Top menu

"Η ποίησή μου… αναπάντητα ερωτήματα": Ένας διάλογος της ποιήτριας Κικής Δημουλά με αναγνώστες της

 

Γράφει ο Γιώργος Βοϊκλής                      

Πριν από τρία χρόνια, στις 22 Φεβρουαρίου 2020, έφυγε απ’ τη ζωή η ποιήτρια Κινή Δημουλά. Δεκαπέντε χρόνια πριν, στις 31 Γενάρη του 2005, η Κική Δημουλά ήταν καλεσμένη στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηλιούπολης, όπου κουβέντιασε με τους 200 περίπου ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, που παρακολουθούσαν την εκδήλωση. Ανάμεσά τους κι εγώ, υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου του Δήμου εκείνο το διάστημα.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι καταγραφή αυτού του διαλόγου, που απομαγνητοφώνησα ο ίδιος και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ευώνυμος», του οποίου ήμουνα διευθυντής. Η μόνη παρέμβασή μου σ’ αυτό το διάλογο -πέρα από ότι δύο από τις ερωτήσεις που της απευθύνθηκαν ήταν δικές μου- είναι η αναδιάταξη των ερωταπαντήσεων, ώστε να εντάσσονται σε κάποιες ενότητες.

 

Η αυτοπαρουσίαση της ποιήτριας

 

Κική Δημουλά: -Γράφετε στην  πρόσκλησή σας γι’ αυτή τη συνάντηση: Ελάτε να γνωρίσετε την ποιήτρια Κική Δημουλά.

Η γνωριμία με έναν ποιητή είναι μια σκοτεινή υπόθεση.

Είμαι εδώ με τα πολλά κομμάτια που με αποτελούν.

Είμαι αυτή που συμπίπτει με την ποίησή μου κι αυτή που δεν συμπίπτει με την ποίησή μου.

Είμαι αυτή που γνωρίζετε κι αυτή που δεν γνωρίζετε.

Είμαι αυτή που δεν γνωρίζω ούτε εγώ η ίδια.

Θέλετε να μου κάνετε ερωτήσεις. Είμαι καλή στο να ερωτώ και όχι στο να απαντώ. Αυτό είναι, άλλωστε, η ποίησή μου. Αναπάντητα ερωτήματα.

Θ’ ακούσω, ωστόσο, τις ερωτήσεις σας και θα προσπαθήσω να απαντήσω.

 

Ο διάλογος

 

ΕΡ.: -Πότε νιώσατε για πρώτη φορά την ανάγκη να γράψετε ένα ποίημα;

Κ.Δ.:-Είναι τόσο παλιά που, αν δεν θυμηθώ, πρέπει να το επινοήσω.

Στην αρχή ήταν μια απλή παρόρμηση, ένα παιχνίδι. Ίσως να έμενε παιχνίδι, αν δεν ήταν ο Άθως Δημουλάς. Εκείνος ήθελε να γράφω. Πίστευε ότι έπρεπε να γράφω.

 

ΕΡ.:-Ο αείμνηστος Γιάννης Ρίτσος είπε κάποτε ότι δεν αισθανόταν καλά αν, έστω και μια μέρα, δεν έγραφε. Εσείς πόσο συχνά γράφετε;

Κ.Δ.:-Δεν είμαι ο άνθρωπος που γράφει κάθε μέρα. Η ποίηση είναι για μένα μια βρύση που στάζει σε μια λεκάνη. Όταν γεμίσει η λεκάνη, έχει γεννηθεί ένα ποίημα.

Κάποτε πέρασαν τρία χρόνια χωρίς να γράψω ούτε ένα στίχο. Τώρα φοβάμαι μήπως δεν μπορώ να γράψω. Είναι κάτι που με τρομάζει. Είναι μια αγωνία φρικτή.

 

ΕΡ.:-Πώς γράφεται ένα ποίημα;

Κ.Δ.:-Θα σας εξαπατήσω. Ο καθένας γράφει όπως του υπαγορεύει αυτό που ζει, αλλά και όπως του υπαγορεύει η γλώσσα.

Η γλώσσα είναι κάτι το ξεχωριστό. Είναι σαν να μιλάει κάποιος άλλος.

Προσωπικά, έχω μια λάγνα σχέση με τη γλώσσα. Τώρα έχω ηρεμήσει.

 

ΕΡ.:-Πώς επιλέγετε το θέμα ενός ποιήματος;

Κ.Δ.:-Το θέμα ενός ποιήματος μπορεί να είναι συγκεκριμένο, μπορεί, όμως, να είναι και ανύπαρκτο. Τίποτα δεν είναι στο χέρι του ποιητή την ώρα που γράφει ένα ποίημα. Τίποτα δεν έχει εξασφαλίσει.

Ξεκινάει από μια παρόρμηση που του υπαγορεύει να κάτσει στο τραπέζι, αντί να βγει στο δρόμο. Μετά, όλα είναι απρόοπτα.

Ένα ποίημα είναι σαν ένα παιδί που θέλει να γεννηθεί. Δεν είναι τόσο γραφικό. Ξαφνικά σου έρχεται ένας στίχος. Πάνω σ’ αυτόν πρέπει να χτιστεί ένα ποίημα. Εκεί είναι η δυσκολία. Εκεί τρώμε τα συκώτια μας.

Η μεγάλη δυσκολία είναι να τελειώσει ένα ποίημα. Αν τελειώσει καλά, αυτό σημαίνει πως το ποίημα είναι καλό.

 

ΕΡ::-Με τα χρόνια βελτιώνεται η ποίησή σας;

Κ.Δ.:-Η πείρα και η σοφία δεν είναι οι καλύτεροι σύμβουλοι στη ποίηση. Η ποίηση έχει άλλες πηγές.

 

ΕΡ,:-Πολλοί ποιητές έχουν ως σημείο αναφοράς προγενέστερούς τους, τους οποίους προσπαθούν να «υπερβούν», γεγονός που τους απομακρύνει απ’ τον μέσο αναγνώστη. Εσείς προσβληθήκατε από αυτήν την αρρώστια;

Κ.Δ.:-Στα νεανικά μου χρόνια ήμουν επηρεασμένη από την ποίηση του Καβάφη, την οποία εξακολουθώ να θαυμάζω. Κάποτε την  απέβαλα, ή με απέβαλε. Τώρα δεν ξέρω αν και από τι πάσχω.

 

ΕΡ.:-Η ποίηση οδηγεί στην αυτογνωσία;

Κ.Δ.:-Όχι. Την αυτογνωσία την έχω και την εφαρμόζω. Η ποίησή μου γνωρίζει τις αδυναμίας μου.

 

ΕΡ.:-Θα χαρακτηρίζατε υποκειμενική την ποίησή σας;

Κ.Δ.:-Δεν θα έλεγα ότι η ποίησή μου είναι υποκειμενική, αν και αναφέρεται σε προσωπικά γεγονότα. Όμως, ούτε ο θάνατος, ούτε ο έρωτας είναι υποκειμενική υπόθεση. Αν και ο καθένας προσθέτει τη δική του ματιά.

Ο άνθρωπος αποτελείται κυρίως από θάνατο και αγάπη. Αγάπη με το παράφορο όνομα Έρως. Ένα αίσθημα που διευκολύνει τις γενικότητες.

 

ΕΡ.:-Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είστε κοινωνική ποιήτρια;

Κ.Δ.:-Όχι, δεν είμαι κοινωνική ποιήτρια, δεν είμαι ποιήτρια των αγώνων. Μπορεί να μην πιστεύω στους αγώνες. Αυτό που με απασχολεί είναι οι σχέσεις, η επικοινωνία, η αδυναμία της ένωσης. Είναι τα καθημερινά θέματα.

Ο καθένας εκφράζει αυτό που τον πονάει. Δεν είναι μικρά τα καθημερινά θέματα. Υπάρχει μια τάση να τα υποτιμούμε. Τι μεγάλο υπάρχει που να μην είναι καθημερινό; Που δεν τρέφεται απ’ την καθημερινότητα; Η καθημερινότητα, η εσωτερική ζωή, είναι το πιο κοινωνικό θέμα.

 

ΕΡ.:-Κι αυτή η ποίηση, βέβαια, στέλνει τα δικά της κοινωνικά μηνύματα…

Κ.Δ.:-Η ποίηση οφείλει να είναι υπαινικτική. Έχουμε την πεζογραφία για να περιγράφει την πραγματικότητα.

Από τη στιγμή, βέβαια, που φεύγει από μένα ένα ποίημα, δεν είναι πλέον δικό μου, είναι κοινό κτήμα. Δεν είμαι πλέον εγώ, είναι αυτό που βρίσκει σ’ αυτό ο καθένας.

 

ΕΡ.:-Πιστεύετε ότι στόχος της ποίησης είναι να συγκινεί;

Κ.Δ.:-Δε γνωρίζω αν η ποίηση είναι για να συγκινεί. Η ποίηση επιδιώκει να γίνει κατανοητό αυτό που εκφράζει. Περισσότερη αξία από το να είναι ένα ποίημα συγκινητικό έχει το να είναι ωραίο. Η γλώσσα, ωστόσο, είναι συγκινησιακό εργαλείο.

 

ΕΡ.:-Πιστεύετε ότι ένα καλός ποιητής μπορεί να είναι και καλός πεζογράφος;

Κ.Δ.:-Περισσότερο δικαιούται να είναι πεζογράφος από τραγουδοποιός. Γιατί ο τραγουδοποιός, αυτός, δηλαδή, που γράφει ποιήματα για να μελοποιηθούν, βιάζει την ποίηση.

 

ΕΡ.:-Κάποιοι χαρακτηρίζουν απαισιόδοξη την ποίησή σας. Τι απαντάτε σ’ αυτό;

Κ.Δ.:-Ότι απαισιοδοξία σημαίνει πάθος για ζωή. Μη ξεχνάτε ότι η ελευθερία γεννιέται μέσα από τη σκλαβιά. Όσο για μένα, πιστεύω ότι, από διαίσθηση ή διορατικότητα, προφητεύω πράγματα που δεν έχω ζήσει. Αυτό θα μπορούσε, ίσως, να χαρακτηριστεί απαισιοδοξία.

 

ΕΡ.:-Σε πολλά ποιήματά σας συναντάμε εικόνες από το καθημερινό νοικοκυριό. Σε συνέντευξή σας, μάλιστα, διαβάσαμε ότι θεωρείτε τον εαυτό σας μια απλή νοικοκυρά. Μπορεί, αλήθεια, να είναι ποιήτρια μια απλή νοικοκυρά;

Κ.Δ.:-Βεβαίως. Και καλή ποιήτρια μάλιστα.

 

ΕΡ.:-Ποιά είναι η γνώμη σας για τη γυναικεία ποίηση;

Κ.Δ.:-Δεν μου είναι συμπαθές το θέμα. Δεν θέλω να υπάρχει.

Είναι φυσικό να υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στην ποίηση των ανδρών και των γυναικών. Η διαφορά αυτή, όμως, εντοπίζεται κυρίως στην κριτική. Η κριτική της ποίησης των γυναικών από τους άνδρες δεν είναι καθόλου γενναιόδωρη.

 

ΕΡ.:-Κάπου διαβάσαμε ότι αρνηθήκατε να περιληφθεί ένα ποίημά σας στην  εξεταστική ύλη των πανελληνίων εξετάσεων. Είναι αλήθεια;

Κ.Δ.:-Ρωτήθηκα, πράγματι, αν συμφωνώ. Τους απάντησα ότι η ποίηση δεν είναι κάτι που επιβάλλεται. Δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει υποχρεωτικά. Δεν είναι κάτι που μπορεί να διδαχθεί και, κατά συνέπεια, για το οποίο μπορεί κάποιος να εξεταστεί.

 

ΕΡ.:-Αισθάνεστε δικαιωμένη από την εκλογή σας στην Ακαδημία;

Κ.Δ.:-Νομίζω πως έγινε κάποιο λάθος. Άλλωστε, δεν περίμενα να δικαιωθώ. Δεν περιμένω τίποτα καλό και τίποτα κακό.

 

ΕΡ.:-Ακούστηκε ότι θα προταθείτε ως υποψήφια για το Νόμπελ λογοτεχνίας. Τι έχετε να πείτε γι’ αυτό;

Κ.Δ.:-Δεν βάζω ποτέ κάτι τέτοιο στο μυαλό μου. Ελπίζω, πάντως, αν συμβεί, να μην αφορά μόνο την υστεροφημία μου.

Εδώ, όμως, τελειώσαμε. Σας διαβεβαιώνω ότι ποτέ άλλοτε, σε παρόμοιες συναντήσεις, δεν έχω δεχθεί τόσες και τέτοιες ερωτήσεις.

 

Δείγμα γραφής

 

Οι λυπημένες φράσεις

…………………………………………

Να είχαμε μιαν άνοιξη.

Μη γελάς. Με πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.

Ας λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια

πως είναι Απρίλης.

Το λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.

Εμένα μ’ εξαπατούνε οι θεοί

κάθε που αλλάζει ο καιρός,

κάθε που δεν αλλάζει.

Μη γελάς. Έαρ δε γίνεται

με ρίμες

ήλιοι – Απρίλιοι

ήλιοι – Απρίλιοι.

Ομοιοκατάληκτες στιγμές,

χρόνος χρωμάτων,

στρέμματα φωτός,

χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.

…………………………………………..

Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,

στους δρόμους τους εμπορικούς

τις Κυριακές τις ανοιξιάτικες.

 

                                   Κική Δημουλά, Το λίγο του κόσμου, 1971.