Top menu

Μάνος Ματζόρες: Για την αίτηση (Ανέκδοτο διήγημα)

Μαίρη Ρουσιώτη

Για να πω την αλήθεια, είμαι άνθρωπος της τελευταίας στιγμής. Κάπως έτσι πέρασα την μεγάλη πέτρινη πύλη της δημόσιας υπηρεσίας λίγες μέρες πριν βγει η προκύρηξη για να κάνω κάτι που θα μπορούσα να το έχω κάνει καιρό πριν. Θα μου πεις βέβαια γιατί να το κάνεις όταν ξέρεις ότι δε θα ‘χει αντίκρισμα. Άλλο αυτό. Θα ‘πρεπε.

Έσπρωξα, λοιπόν, με πολλή δυσκολία, την μεγάλη σιδερένια πόρτα. Ήτανε και πρωί, και δεν είχα φάει και τίποτα. Ακούστηκε ένα βαρύ αργόσυρτο, βαριεστημένο τρίξιμο, που μου ‘φερε στο μυαλό το νόμο της αδράνειας και την άρνηση των σωμάτων σε οποιαδήποτε μεταβολή της κατάστασής τους. Μπήκα μέσα. Παντού υπήρχαν πρόχειρες κόλλες Α4 μέσα σε διαφάνειες που σε κατευθύνανε στα αρμόδια τμήματα, μα πουθενά ένας «συγκεντρωτικός χάρτης» του αχανούς κτιρίου. Αν τύχαινε να περάσεις μπροστά από το αρμόδιο τμήμα θα το έβρισκες, αλλιώς... Ρώτησα έτσι μια υπάλληλο που μόλις είχε μπει κι εκείνη μέσα από ένα διάλειμμα για τσιγάρο, και αδιάφορα μου έδειξε τις σκάλες με μια σχεδόν ανεπαίσθητη κίνηση του χεριού προς τα αριστερά. Ανέβηκα και τότε είδα την πολυπόθητη κόλλα Α4 που έδειχνε την κατεύθυνση προς το τμήμα που με ενδιέφερε.

Προχώρησα στο διάδρομο. Μια πράσινη μούχλα απλωνόταν σε όλο το παλιό κτίριο με τους χαλασμένους σοβάδες. Πλησίασα διστακτικά στο πρώτο γραφείο που συνάντησα και ρώτησα μια υπάλληλο που έμοιαζε οχυρωμένη πίσω από ένα υπολογιστή. «Για εγγραφή στα μητρώα εκπαιδευτικων;», ρώτησα με σιγανή φωνή. Αφού το κουβέντιασε με τη διπλανή της, μου έδειξε το βάθος του διαδρόμου.

Εκεί η μούχλα απλωνόταν ακόμη πιο επικίνδυνα στους τοίχους πάνω απ’ τα γραφεία των υπαλλήλων. Έβγαλα πάλι μετά βίας μια φωνή «για εγγραφή στα μητρώα εκπαιδευτικών». «Βεβαίως» μου απάντησε με μια παγερή αδιαφορία ο αρμόδιος υπάλληλος, κι υπόλοιποι ούτε που σήκωσαν το κεφάλι από τις οθόνες τους. «Έχετε υποβάλλει αίτηση;» με ρώτησε. Απάντησα πως έχω γραφτεί στον ιστότοπο, και τότε εκείνος με παρέπεμψε στο διαδίκτυο για να βρω την αίτηση, χωρίς πολλές πολλές πληροφορίες που πιθανό να του κόστιζαν, και χωρίς να μου ξεκαθαρίσει αν έπρεπε, δηλαδή, να υποβάλλω από εκεί την αίτηση ή απλά- όπως διαπίστωσα αργότερα με δεύτερη επίσκεψή μου- αν έπρεπε να αναζητήσω εκεί τη φόρμα της υποβολής.

*

Κάθε που συναλλάσσομαι με το δημόσιο ο νους μου πάει στον κύριο Γιοζεφ Κ. του Φράντς Κάφκα. Επέστρεψα φανερά εκνευρισμένος απέναντι στο χάος που αντίκρυζα, χωρίς να έχω βρει καμιά αίτηση στον ιστότοπο, αφού δεν υπήρχε. Σαν ένας ναυαγός που πνίγεται και ζητάει ένα σωσίβιο και βλέπει να μην του το δίνουν, μπήκα πάλι στο μουχλιασμένο γραφείο για περεταίρω πληροφορίες και τότε, αφού είδαν πως ήμουν έτοιμος να σκάσω σαν μπαλόνι, μια παλιά μου καθηγήτρια, που μάλλον με θυμόταν, αλλά χωρίς αυτό να ειπωθεί ποτέ, ξεκόλησε από τη δική της οθόνη, βγήκε από το δικό της κλουβί αρμοδιοτήτων, και σαν παιδί που του μαθαίνουν να περπατάει, μου εξήγησε πως έχουν τα πράγματα και ως δια μαγείας ξετρύπωσε μια αίτηση, μια φόρμα υποβολής που αδυνατούσε ο προηγούμενος να μου δώσει τόση ώρα. «Ξέρετε, κύριε, ούτε το στυλό δεν είμαστε υποχρεωμένοι να κουνήσουμε για σας», με ενημέρωσε ο προηγούμενος υπάλληλος, συνάδελφος αποσπασμένος, και κούνησε με το χέρι του το στυλό μερικά εκατοστά, και έσκασε ένα πλατύ χαιρέκακο γέλιο, κι ένιωσα τα μακριά, αραιά του δόντια να με απειλούνε σαν πελώριες τανάλιες.

Είπα ένα ευχαριστώ για αυτήν την μικρή, ανθρώπινη κίνηση, την τόσο χρήσιμη εκείνη τη στιγμή κι έτρεξα προς την έξοδο. Είχαν κιόλας σκύψει όλοι τους πάνω στις χαρτούτσες και τις οθόνες που τους έκρυβαν τα πρόσωπα. Τους άφησα πίσω μου ριζωμένους, ακίνητους, αμίλητους και θα ορκιζόμουνα φευόντας πως με την άκρη του ματιού μου μού φάνηκε πως εκείνη η πράσινη κηλίδα από τους τοίχους είχε απλωθεί ίσαμε τα κεφάλια τους. Λίγο αέρα να αναπνεύσω, σκέφτηκα, λίγη ζωή.