Top menu

"Μακάρι να είχα χρόνο", του Έβαλντ Φλίσαρ [ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ]

 

Μακάρι να είχα χρόνο

Κεφάλαιο: Αυτά που είπε ο άστεγος στον Μπάρτον Φινκ

[...] Η βροχή δυναμώνει κι ο Μπάρτον δεν έχει ομπρέλα. Βρίσκει καταφύγιο κάτω από μια αψίδα που οδηγεί στον σκοτεινό ακάλυπτο ενός κτιρίου στην παλιά πόλη. Κοιτάζει την ώρα –μεσάνυχτα, δεν κυκλοφορεί ψυχή. Από κάπου κοντά του, μια καμπάνα σημαίνει δώδεκα. Θα έκανε κέφι ένα τσιγάρο τώρα. Δεδομένου ότι το έκοψε στα είκοσι, είναι παντελώς απίθανο να βρει κάποιο ξεχασμένο πακέτο στις τσέπες του. Δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να το ξεχάσει. Όταν είσαι κοντά στην ημερομηνία λήξης σου, γίνεται όλο και πιο σαφές ότι υπάρχουν πολλά πράγματα που θα πρέπει να απαρνηθείς. Ότι θα πρέπει να ζήσεις αυτό τον έναν χρόνο διαφορετικά από ό,τι θα τον ζούσες αν είχες άλλα πενήντα χρόνια μπροστά σου. Ότι πρέπει να σκεφτείς κάποια πράγματα διαφορετικά· να τα απλοποιήσεις. Ότι θα πρέπει να φτιάξεις μια νέα λίστα με προτεραιότητες. Μια πολύ μικρή λίστα.

Από την άλλη, μπορείς να συμπεριλάβεις σ’ αυτήν τη λίστα όλα όσα δεν θα τολμούσες καν να σκεφτείς αν είχες άλλα πενήντα χρόνια μπροστά σου. Σε όσους πεθαίνουν νέοι, επιτρέπονται πολλά. Επιτρέπεται, άραγε, να γευτούν τη σκοτεινή πλευρά της ζωής; Να γίνουν έστω για μία ή δυο μέρες αυτό που υπό την κανονική πορεία των πραγμάτων δεν θα τολμούσαν ποτέ να γίνουν; Να πλαγιάσουν και με τον Διάβολο και με τον Θεό, με μια ουδέτερη στάση απέναντι και στους δύο; Να γίνουν το τρίτο μέλος της αγίας Τριάδας; Να γίνουν παρατηρητές;

Από το σκοτεινό προαύλιο ακούγεται ο ήχος κάποιου να βήχει. Ο Μπάρτον ξαφνιάζεται και σχεδόν το βάζει στα πόδια.

Ακούει τη φωνή ενός άνδρα. «Δεν είμαι επικίνδυνος».

Ο Μπάρτον καθησυχάζεται λίγο, αν και η καρδιά του εξακολουθεί να χτυπά δυνατά.

Αρχίζει να περπατά επιφυλακτικά κατά μήκος του πλακόστρωτου περάσματος. Προσεκτικά, τεντώνεται να κοιτάξει εκεί όπου στρίβει το πέρασμα και στο έδαφος ακριβώς απέναντί του, κάτω από μια φαρδιά εσωτερική αψίδα, βλέπει μια μαυριδερή μάζα τυλιγμένη σε μια κουβέρτα και γερμένη πάνω στον τοίχο. Ένας ζητιάνος, που ήρθε εδώ για να ξεφύγει από τη νεροποντή.

«Έχεις ένα τσιγάρο;»

«Όχι, το έχω κόψει».

«Τότε θα πρέπει να αρκεστώ σε ένα από τα δικά μου».

Ο άστεγος αρχίζει να ψαχουλεύει κάτω από την κουβέρτα, βγάζει ένα τσιγάρο και το ακουμπά στα χείλη του. Ακούγεται το κλικ ενός αναπτήρα που ανάβει και μέσα από τη στιγμιαία λάμψη που εκπέμπει, ο Μπάρτον διακρίνει το απεριποίητο πρόσωπο ενός άνδρα απροσδιορίστου ηλικίας – πιθανόν πάνω από πενήντα. Του προσφέρει το πακέτο.

«Θες ένα;»

«Σου είπα…»

«Εντάξει, εντάξει, δεν με έστειλε ο Διάολος να σε κάνω να ξεστρατίσεις. Ένας απλός άστεγος είμαι».

«Μου ακούγεσαι αρκετά μορφωμένος».

«Άρα δεν υπάρχει περίπτωση να είμαι άστεγος;»

«Δεν είναι κάτι που συναντά κανείς συχνά».

«Μου ακούγεσαι πολύ έμπειρος για την ηλικία σου».

«Μη σε ξεγελά η εμφάνιση. Στην πραγματικότητα είμαι πολύ μεγάλος και σύντομα θα πεθάνω».

«Κι εγώ το ίδιο, αν και εγώ είμαι νέος ακόμη».

Ακούγεται ένα γέλιο που προκαλεί ανατριχίλα στον Μπάρτον. Άραγε ο άνδρας κοροϊδεύει τον Μπάρτον ή τον εαυτό του; Την ίδια στιγμή, ο Μπάρτον καταλαμβάνεται από μια έντονη επιθυμία να καθίσει και να κουβεντιάσει με τον άνδρα. Περνώντας πάνω από το απλωμένο πόδι του άστεγου, κάθεται στα παγωμένα πλακάκια δίπλα του και γέρνει το κορμί του στον τοίχο.

«Θα αρπάξεις καμιά πούντα» λέει ο ζητιάνος.

«Και τι χειρότερο να πάθω;»

«Εγώ είμαι πιο ευαίσθητος· η υγρασία με πιάνει κατευθείαν».

Ο Μπάρτον παρατηρεί πως ο άνδρας δεν είναι μονάχα τυλιγμένος με μια μάλλινη κουβέρτα, αλλά έχει απλώσει και μία παχιά στρώση από εφημερίδες στο πάτωμα.

«Το πρωταρχικό μας καθήκον είναι να προστατεύουμε το σώμα μας. Όταν κάτι πάει στραβά με την υγεία μας, τότε διαλύονται όλα».

Αρχίζει να ψαχουλεύει σε έναν μισογεμάτο υφασμάτινο σάκο που ήταν ακουμπημένος πλάι του, βγάζει μια εφημερίδα και τη δίνει στον Μπάρτον. Εκείνος τη δέχεται με ευγνωμοσύνη, την ανοίγει και την τοποθετεί κάτω από τα οπίσθιά του.

«Ευχαριστώ» λέει.

«Όλοι οι πατεράδες φροντίζουν τους γιους τους. Και θα μπορούσα όντως να ’μαι πατέρας σου».

«Σε ένα κακογραμμένο μυθιστόρημα, θα αποδεικνυόταν ότι είσαι πράγματι ο πατέρας μου».

Ο ζητιάνος τον ρωτά: «Φοιτητής;»

Ο Μπάρτον γνέφει θετικά. «Συγκριτική Φιλολογία και Φιλοσοφία».

«Άρα γνωρίζεις καλά ότι τέτοιου είδους συμπτώσεις δεν συμβαίνουν μονάχα σε κακογραμμένα μυθιστορήματα, αλλά και σε εξαιρετικές τραγωδίες. Στον Οιδίποδα, για παράδειγμα».

«Κι εσύ τι ήσουν προτού βρεθείς στον δρόμο;»

«Δεν έχει σημασία τι υπήρξαμε. Μεγαλύτερη σημασία έχει το τι θέλουμε να γίνουμε. Κι αυτό ισχύει ιδιαίτερα για εσένα. Εγώ τι άλλο μπορώ να γίνω πέρα από πιο στριμμένος;»

Ο Μπάρτον ρουφά με μεγάλη ευχαρίστηση τον καπνό που αναδύεται από το τσιγάρο του ζητιάνου. Σκέφτεται ότι θα έπρεπε να αρχίσει πάλι το κάπνισμα. [...]

 


 

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Σλοβένου συγγραφέα Έβαλντ Φλίσαρ "Μακάρι να είχα χρόνο" | Εκδόσεις Βακχικόν - Vakxikon Publications (μτφρ. Αλεξάνδρα Παπαμανώλη). Το βιβλίο έχει προταθεί για το βραβείο Kresnik.