότητα του Λεβάν, αλλά, αντιθέτως, παρουσιάζει τις οπτικές όλων των εμπλεκόμενων προσώπων. Συγχρόνως καταφέρνει να διατηρεί τον αφηγηματικό ρυθμό και να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Επομένως, πρόκειται για ένα αξιοπρόσεκτο βιβλίο το οποίο δικαιούται να διεκδικήσει λίγο από τον χρόνο μας.