Top menu

"Κανένας δεν φοβάται εκείνους που χαμογελούν" της Βερονίκ Οβαλντέ

 

Γράφει η Λεύκη Σαραντινού

 

Ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλίο με χαρακτηριστικά πλοκής, ατμόσφαιρα, εξώφυλλο και τίτλο που παραπέμπουν σε θρίλερ, είναι το "Κανένας δεν φοβάται εκείνους που χαμογελούν" της Γαλλίδας μυθιστοριογράφου Βερονίκ Οβαλντέ. 

Τα φαινόμενα όμως απατούν, για άλλα μία φορά, καθώς το βιβλίο αυτό, μολονότι διατηρεί κάποια χαρακτηριστικά ενός βιβλίου τύπου θρίλερ, αποδεικνύεται, εν τέλει, ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα αγωνίας και μυστηρίου με περίτεχνη πλοκή, κοινωνικές ανησυχίες και έξυπνες αφηγηματικές τεχνικές.

Η αυλαία του βιβλίου ανοίγει με την εικόνα μιας βιαστικής, όσο και μυστηριώδους φυγής. Η Γκλόρια, μία μητέρα χωρίς σύζυγο, παίρνει άρον άρον τις κόρες της, Στέλα και Λου, από το σχολείο τους, στον μεσογειακό γαλλικό Νότο και τις φυγαδεύει στο μακρινό δάσος του Κάιζερχαϊμ της Αλσατίας, σε ένα εξοχικό όπου περνούσε τα παιδικά της χρόνια. Γιατί άραγε; Από τι προσπαθεί να ξεφύγει η τρομαγμένη γυναίκα;

Η συγγραφέας αποφεύγει εντέχνως να μας εξηγήσει το γιατί. Απεναντίας, αντί γι' αυτό, αρχίζει μία αναδρομή στο παρελθόν της Γκλόρια προκειμένου να φτάσει σταδιακά στον λόγο της φυγής. Δεν υπάρχει όμως καμία βιασύνη από μέρους της γι' αυτό. Έτσι υπάρχει χρόνος για να κορυφωθεί η αγωνία του αναγνώστη και να εκτιναχθεί στο ζενίθ η περιέργειά του.

Η αναδρομή αρχίζει από τα παιδικά χρόνια της Γκλόρια, από την περίπλοκη σχέση που είχε με το πατέρα της, ο οποίος δεν συνήλθε ποτέ από το τραύμα που γεννήθηκε στον ευαίσθητο ψυχισμό του όταν η γυναίκα του -και μητέρα της Γκλόρια-αποφάσισε να εγκαταλείψει σύζυγο και κόρη και να εξαφανιστεί από προσώπου γης κυριολεκτικά εν μία νυκτί.

Έκτοτε ο πατέρας της δουλεύει μόνος του στο μπαρ η Αντίσταση που είχαν δημιουργήσει με τη γυναίκα του, έως ότου αφήσει κι αυτός την τελευταία του πνοή και η κόρη του βρεθεί υπό την κηδεμονία ενός καλού του φίλου.

Ακολουθεί η γνωριμία της νεαρής Γκλόρια με τον Σαμουέλ, τον μελλοντικό πατέρα των κοριτσιών. Το κλειδί του μυστηρίου όμως, ή μάλλον της μυστηριώδους αυτής φυγής που λαμβάνει χρόνια αρκετά χρόνια μετά, φαίνεται πως το κρατάει ένας δικηγόρος ονόματι Πιέτρο Σαντινί.

Η Οβαλντέ ακολουθεί μία γραμμική μεν αφήγηση, δημιουργώντας όμως συγχρόνως, ένα ατέρμονο παιχνίδι μεταξύ παρελθόντος και παρόντος στις σελίδες του βιβλίου της. Η αφήγηση μεταπηδά, δηλαδή, διαρκώς από το παρελθόν της Γκλόρια στο παρόν της στο Κάιζερχαϊμ με τις κόρες της, έως ότου οι δύο αφηγήσεις τελικά ενωθούν και το μυστήριο λυθεί, λίγες μονάχα σελίδες πριν από το δραματικό φινάλε.

Η Οβαλντέ δεν αφήνει αναπάντητα ερωτήματα, δημιουργεί, όμως, μία μοναδική ατμόσφαιρα μυστηρίου που υποβάλει τον αναγνώστη. Αυτός έχει μονίμως την αίσθηση ότι κάτι υπερφυσικό ελλοχεύει μέσα στις σελίδες του βιβλίου και στο πυκνό δάσος του Κάιζερχαϊμ, χωρίς όμως, τελικά, να περιλαμβάνει η λύση του μυστηρίου οποιοδήποτε υπερφυσικό ή παράλογο γεγονός. Σε αυτό ακριβώς το γεγονός έγκειται και η πρωτοτυπία και η γοητεία του βιβλίου.

Η λύση και η εξήγηση θα είναι για άλλη μία φορά ο ίδιος ο άνθρωπος, ο αλλοπρόσαλλος, πολλές φορές, ψυχισμός του, και όσα είναι ικανός τελικά να κάνει, ακόμη και πράξεις πέρα από την κοινή  λογική. Διότι, όλα τα πράγματα, εν τέλει, διαθέτουν μία ευλογοφανή εξήγηση και υπόκεινται σε ένα σχέδιο. Αυτό ακριβώς το συμπαντικό σχέδιο καλείται να αποκωδικοποιήσει ο άνθρωπος κι "...αν δεν γίνει έτσι, αν το συμπαντικό σχέδιο μείνει ακατονόητο, ε λοιπόν, θα μείνουμε απαλά και ακροβατώντας σκυμμένοι πάνω από την αναπαραγωγή των λεπτομερειών, γιατί, από τη στιγμή που έχουμε επιλέξει τη σιωπή, βλέπουμε καλύτερα -αυτό είναι σίγουρο- και σταματάμε να αποδίδουμε στα πράγματα μεγαλύτερη έκταση και βαρύτητα από εκείνη που βαθιά μέσα τους κρύβουν".