Top menu

Σωτήρης Κακίσης: "Παλιές ιστορίες" [Μόλις κυκλοφόρησε]

(1) Ο Φελλίνι δεν το ξέρει.

Φοβάμαι. Θυμάμαι τις αηδίες που έχω διαβάσει κι αναγκάζομαι να βρεθώ στη Σκιάθο και να κρυφτώ κοντά στ᾽ αποδυτήρια ενός υποτυπώδους γηπέδου, σε μια μάντρα από πίσω. Για να δω μέσα από ένα γκρέμισμα της μάντρας δύο εξηντάρηδες.

Τι είναι; Είναι οι φύλακες του γηπέδου; Είναι ενανθρωπήσαντες άγγελοι; Ο ένας λέει στον άλλον ότι έχει βγάλει ένα σπυρί στον πισινό και τον τσούζει και του ζητάει να του βάλει λίγο ταλκ γιατί δεν μπορεί μόνος του.

Ο άλλος φοράει τα γυαλιά του, του λέει να κατεβάσει το παντελόνι του και να ξαπλώσει μπρούμυτα και παίρνει το ταλκ.
Σκύβει. Του βάζει ταλκ. Πλησιάζει πολύ το πρόσωπό του για να βλέπει καλύτερα.

Ο ξαπλωμένος περιμένει. Μετά, την πιο κατάλληλη στιγμή, κλάνει. Το ταλκ υψώνεται σαν αερόστατο, σαν ζέππελιν βρωμερό και τυλίγει τον αγνό εξηντάρη. Ο ξαπλωμένος γελάει.

Ο παθών, προσπαθώντας να συνέλθει, βγάζει τα γυαλιά και το πρόσωπο του είναι κάτασπρο, εκτός από τις κόχες των ματιών. Τώρα είναι οδηγός αγώνων στα Μίλε Μίλια.

Ο Φελίνι δεν το ξέρει.

(Από το «Παραμύθια σαν αστεία άστρα», 1984)

**

(2) Τη μέρα που δεν μας πέθανε ο Κουμανούδης.

Πάει κι η Γκάντι. Στην ώρα της. Από τους σωματοφύλακες τη βρήκε. Tι ᾽θελε να τα βάλει με τους ευγενείς ΣΙΚ (Σωτήρης Ιωάννου Κακίσης); Έπιασαν αυτοί και της δηλητηρίασαν την ακολουθία των αντρώνε, λαδώσανε, και πάρ᾽ την κάτω την ηγέτιδα. Λυπήθηκα, δεν λέω, λυπήθηκα. Ίσως εγώ να μην καταδεχόμουνα ποτέ να συνδιαλλαγώ με σωματοφύλακες, αλλά έχω κι εγώ τον τρόπο μου.

Κανείς δεν μπορεί να μπαίνει στους ναούς, στο ιερό της καρδιάς μας, ατιμωρητί. Να σφάζει και να σκοτώνει τα τρομοκρατημένα γυναικόπαιδα, τις αδυναμίες μας που έχουν καταφύγει στην καρδούλα, ατιμωρητί.

Μπορεί αλλιώς να ᾽γινε στην Ινδία, κι αλλιώς να πήγε η Γκάντι. Εγώ εδώ σας λέω για τη δική μου άποψη, μέσα απ᾽ τον διαθλαστικό φακό που μου ᾽χετε χαρίσει, που δεν είναι και τόσο διαθλαστικός άφτερ ολ.

Με τον Μανιώτη περπατούσαμε στην Ηρώδου του Αττικού. Ήτανε η νύχτα. Ο Γιώργος επέμενε ότι εγώ φταίω πάλι που εμπιστεύομαι τούς ανθρώπους, αλλά μάλλον δεν είχε λύση να προτείνει. Επειδή φύσαγε λίγο, τον ένοιωθα περισσότερο πληγωμένο, και περισσότερο πικραμένο, περισσότερο αλλού. Και η Ηρώδου του Αττικού μάς λαχάνιασε τότε λόγω της συζητήσεως, λόγω της αγωνίας μας να μην ήτανε έτσι ο κόσμος, ούτε οι ανηφόρες τόσο ζαβολιάρες, ούτε το μέλλον μέλλον.
Στην κορυφή στρίψαμε κατά το Συνταγματάκι. Ακριβώς με τη στροφή μας ακούστηκε μπαμ―κρατς, και συγκρουσθήκανε το ταξί με το κουπέ ιδιωτικό. Μπήκανε κι οι πόρτες μέσα, όπως λένε, βγήκε και μια γυναίκα από τη γνωστή θέση του νεκρού ζωντανή. Δεν είχε χτυπήσει, αλλά είχε πάθει σοκ λέει, κι έκλαιγε με λυγμούς. Σαραντάρα ήτανε που νυχτοπερπατούσε.
«Χα, χα», είπε ο Γιώργος. «Τώρα για πρώτη φορά πήρε πρέφα το θάνατο. Είναι τελείως απροετοίμαστες! Χα, χα!»
Συμφωνώ. Για να δείτε τι εννοούμε ο Γιώργος κι εγώ, ας σας διηγηθώ τη Μέρα που Δεν μας Πέθανε ο Κουμανούδης.

Ματς βλέπαμε. Ο Στέφανος, ο Νίκος, ο Κύριλλος, εγώ. Ο Στέφανος Κουμανούδης ο αρχαιολόγος, ο Νίκος Χουλιαράς ο ζωγράφος, ο Κύριλλος Σαρρής ο ζωγράφος και προσωπικός μου γιατρός.

Σηκώθηκε ο Στέφανος και πήγε στο ψυγείο μου. Στο ψυγείο μου κατεβαίνει και φυλάει τα πούρα μου ο Καπετάνιος. Πήρε ένα τεράστιο πούρο ο Στέφανος και το κάπνισε.

Μετά από πέντε λεπτά έβγαλε τα παπούτσια του και είπε: «Παιδιά, δεν αισθάνομαι καλά».

Ο Νίκος πήγε στην άλλη πολυθρόνα, εγώ μάζεψα τα τσιπς και τις κόκα―κόλες, ο Κύριλλος του ᾽πιασε τον σφυγμό. Τόσες και τόσες καρδιακές γίνονται.

Σε άλλα πέντε λεπτά ο πεθαμένος ήταν περδίκι και φλυαρούσε. Μάλιστα, είπε πάλι: «Έτσι, ήθελα να πάω, μωρέ παιδιά, με τούς φίλους μου γύρω».

Τον είχε ζαλίσει το πούρο. Την επομένη είχε πάλι ματς, κι ο Στέφανος ξανασηκώθηκε στο τριακοστό λεπτό που κερδίζαμε και ξανάψαχνε το ψυγείο.

(Από το «Μέρη που χάσανε τη μαγεία τους», 1985)

**

(3) Η Λίλη στο ναυτικό μηχανάκι.

Τι θέλεις, πνεύμα, από μένα; Είπες μερικά πράγματα στο τραπέζι. Δολοφονία, είπες. Ποιανού; Γιατί; Γιατί μετά πήγες στην άκρη, γιατί άφησες τα γράμματα και δεν συνέχισες; Γιατί έτρεμες; Ποιος σε δολοφόνησε; Σ᾽ αυτό μέσα το σπίτι; Σε πολλά άλλα σπίτια; Μέσα μας; Πάνω σε μηχανή; Μήπως σ᾽ έριξε κανένας πάνω στη σούζα; Κοριτσάκι μην ήσουν, και δεν πρόλαβες να πιαστείς γερά, και γλίστρησες; Κοριτσάκι μην ήσουν;

Κι αυτό το περίπτερο τι ωραίο πεύκο που είναι! Κοίτα πολύχρωμα κλαδιά που γέρνουνε, κοίτα τα αναρριχητικά φυτά σαν εξώφυλλα περιοδικών, πώς το περιτριγυρίζουν. Κοίτα μέσα του πώς σαλεύει, στην ευρύχωρη κουφάλα του ένας σκίουρος δραστήριος και πονηρός, πώς μαζεύει βελανίδια και πώς δίνει ρέστα μικρότερα βελανίδια. Κοίτα και τις ρίζες τού περιπτέρου από κάτω μας, κάτω από τα σπίτια, στα ισόγεια και στα υπόγεια πώς διακλαδίζονται, πώς επισκέπτονται σκοτεινά μηχανοστάσια, πώς ταΐζουν το καλοριφέρ με βιβλία και ζεσταινόμαστε. Κοίτα και τις κάμπιες πάνω στο πεύκο, μέσα στα κουκούλια τους, τα Καρέλια, τα Άσσος, τα Άρωμα. Κοίτα τις πευκοβελόνες πώς κρέμονται σαν μπρελόκ και σαν κομπολογιών φούντες πάνω από τα φρύδια τού σκίουρου.

Λίγα πεύκα, μετρημένα, που ᾽χει αυτό το δάσος! Οι λεύκες του όμως είναι ψηλές, πολυκατοικίες ολόκληρες που ξεχύνονται προς τα πάνω ασυγκράτητες και προς τα κάτω με ασανσέρ. Τι γίνεται άραγε μέσα στις λεύκες; Λευκές νύχτες περνάνε οι τερμίτες μέσα τους; Ή μαύρες, λερές νύχτες περνάνε; Γιατί δεν ακούγονται οι φωνές τους όταν ξαπλώνουνε ο ένας πάνω στην άλλην, για᾽ δεν ακούγονται; Μήπως κοιμούνται χωριστά, κι από δωματιάκι σε δωματιάκι ονειρεύονται ο ένας την άλλην σιωπηλός και σιωπηλή και δεν τολμάνε; Μήπως είναι άδειες πια οι λεύκες από μέσα; Μήπως είναι πολυκατοικίες με τ᾽ όνομα;

Κοίτα, κοίτα, ζωάκια πολύχρωμα γύρω μας. Κοίτα αγριόγατες με νύχια βαμμένα πώς περιμένουν να σταματήσω για να με φάνε, σε κανένα σκοτεινό μέρος του δάσους να ριχτούνε πάνω μου μ᾽ ένα γιαπ και να χώσουν τα νύχια και τις σκέψεις τους στο κορμάκι μου. Κοίτα κι εκείνη, κοίτα κι αυτήν, δεν θυμάμαι πια τα ονόματά τους, αλλά στο δάσος γνωριστήκαμε παλιότερα και σαλτάραμε σε μερικά δέντρα αγκαλίτσα. Κοίτα κι αγριογούρουνα με το ρύγχος, πώς αναβοσβήνουν τα φώτα τους να μας σκοτώσουν, πώς στρίβουνε απότομα στα στενά του δάσους και πώς κουτουλάνε το ένα πάνω στ᾽ άλλο, πριν τα φάει κι αυτά καθένα τους η Αγριόγατα.

Κοίτα το ξέφωτο το δικό μας πώς μεταφέρεται όπου του πούμε, πώς μας πάει από κοντά, να μη χάνουμε επαφή με τ᾽ αστέρια, πώς μας νταντεύει κοτζάμ τανκς ένα ξεφωτάκι τοσοδά. Και πώς μας καμουφλάρει από τον βομβαρδισμό των Αμερικανών, των Ρώσων και των περιοδικών, το ξεφωτό μας το οβάλ, πώς πάει παντού, πώς μας πάει παντού, σαν χόβερκραφτ οβάλ, λίγο πάνω από τα νερά και τα χώματα, με λίγους πάνω τους επιβάτες, δύο.

Έτσι φαίνεται η πόλη και οι πολυκατοικίες και οι γυναίκες και οι άνδρες και ο Κίτρινος Τύπος από το μηχανάκι μου το γκρι όταν πίσω μου κάθεται η Λίλη. Έτσι υποστηρίζω ότι τα βλέπουμε από το μηχανάκι μου τα πράγματα.
Το κοριτσάκι, άμα είναι έτσι, δεν γλιστράει ποτέ από το πίσω κάθισμα. Δολοφόνος δεν υπάρχει.

(Από το «Οι καλές γυναίκες», 1986)


O ζωγράφος Κύριλλος Σαρρής μικρό παιδί από το Μέρη που χάσανε τη μαγεία τους