Top menu

“Λίγο ακόμα”: Ένα διήγημα της Σοφίας Κροκιδά

photo © Suzy Hazelwood

Να'το, το έλεγε καθαρά. Σελίδα 56, κάτω από τη λέξη πορτοκάλι. «Η πόρτα σημαίνει πέρασμα σε κάτι νέο, μια πύλη στην αλλαγή. Κάτι που περιμένατε καιρό θα εμφανιστεί αν έχετε υπομονή.»

Και ο Αριστείδης είχε μπόλικη από δαύτη. Όχι πως περίμενε κάτι συγκεκριμένο βέβαια, αλλά να, από παιδί είχε μάθει να περιμένει. Στο σχολείο περίμενε να τον σηκώσει ο δάσκαλος για να δείξει ότι είναι διαβασμένος και έπαιρνε μια πρωτόγονη ευχαρίστηση περιμένοντας έξω από την πόρτα των καθηγητών τη μέρα που μοίραζαν τις καρτέλες με τους βαθμούς. Με τα κορίτσια ποτέ δεν έκανε την πρώτη κίνηση, ούτε με τη Μαίρη ούτε με την Αλίκη που τόσο του άρεσε. Δεν ήθελε να τον περάσουν για βιαστικό. Περίμενε τους γονείς του να πάρουν αύξηση για να του κάνουν δώρο ένα ποδήλατο, περίμενε τον κολλητό του κάθε πρωί στον φούρνο της γωνίας για να πάνε σχολείο μαζί, περίμενε τον περιπτερά να φέρει το παγωτό που όλο το καλοκαίρι έβλεπε στις διαφημίσεις και περίμενε να του απλώσει η αδερφή του το χέρι με τη σοκολάτα για να πάρει κι αυτός ένα κομματάκι. 

Μα κι όταν μεγάλωσε δεν άλλαξαν πολλά πράγματα. Έχοντας αναγάγει την αναμονή σε στάση ζωής και κρυφή απόλαυση ο Αριστείδης κατρακυλούσε εν γνώσει του σε μια μοιρολατρική καθημερινότητα που έμοιαζε με παιχνίδι. Περίμενε το αφεντικό του να του πει ένα μπράβο, τον κολλητό του να του στείλει μήνυμα για μπύρες, τον σκύλο του να ξυπνήσει, τον αγαπημένο του συγγραφέα να βγάλει το επόμενο βιβλίο. 

Ναι, ο Αριστείδης κάποτε είχε υπομονή. Του έδινε ένα νόημα στη ζωή όπως και να το κάνουμε. Σήμερα όμως, ο Αριστείδης, 38 στα 39 δεν είχε τίποτα πια να περιμένει. Κοντός, με ρούχα που σακούλιαζαν σε κάθε του κίνηση, μάγουλα ρουφηγμένα πάνω στα δόντια, και με ένα ελαφρύ κούτσεμα στο αριστερό πόδι από τότε που λίγα χρόνια νωρίτερα περίμενε ώρες κάποιος να τον πάει στο νοσοκομείο μετά την πτώση του από τον πρώτο στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας, ο Αριστείδης ήταν μια φιγούρα ισχνή και απαρατήρητη, σα χαραμάδα ήλιου πάνω σε ξύλινο παρκέ. 

Οι γονείς του είχαν πεθάνει από χρόνια, οι φίλοι του είχαν παντρευτεί και είχαν κάνει οικογένειες και η εξέλιξη του στην εταιρεία ρολογιών παρέμενε στάσιμη τα τελευταία 12 χρόνια. Τα παγωτά πλέον δεν τον ενθουσίαζαν και όσο για τους αγαπημένους του συγγραφείς είχαν κι αυτοί ακολουθήσει τον δρόμο των γονιών του. 

Έτσι λοιπόν όταν είδε στον ύπνο του μια κόκκινη ξύλινη πόρτα με σκαλισμένα λευκά κρινάκια στις γωνίες δικαίως αναστατώθηκε. Ο Καζαμίας το έλεγε καθαρά. Κάτι που περίμενε επιτέλους θα φανερωνόταν. Έμενε μόνο να βρει την κόκκινη πόρτα. Του πήρε κάμποσες μέρες. Κάθε απόγευμα στις 5 χαιρετούσε τους συναδέλφους του και άρχιζε τις βόλτες με το αμάξι. Μέχρι να πέσει ο ήλιος ακολουθούσε τη διαδρομή που είχε φτιάξει από το προηγούμενο βράδυ, προσέχοντας να μην περνάει ποτέ από τους ίδιους δρόμους για να μη χάνει χρόνο. Πάνω κάτω αριστερά δεξιά, άφηνε το αμάξι να τσουλάει με το βλέμμα του καρφωμένο στις πόρτες του κόσμου. 

Τη βρήκε μετά από περίπου τρεις εβδομάδες, όταν πια είχε αρχίσει να πιστεύει ότι θυμόταν λάθος το όνειρο. Στριμωγμένη ανάμεσα σε δύο πελώριες γκρίζες πολυκατοικίες, η κόκκινη πόρτα πάσχιζε να κρατήσει όρθιο ένα ρημαγμένο διώροφο από την εποχή του μεσοπολέμου. Ήταν ακριβώς όπως την είχε ονειρευτεί. Πάτησε γκάζι και άφησε πίσω του το διώροφο την ώρα που ο ήλιος έβαφε την πόρτα ίδια ρουμπίνι. Το επόμενο πρωί, στις εννιά ακριβώς ήταν και πάλι εκεί. Πλέον είχε εξοπλιστεί με όλα τα απαραίτητα, μπουφάν, καπέλο για τον ήλιο, παγούρι με νερό, κονσέρβες, τοστ και φρούτα και τώρα στεκόταν όρθιος από το πρωί μέχρι το βράδυ, αγέρωχος, χαζεύοντας τα περίτεχνα κρινάκια. Μέρα με τη μέρα σα να ψήλωνε μερικούς πόντους και η όρεξή του είχε επανέλθει σε τέτοιο σημείο που τα ρούχα του είχαν αρχίσει να γεμίζουν τα κενά τους. Και πια δεν περνούσε απαρατήρητος. Οι περαστικοί τον χάζευαν όλο περιέργεια, είχε μάθει ποιός πέρναγε πότε, μερικοί τον χαιρετούσαν κιόλας, άλλοι μόνο κούναγαν το κεφάλι και τράβαγαν στις δουλειές τους. Τον Αριστείδη όμως δεν τον ένοιαζε που οι μέρες περνούσαν. Ήξερε πώς θα ερχόταν η στιγμή που η κόκκινη πόρτα θα άνοιγε και πίσω της θα κρυβόταν κάτι που άξιζε όλη αυτή την αναμονή. Το τι ακριβώς δεν το ήξερε. Μία ονειρευόταν μια γυναίκα ψηλή και μελαχρινή που θα του χαμογελούσε γλυκά, μια ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία σε θεόρατες βιβλιοθήκες, μία ψυγεία γεμάτα παγωτά από εκείνα που έδειχνε κάποτε η τηλεόραση. Πάντως σίγουρα θα άξιζε η αναμονή. 

Η μπουλντόζα ήρθε με όλη της τη φασαριόζικη παρουσία ένα πρωινό λίγο αφού είχε χαράξει. Στήθηκε έξω από το σπίτι με την κόκκινη πόρτα και ο οδηγός κατέβηκε να μιλήσει στον Αριστείδη. «Παλικάρι μου πρέπει να κάνεις λίγο πέρα.»

«Γιατί;», ρώτησε όλο απορία ισιώνοντας το πουκάμισο του με καμάρι. Μάλλον κάτι δεν είχε καταλάβει καλά ο οδηγός.

«Τι γιατί; Ολόκληρη πολυκατοικία πώς θα γίνει; Πρέπει να το γκρεμίσουμε το ερείπιο.» 

Ο Αριστείδης έκανε ένα βήμα πίσω. Κάποια παρανόηση θα είχε γίνει. Η κόκκινη πόρτα θα άνοιγε σύντομα μόνη της, γιατί δεν μπορούσαν να περιμένουν; Μέχρι το απόγευμα η αστυνομία είχε καταφέρει να τον μεταφέρει στο απέναντι πεζοδρόμιο για να συνεχίσει η μπουλντόζα τη δουλειά της. Η πρόσοψη του σπιτιού διαλύθηκε σε χιλιάδες κομματάκια με μια μονάχα κίνηση καθώς αποχωριζόταν το ξύλινο κάσωμα που δεν έλεγε να πέσει. Ο Αριστείδης τέντωσε τον λαιμό του για να δει καλύτερα. Μέσα από το ξύλινο ορθογώνιο έβλεπε τον πορτοκαλί ορίζοντα που έλιωνε στα μπάζα.