Top menu

#Το κείμενο της εβδομάδας: Απόσπασμα από τη νουβέλα "Οργισμένες μέρες" | Αρετή Καμπίτση

©Ioannis Ioannidis

Οι γάτες, λένε, έχουν μια ανίκητη τακτική να παίρνουν αυτό που θέλουν. Είναι ικανές να περιτριγυρίζουν το θύμα τους, ώστε να αποκτήσουν ό,τι τους ανήκει. Τρίβονται πάνω σου ναζιάρικα και τολμηρά και δεν σε αφήνουν σε ησυχία, εάν δεν πετύχουν τον σκοπό τους. Το τρίχωμά τους είναι τόσο απαλό, ώστε να σε υπνωτίσει και παραδομένος αφήνεσαι στα θέλγητρά τους. Οι γάτες έχουν προαίσθημα για οτιδήποτε πρόκειται να συμβεί. Η δικιά μου δεν ξέρω τι μπορεί να είχε στο μυαλό της, αλλά άρχισε να μαλάζει την κοιλιά μου, με μανία, και με είχε φέρει σε τέτοια αμηχανία, ώστε αναγκάστηκα να τη διώξω από πάνω μου. Νιαούρισε μία φορά παραπονεμένα και με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα του φτωχού κι ανήμπορου μικρού ζώου που κανείς δεν του δίνει σημασία. Την ξαναπήρα στα πόδια μου και την άφησα εκεί για κάμποση ώρα να μαλάζει την κοιλιά μου, ενώ εγώ σκεφτόμουν τα λόγια του άγνωστου άντρα και τι σχέση είχαν με τον δικό μου άντρα. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να τον πιστέψω και σε κάθε μάχη που έδινα με το μυαλό μου, έβγαινα νικήτρια και δεν άφηνα τίποτα να μολύνει την πιστή και τρυφερή συμπεριφορά του συζύγου μου προς εμένα. Εκείνη τη στιγμή η Μιάου με γρατζούνησε. Μου έκανε μια γρατζουνιά από τον αντίχειρα του χεριού μου μέχρι τον καρπό.

Ζεστές σταγόνες αίματος άρχισαν να φουσκώνουν, ακριβώς πάνω στη σχισμή του δέρματός μου, πλούσιο, κατακόκκινο, καυτό αίμα. Την πέταξα χάμω και θυμωμένη καθώς ήμουν, έβαλα τα κλάματα σαν μικρό παιδί, παρόλο που δεν ήταν απαραίτητο. Έτρεξα στο μπάνιο και ξέπλυνα την πληγή με άφθονο νερό. Έπειτα την άλειψα με καθαρό οινόπνευμα και την τύλιξα με μία χαρτοπετσέτα. Η Μιάου με είχε ακολουθήσει μέχρι το μπάνιο και δεν έδειχνε σημάδια μετανόησης, αν και πολύ φοβάμαι πως δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί. Ίσως, εγώ να την είχα τρομάξει περισσότερο απ’ ό,τι εκείνη εμένα. Τη λυπήθηκα και την πήρα στην αγκαλιά μου. Αγκαλιασμένες πήγαμε στο σημείο, όπου υπήρχε το πιάτο με το φαγητό της και την άφησα να τρώει. Το καημένο το ζωντανό, σκέφτηκα. Άδικη πολύ ήμουν μαζί της, ειδικά τώρα που κάτι τέτοιο το έκανε για πρώτη φορά. Σαν να είχε αντιληφθεί τον εσωτερικό μου πόλεμο, ανάμεσα στο να δέχομαι τα λόγια του άγνωστου και στο όχι δεν ακούω τίποτα και συνεχίζω τη ζωή μου. Αυτό, όμως, που με τρόμαζε περισσότερο, ήταν εάν θα ήμουν ικανή να τελειώσω ένα παιχνίδι εκδίκησης και πόνου, αν θα μπορούσα να το φέρω εις πέρας, αν θα έβγαινα νικήτρια ή χαμένη. Από την άλλη, σαν απατημένη σύζυγος, ήμουν χαμένη.

Κόντεψα να τρελαθώ εκείνο το απόγευμα. Η περιέργεια και η εκδικητική ροπή μου με οδήγησαν στο να ψάξω στα τηλεφωνήματα στη μνήμη του τηλεφώνου, μήπως και βρω το τηλέφωνο εκείνου του άνδρα. Τζίφος. Δεν υπήρχε αριθμός και θα έπρεπε να το γνωρίζω, αφού τα τηλεφωνήματα γίνονταν με απόκρυψη. Με κατέκλυσε εκείνη τη στιγμή μια έντονη επιθυμία να ακούσω ξανά το ντριν και να είναι εκείνος.

Σαν μανιακή θέλησα να τα μάθω όλα. Νόμισα πως θα τρελαθώ στην ιδέα της αναμονής μέχρι την επόμενη μέρα στις τέσσερις παρά πέντε, απογευματινή ώρα, αν και έπειτα από την προηγούμενη, αγενή συμπεριφορά μου, δεν γνώριζα εάν θα δεχόμουν ξανά τηλεφώνημα από τον άγνωστο άνδρα.

Παρατήρησα πως η Μιάου είχε καταβροχθίσει όλο της το φαγητό και, χωρίς να το σκεφτώ παραπάνω, της γέμισα ξανά το πιάτο της με τροφή. Το άμοιρο ζώο με κοίταξε παράξενα και μου γρύλισε, σαν αλλόκοτο. Ίσως μυρίστηκε την τρέλα που ξυπνούσε μέσα μου, ώρα με την ώρα, σαν να ήθελε να με προειδοποιήσει. Αχ! Ας είχε φωνή να με έστελνε στον διάολο, να μου βούλωνε το στόμα, να μου έδενε τα χέρια.

 


 

 

Το απόσπασμα προέρχεται από την νουβέλα της Αρετής Καμπίτση Οργισμένες μέρες (Σεπτέμβριος 2020), εκδόσεις Βακχικόν.