Top menu

Μακάβρια και υπαινικτική εικόνα των ανθρωπιστικών αδιεξόδων

Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης

Έχει ειπωθεί, επανειλημμένως, ότι μια σύνθετη ταξική κοινωνία που εξελίχθηκε σε έναν ιδιαίτερα ανεπτυγμένο πολιτισμό, αποτελεί πάντοτε γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη κοινωνικής σάτιρας και η βρεττανική λογοτεχνία θα ήταν πράγματι ελλιπής, σε μεγάλο βαθμό, αν δεν υπήρχαν εκείνα τα μυθιστορήματα που εξυπηρετούν αυτόν τον σκοπό.

Ο Ίβλιν Γουό (Evelyn Waugh, 1903-1966) έκανε το είδος αυτό επίσης προσωπική του υπόθεση, και το ‘Μια χούφτα σκόνη’ (A Handful of Dust) είναι ένα έξοχο παράδειγμα της σχετικής συνεισφοράς του. Ο Τόνι Λαστ ζει ικανοποιημένος στην πεπαλαιωμένη εξοχική έπαυλή του, μετά βίας  ικανός να αντέχει οικονομικά την συντήρησή της, περιχαρακωμένος στα αρχοντικά του καθήκοντα, ευτυχισμένος με τον γιο του και μια όμορφη σύζυγο προικισμένη με πολλαπλές κοινωνικές χάρες. Η σύζυγός του Μπρέντα, ωστόσο, έχει αρχίσει να πλήττει μετά από επτά χρόνια τέτοιας αγροτικής ευδαιμονίας. Η ζωή του Τόνι αρχίζει να διαλύεται όταν εκείνη συνάπτει κάποια σχέση με τον Τζον Μπίβερ, έναν κακομοίρη νεαρό, του οποίου τα περιορισμένα μέσα δεν του επιτρέπουν να ζήσει τον τρόπο ζωής που επιθυμεί, ο οποίος κινείται στο περιθώριο της κοινωνίας του Λονδίνου, πάντα έτοιμος να δεχτεί μια πρόσκληση για πάρτι της τελευταίας στιγμής ή για ένα δωρεάν γεύμα. Όταν μια πραγματική τραγωδία χτυπάει την πόρτα τους, η Μπρέντα και ο Τόνι πρέπει να αποφασίσουν αν είναι σε θέση να συνεχίσουν ως συνήθως με κοινωνικά αποδεκτό αν και υποκριτικό τρόπο. Στο ‘Μια χούφτα σκόνη’, η σκοτεινή κωμωδία συνδυάζεται με το γελοία παράλογο, η φάρσα αναμειγνύεται με την τραγωδία για να παραχθεί ένα εκθαμβωτικό  μυθιστόρημα, θυμωμένο και πικρό, καυστικό και ανελέητο, αλλά και περίεργα ανθρώπινο στην αντιμετώπιση των ηθικών αδυναμιών των κύριων χαρακτήρων του. Το κείμενο του Ίβλιν Γουό μοιάζει να σκιαγραφεί και σηματοδοτεί περισσότερο τις απροσδιόριστες δυνάμεις της ιστορίας και του πολιτισμού που συνθέτουν μια κοινωνία που δημιουργεί τύπους όπως ο Μπίβερ και η Μπρέντα, παράσε αυτές καθ’ εαυτές τις προσωπικότητές τους. Στη Μπρέντα, που είναι ο μοναδικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος που φαίνεται να προβαίνει σε κάτι απολύτως ηθικά καταδικαστέο, προσφέρεται  η λυτρωτική δύναμη της αυτογνωσίας που μετριάζει κατά κάποιον τρόπο την ηθικολογική καταδίκη.

Ο Τόνι Λαστ, φαινομενικά η πιο συμπαθητική φιγούρα μιας μάλλον αντιπαθητικής ομάδας πρωταγωνιστών, δεν είναι ακριβώς υπόδειγμα λογικής, ευφυΐας, αποτελεσματικότητας ή ακόμη και συζυγικής ευαισθησίας, παθιασμένος απόλυτα με τη συντήρηση της οικογενειακής ιδέας και συνεχίζοντας τις επιπολαιότητες ενός τρόπου ζωής του οποίου η εποχή έχει παρέλθει προ πολλού και μάλλον ανήκει στο παρελθόν. Ο συγγραφέας εξακολουθεί να θρηνεί γι’ αυτήν την απώλεια, επειδή τύποι σαν του Τόνι  ενσαρκώνουν ό,τι έχει απομείνει από αξιοπρέπεια και αξία σε μια κοινωνία που κατακλύζεται από κύματα βαρβαρότητας και ηθικής παρακμής. Άγρια αιχμηρό και συναρπαστικό, το βιβλίο αναδεικνύεται επάξια σε ένα σύγχρονο βρεττανικό κλασσικό έργο και διαβάζεται περισσότερο ως διαπεραστική σάτιρα των ηθών της βρεττανικής ανώτερης κοινωνικής τάξης της δεκαετίας του 1930. Το τέλος δίνει στο μυθιστόρημα το άγγιγμα της παράλογης οδυνηρότητας που παραπέμπει στον μετέπειτα υπαρξισμό και ανεβάζει το ‘Μια χούφτα σκόνη’, στις τάξεις των πραγματικά αξιομνημόνευτων μυθιστορημάτων.

Το μυθιστόρημα αυτό, το τέταρτο του Ίβλιν Γουό, κατέχει κομβική θέση στο έργο του. Αν και περιλαμβάνει πολλά από τα κωμικά και σατιρικά στοιχεία που έκαναν τα πρώτα του μυθιστορήματα τόσο δημοφιλή, ετούτο θεωρείται γενικώς το πρώτο σοβαρό μυθιστόρημά του, γεγονός που ο συγγραφέας αναγνώρισε ειρωνικά στον Πρόλογο της έκδοσης του 1963: «Το παρόν βιβλίο έτυχε ευμενούς υποδοχής από τους κριτικούς, οι οποίοι πιστεύουν ότι έκτοτε δεν έγραψα τίποτα καλύτερο»! Ένα από τα χαρακτηριστικά του βιβλίου που έκαναν ορισμένους κριτικούς να αισθανθούν άβολα ήταν αυτό που αντιλαμβάνονταν ως  δυσάρεστο μείγμα ρεαλισμού και συμβολισμού. Η υπόθεση του Ίβλιν Γουό χρησιμοποιεί μια απλή ιστορία και επικεντρώνεται σε ένα ζευγάρι, τον Τόνι  και την Μπρέντα Λαστ. Ο Τόνι είναι αφοσιωμένος στο εξοχικό του σπίτι, κοντά στο Αβαείο του Χέτον και στις παραδοσιακές κοινωνικές αξίες, ενώ αντίθετα η Μπρέντα  λαχταρά τον ενθουσιασμό και την ζωή του Λονδίνου και έτσι ξεκινάει μια σχέση με έναν νεαρό ονόματι Τζον Μπίβερ. Όταν ο μικρός γιος της οικογένειας των Λαστ, το μοναδικό τους παιδί, σκοτώνεται σε κυνηγετικό ατύχημα, η Μπρέντα απαιτεί διαζύγιο. Ο Τόνι αρχικά συμφωνεί, αλλά αλλάζει γνώμη όταν συνειδητοποιεί ότι ο διακανονισμός θα απαιτούσε κάποια δυσάρεστα πράγματα και προϋποθέσεις, όπως να πουλήσει το Χέτον. Συμμετέχει σε μια αποστολή για να βρει μια χαμένη πόλη στη Βραζιλία και, όταν η αποστολή πηγαίνει καταστροφικά στραβά, διασώζεται και αιχμαλωτίζεται από τον αγράμματο κ. Τοντ, ο οποίος τον αναγκάζει να διαβάζει δυνατά τα μυθιστορήματα του Ντίκενς, ξανά και ξανά. Ο Τόνι φυσικά θεωρείται νεκρός, η Μπρέντα παντρεύεται έναν παλιό φίλο και ένα παρακλάδι της οικογένειας Λαστ κληρονομεί το Χέτον. Αυτή η περίληψη δεν δίνει καμία αίσθηση της ποιότητας της αφήγησης ή του ύφους του Γουό, αλλά υποδηλώνει ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του θέματα, ιδίως την τύχη των παραδοσιακών αξιών στον εικοστό αιώνα. Όπως και άλλα μυθιστορήματα, όπως ο ‘Μεγάλος Γκάτσμπι’ του Φιτζέραλντ Σκοτ, για παράδειγμα, το ‘Μια χούφτα σκόνη’ έχει να κάνει με το κόστος του ιδεαλισμού και την ματαιότητα της νοσταλγίας και μας δίνει έναν κεντρικό χαρακτήρα ο οποίος είναι κατά κάποιον τρόπο αξιοθαύμαστος αλλά σοβαρά ελαττωματικός και ο οποίος συχνά αγνοεί την καθημερινή πραγματικότητα. Ο αναγνώστης αρχικά συμπάσχει με τον Τόνι, τον αδικημένο και απατημένο σύζυγο, αλλά σταδιακά καταλήγει να συνειδητοποιεί ότι ο Τόνι έχει τη δική του σχέση ‘μοιχείας’, δηλαδή την εμμονή του με το Χέτον, η οποία τον κάνει να παραμελεί τη γυναίκα και τον γιο του και έτσι συμβάλλει στην απόφαση της Μπρέντα να συνάψει σχέση με κάποιον άλλον άντρα. Η αρχιτεκτονική του Χέτον, παράλληλα, μας λέει πολλά για τις αξίες του Τόνι. Η περιγραφή του από τον τοπικό Οδηγό είναι απορριπτική: «Μεταξύ των χωριών Χέτον και Κόμπτον Λαστ, εκτείνεται το απέραντο πάρκο του Αβαείου του Χέτον. Ο πύργος, από τους πλέον αξιομνημόνευτους της κομητείας, ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων το 1864 σε γοτθικό ρυθμό και στερείται πλέον κάθε ενδιαφέροντος. Το πάρκο είναι ανοιχτό στο κοινό καθημερινά μέχρι τη δύση του ηλίου και μπορεί κανείς να περιηγηθεί στο εσωτερικό του πύργου κατόπιν γραπτού αιτήματος…». Δεδομένου ότι το αρχικό σπίτι ήταν αβαείο, χτίστηκε πριν από τη διάλυση των μοναστηριών από τον Ερρίκο Η' και ως εκ τούτου ήταν γοτθικού ρυθμού. Ήταν εκείνο το σπίτι που ο προπάππους του Τόνι γκρέμισε για να χτίσει ένα νέο σπίτι ακολουθώντας  την γνωστή νεογοτθική αρχιτεκτονική, με γνωστότερο παράδειγμα τα κτίρια του Κοινοβουλίου στο Λονδίνο. Το μη αυθεντικό ύφος του σπιτιού του Τόνι αντανακλά στο ‘Μια χούφτα σκόνη’, και τον φανταστικό τρόπο ζωής του. Ο σεβασμός του Τόνι Λαστ για την παραδοσιακή ζωή στην εξοχή είναι ομοίως αντιδραστική, δεδομένου ότι το κτήμα μόλις και μετά βίας καταφέρνει και συντηρείται οικονομικά και οι Λαστ είναι ουσιαστικά φτωχοί, αλλά ο ρομαντισμός του Τόνι βασίζεται στην άρνηση να αντιμετωπίσει ρεαλιστικά τα γεγονότα του παρόντοις. Η αδιαφορία του όσον αφορά τη σχέση της Μπρέντα συνάδει με την υπόλοιπη ζωή του. Αν το Χέτον εκθέτει με αρχιτεκτονικούς όρους την ψευτιά της ζωής του Τόνι, η απέχθειά του για το Λονδίνο παραπέμπει σε λογοτεχνικές αλληγορίες τις οποίες ο Τόνι  αγνοεί. Υπογράφει, ασυνείδητα, ένα από τα παλαιότερα διχοτομικά σχήματα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, την αντίθεση δηλαδή μεταξύ πόλης και υπαίθρου, όπου η πόλη αντιπροσωπεύει τη διαφθορά και η ύπαιθρος την απλή ενάρετη ζωή σε αρμονία πάντοτε με τη φύση. Αυτή η αντίθεση ανατρέπεται, βεβαίως, στο μυθιστόρημα με διάφορους τρόπους, γιατί αν η εξοχή είναι απομονωμένη από τους πειρασμούς της ζωής της πόλης, είναι ταυτόχρονα και πιο κοντά στους κινδύνους της φύσης. Ο γιος του Τόνι θα σκοτωθεί από ένα άγριο άλογο και ο ίδιος ο Τόνι θα πλησιάσει δύο φορές τον θάνατο στην άγρια φύση της Βραζιλίας. Όταν ο Τόνι φεύγει για την αποστολή του, η Μπρέντα ρωτά τον Τζοκ Γκραντ - Μίνις αν θα είναι ασφαλής και ο Τζοκαπαντά πως όλος ο κόσμος είναι πολιτισμένος τώρα. Η ειρωνεία του Ίβλιν Γουό, είναι πλέον καταφανής και αμφίδρομη. Ο κόσμος δεν είναι πολιτισμένος με τον τρόπο που εννοεί ο Τζοκ, όπως πρόκειται να ανακαλύψει ο Τόνι, και ο πολιτισμός στον εικοστό αιώνα είναι ένας ολοένα και πιο προβληματικός όρος. Αυτό μας φέρνει στο νου τον Τζόζεφ Κόνραντ, του οποίου η διάλυση του πολιτισμού στην ‘Καρδιά του Σκότους’ (Heart of Darkness, 1899) αντηχεί σε όλη τη λογοτεχνία του εικοστού αιώνα. Οι περιπέτειες του Τόνι στη Βραζιλία και η σύλληψή του από τον αλλόκοτο κ. Τοντ έχουν αναγνωριστεί εδώ και καιρό ως εκτεταμένη αναφορά στην επιβλητική και αξιοθαύμαστη ‘Καρδιά του Σκότους’.

Οι επιφανειακοί παραλληλισμοί είναι αρκετά προφανείς. Ένα επικίνδυνο ταξίδι στο ποτάμι, μια συνάντηση με έναν μοχθηρό, πιθανώς τρελό Ευρωπαίο που τυραννά τους ιθαγενείς, και μια αποκάλυψη. Έχοντας αυτό κατά νου, το ενδιαφέρον μας στο τελευταίο τμήμα του μυθιστορήματος του Ίβλιν Γουό, επικεντρώνεται στο πώς θα αντιδράσει ο Τόνι  στην συνάντησή του με την ριζική αταξία της ζούγκλας. Δεν είναι ούτε θρήσκος ούτε πολύ έξυπνος, αλλά από εκείνους που πιστεύουν ότι οι ηθικές αξίες είναι αυτονόητες. Τελικά, εμπύρετος και εκτός εαυτού, ο Τόνι φαίνεται να συνειδητοποιεί ότι όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες είναι διεφθαρμένες, όλες είναι εκδοχές του σπιτιού στο Λονδίνο που η κυρία Μπίβερ, η μητέρα του Τζον Μπίβερ, χώρισε σε διαμερίσματα και διακόσμησε με το τελευταίο στυλ για να το χρησιμοποιούν περιστασιακοί μοιχοί όπως η Μπρέντα! Με τους όρους του Κόνραντ, ο Τόνι έχει δει την ‘καρδιά του σκότους’ και το ερώτημα είναι πώς θα ανταποκριθεί σε αυτό. Συνειδητοποιεί αρκετά σύντομα ότι δεν μπορεί να βρει μόνος του το δρόμο για την έξοδο από τη ζούγκλα και ότι ο κ. Τοντ δεν θα τον βοηθήσει. Είναι παγιδευμένος σε μια μικρή κοινωνία εξίσου φαύλη με εκείνη από την οποία απέδρασε. Η μοίρα του Τόνι στη ζούγκλα της Βραζιλίας  είναι, μια μακάβρια και υπαινικτική εικόνα του αδιεξόδου του ανθρωπισμού και ένας φόρος τιμής στους λογοτεχνικούς πατέρες του συγγραφέα μας. Όπως και οι μεγάλοι προκάτοχοί του, το ‘Μια χούφτα σκόνη’ συγχέει το παρελθόν και το παρόν, τον μύθο και την ιστορία, το πρωτόγονο και το πολιτισμένο και χρησιμοποιεί την αναζήτηση του πρωταγωνιστή για να μας δείξει μια σκοτεινή καρδιά, την χρεοκοπία του ανθρωπισμού που βρίσκεται αποκομμένος από τις θρησκευτικές του ρίζες.