Top menu

Η Βούλα Ηλιάδου για τον "πλανήτη των ψυχών"

Η Βούλα Ηλιάδου έκανε την πρώτη της εμφάνιση στην πεζογραφία το 2006 με το μυθιστόρημα Βαθύ κόκκινο σε γαλάζιο φόντο (εκδόσεις Μ. Σιδέρης). Ακολούθησαν το μυθιστόρημα Μην ξεχάσεις τη φωνή μου (2007) και το βιβλίο Κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό (αλληγορικές ιστορίες και παραμύθια, 2008) από τις ίδιες εκδόσεις αλλά και δυο ιστορικά μυθιστορήματα Ματωμένη πορφύρα (εκδόσεις Γκοβόστης 2009) και  Καλπάζοντας στον άνεμο (εκδόσεις Λιβάνης 2013). Από τον προηγούμενο μήνα το νέο της μυθιστόρημα Ο πλανήτης των ψυχών κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν και με αφορμή αυτό  η συγγραφέας μας μιλά για το πώς «γεννήθηκε».

 

Πώς «γεννήθηκε» Ο πλανήτης των ψυχών;

Ο Πλανήτης των ψυχών «γεννήθηκε» με αφορμή την περιπετειώδη ζωή του πρώτου φιλολόγου μου (φίλου αργότερα του πατέρα μου), ο οποίος  -κάθε φορά που την αφηγούνταν αποσπασματικά ως ιστορική, μεταπολεμική μαρτυρία ενός παιδιού της εποχής του-  με συγκλόνιζε, σε βαθμό που με παρακινούσε (καθώς μεγάλωνα) να την γράψω κάποια στιγμή, χωρίς να με απασχολεί το είδος γραφής μου. Θέλω να διευκρινίσω εξ αρχής ότι Ο Πλανήτης των ψυχών δεν είναι μόνο η εξιστόρηση της ζωής ενός εφήβου (του Αλέξανδρου) και του καλύτερου φίλου του Μάξιμου, που είναι και μέντοράς του σε κάθε ιστορική ή φιλοσοφική αναδρομή του.

Δεν είναι μόνο η εφηβική περιπλάνηση μιας προσωπικής ιστορίας πλαισιωμένης με άλλες μικρότερες δευτεραγωνιστών της μακεδονικής επαρχιακής κοινωνίας, αλλά είναι και η ιστορία του έρωτα του νεαρού πρωταγωνιστή για την μητέρα του φίλου του, έστω κι αν  φαίνεται να περνάει αυτή πολλές φορές -λόγω συνθηκών- σε δεύτερη μοίρα. Είναι, προπάντων, αυτό που υποδηλώνει ο τίτλος στην κυριολεξία του (Ο Πλανήτης των Ψυχών). Αυτό που ξετυλίγεται στο δεύτερο μέρος του έργου, το οποίο ξεκινά με το τραγικό δυστύχημα ανήμερα της επιστράτευσης των δυο φίλων το '74 και εξελίσσεται σε ταξίδι της ψυχής για τον ήρωα στον κόσμο των πνευμάτων. Έναν κόσμο φορτωμένο με το μυστήριο της μετάβασης της ψυχής στο άγνωστο, θέμα που το αντιμετώπιζα πάντα με δέος, αλλά και ένα περίεργο ένστικτο εμφορούμενο από πίστη και ελπίδα για την μετά θάνατον ζωή. Άλλωστε, πιστεύω σ' αυτήν και την φαντάζομαι όπως ακριβώς την περιγράφω. Στο έργο μου βέβαια υπάρχει και το στοιχείο της αλληγορίας, που παραπέμπει στο Σπήλαιο του Σωκράτη όπως το περιέγραψε ο μαθητής του ο Πλάτωνας.

Με τα φτερά της φαντασίας, της πίστης και των λίγων «μεταθανάτιων» μαρτυριών που είχα στη διάθεσή μου, «είδα» την ψυχή του ήρωά μου - απελευθερωμένη απ' το βάρος του σώματος - να πορεύεται σ' έναν άλλον Πλανήτη ανεξερεύνητο, όπου γίνονται δεκτοί οι «θνητοί» ήρωες της επίγειας ζωής και οι «αθάνατοι» της ιστορίας. Γίνονται δεκτοί και «συνυπάρχουν» με τους δεσμώτες του αλληγορικού Σπηλαίου του Σωκράτη, όπως τους περιέγραψε ο Πλάτωνας. Εκεί μεταφέρεται η -μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας- ψυχή του ήρωά μου, ο οποίος βιώνει -ωσεί νεκρός- δεδομένα εξωπραγματικά που άπτονται του χώρου της μεταφυσικής, στο διάστημα που βρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση στο νοσοκομείο.

 

Τι αντιπροσωπεύει ο κεντρικός σας ήρωας Αλέξανδρος Νοταράς; Θα θέλατε να μοιραστείτε μερικές σκέψεις για το τι πραγματικά ψάχνει;

Ο ήρωάς μου είναι ένα παιδί που ξεκίνησε τη ζωή του από μειονεκτική θέση. Κι αυτό γιατί  δε γνώρισε τους βιολογικούς του γονείς. Ωστόσο -μέσα στην ατυχία του-  στάθηκε πολύ τυχερός, αφού μεγάλωσε σε μια οικογένεια που τον υπεραγαπούσε. Παρ' όλα αυτά όμως, ο Αλέξανδρος(Νοταράς) -που έμαθε τυχαία για το γεγονός στα εφηβικά του χρόνια- δεν έπαψε να αναρωτιέται για την ταυτότητα κυρίως της πραγματικής του μητέρας. Με το δεδομένο αυτό, που κλόνιζε ενίοτε τον ψυχισμό του, έγινε ένα εσωστρεφές γυμνασιόπαιδο μεγαλώνοντας, αφού δεν μπορούσε να αποβάλει την αίσθηση του κενού μέσα του (ενίοτε ανάμεικτου με οργή ή παράπονο), παρά την αγάπη της θετής του μητέρας.

Καθοριστική για τη ζωή του Αλέξανδρου στάθηκε η γνωριμία του μ' έναν παράξενο αγόρι (τον Μάξιμο Καντακουζηνό) που ήρθε στο σχολείο του με μετεγγραφή και ξεχώρισε γρήγορα απ' όλους τους άλλους για την ωριμότητα και τις ιδέες του, που δεν συμβάδιζαν με το εφηβικό της ηλικίας του. Τα δυο αγόρια δέθηκαν με μια φιλία ασυνήθιστα δυνατή και διαχρονική, καθώς ο Μάξιμος έπαιζε ταυτόχρονα τον ρόλο του μέντορα και του φίλου. Αν ο παράξενος φίλος αντιπροσωπεύει στο έργο το ανήσυχο πνεύμα που ψάχνει και ψάχνεται για να βρει απαντήσεις στα μεταφυσικά, ιστορικά ή φιλοσοφικά ερωτήματά του, ο Αλέξανδρος αντιπροσωπεύει τον πιο «γήινο» έφηβο με όλες τις ατέλειες και τις αδυναμίες της τρωτής ηλικίας του που τον μετατρέπουν σε εύκολο θύμα εκμετάλλευσης απ' τις αλητοπαρέες της γειτονιάς του. Ένα θύμα που σώζεται τελικά και αλλάζει προοπτική επιβίωσης χάρη στην σωτήρια παρέμβαση του «παράξενου φίλου».

Η φιλία βαθαίνει και επεκτείνεται, γίνεται οικογενειακή. Από 'κει κι ύστερα αρχίζει ο Αλέξανδρος να ωριμάζει και να δείχνει όλα τα κέρδη που αποκόμισε απ' τη συναναστροφή του με τον Μάξιμο.  Κέρδη που συντέλεσαν όχι μόνο στην γνωστική του ανάπτυξη, αλλά και στην κοινωνικοποίσή του. Σ' αυτό το κρίσιμο σημείο καμπής που τον προίκισε με ωριμότητα, ο Αλέξανδρος ερωτεύεται την Μυρτώ Καντακουζηνού, την μητέρα του φίλου του. Απ' το σημείο αυτό και μέχρι το τραγικό δυστύχημα που τον φέρνει μια ανάσα μόλις απ' το χείλος του θανάτου, ο «άγουρος» μέχρι τότε συναισθηματικά νέος θα γνωρίσει μια όψη της ζωής που δεν μπορούσε να φανταστεί. Θα ανέβει με άλματα τα επίπεδα ωριμότητας, μέχρι την ώρα του «ταξιδιού» του στον άλλο κόσμο, που τον καθιστά «υπερήρωα», αφού θα του δώσει τη δυνατότητα να επαληθεύσει εμπειρικά την φιλοσοφική θεώρηση του Μάξιμου για την ζωή (σε συνδυασμό με τη χριστιανική διδασκαλία) και, προπάντων, και να έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με αυτήν που έψαχνε πάντα...

 

Το βιβλίο σας έχει ένα θέμα με μεταφυσικές προεκτάσεις. Τι σας οδήγησε σε αυτό;

Ίσως σ' αυτό συνετέλεσε και το γεγονός ότι στην κλασική λογοτεχνία  που με μάγευε «παιδιόθεν» -όπως λένε οι καθαρευουσιάνοι- προστέθηκαν ποιήματα και πεζογραφήματα με μεταφυσικό περιεχόμενο ή αποσπασματικά μεταφυσικό. Την πρώτη αφορμή, πάντως, γι' αυτήν την υπερκόσμια «λογική» ή φαντασίωση, που είναι συνδυασμός μεταφυσικής και ψυχολογικού... θρίλερ, μού την είχαν δώσει σε νεαρή ηλικία τρία μυθιστορήματα (εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους) και ένα ποίημα. Τα μυθιστορήματα ήταν: α) Η Ρεβέκκα της Δάφνης Ντι Μωριέ, β) Ο Αλέξης Ζορμπάς, του Νίκου Καζαντζάκη και γ) Το Ταξίδι με τον Έσπερο, του Άγγελου Τερζάκη. Ενώ το ποίημα ήταν ένα από τα ωραία της Μελισσάνθης (Στην νύχτα που έρχεται), στα οποία προστέθηκαν με τον χρόνο και άλλα διαδικτυακά αναγνώσματα με υπερβατικές προσωπικές εμπειρίες...

 

Έχετε γράψει αρκετά μυθιστορήματα. Τα δυο ιστορικά. Τι είναι αυτό που σας ωθεί να γράφετε;

Όσον αφορά τα κοινωνικά μυθιστορήματα, είναι μια ψυχική ανάγκη να ζωντανέψω στην μνήμη και την καρδιά μου αυτό που έγινε ήδη βιωματικό παρελθόν και να εκφράσω αυτά που σκέφτομαι και αισθάνομαι μέσα απ' τις ζωές των ηρώων μου και τις επιλογές της ζωής τους. Στα ιστορικά αυτό που με ώθησε ήταν είτε η διάθεση να απαντήσω μυθιστορηματικά στα ανθελληνικά αποκυήματα φαντασίας ξένων προπαγανδιστών περί α-συνέχειας του Ελληνισμού και μη συσχέτισης των Νεοελλήνων με τους αρχαίους προγόνους τους (Καλπάζοντας στον άνεμο) είτε για να ρίξω περισσότερο φως -με εφαλτήριο μια πραγματική ιστορία αγάπης στα χρόνια του Βασιλείου Β' Βουλγαροκτόνου- σε μια ταραχώδη και αιματοβαμμένη περίοδο για την Ελλάδα (την περίοδο των επιδρομών των Βουλγάρων υπό τον τσάρο Σαμουήλ), που σκιάστηκε επιπλέον κι απ' το ''έγκλημα πολέμου'' του σπουδαίου αυτοκράτορα στο Κλειδί, 1014 (Ματωμένη Πορφύρα).

 

Δουλεύετε πάνω σε κάτι καινούργιο;

Επίκειται η έκδοση του 7ου βιβλίου μου (τρίτο ιστορικό μυθιστόρημα με τίτλο: Φλογισμένος Ουρανός), ενώ βαίνει προς ολοκλήρωση η συγγραφή ενός κοινωνικού, δραματικού μυθιστορήματος για το οποίο θα μιλήσω εκτενώς την κατάλληλη ώρα...