Top menu

Αρλένα Στιούαρτ: Οκτώ ποιήματα

©Septimiu Lupea

 

Ποιήματα από την ανέκδοτη συλλογή:

 Από την πλευρά της επιβίωσης

 

Αστικό λεωφορείο

Όταν περπατάς μέσα στην πόλη δεν μπορείς να την δεις
είναι η πόλη που σε κατέχει
από ψηλά μόνο κυριεύονται τα κτήρια
μα όχι μέσα σε ένα αεροπλάνο...
εκεί η πτήση μοιάζει όλα για όλα
μοιάζει υποψήφια νεκρή...
αν θέλετε να δείτε την πόλη πρέπει να πετάξετε μόνοι σας
τα φτερά μας έχουν κρυφτεί μέσα μας
αρκεί να τα δείτε
αρκεί να τα ανοίξετε
και τότε θα δείτε ότι η πόλη δεν σας κατέχει

 

Η γύρη της ζωής

Τι είναι ένα φυτό;
μια ανεστραμμένη ζωή
πηγαίνει προς τα κάτω
στα βάθη της γης
στα βάθη των αιώνων
κι ο ανθός;
αυτός ελπίζει στο οξυγόνο του μέλλοντος

 

Ο ήχος των ανθρώπων

Κάποτε κρέμασα ένα σκουλαρίκι στο δεξί αυτί μου
ήταν ο μωβ κοχλίας κάποιου περασμένου δειλινού
η δύση του ήλιου πάντα με βοηθάει να σκεφτώ
κι εσύ που μου το είχες χαρίσει
ζούσα μαζί του χωρίς να το αποχωριστώ
ήταν η ακοή μου
άκουγα τους ψιθύρους των παιδιών
των εργατών
των ερωτευμένων
των παππούδων
της γιαγιάς της κάθε διπλανής πόρτας
το χαμομήλι της πάντα χλιαρό
κάποτε νόμιζα
πως άκουγα από τον κόσμο μέσα από τον κοχλία μου
μα έκανα λάθος
αν κάτι άκουγα
ήταν μόνο τον εαυτό μου
όπως με φανταζόταν εκείνος
μα όχι εγώ

 

Κατοικίδιο ποίημα

Στην γάτα μου δεν της αρέσει να κοιμάται στο πάτωμα
και το σκυλί δεν είναι κατάλληλο κατοικίδιο για ποιήματα
αλητεύει στην αλφάβητο των δρόμων
η γάτα μου
η γκρίζα πινελιά της γκαρσονιέρας
ξαπλώνει στον καναπέ της γιαγιάς μου
τον κληρονόμησα μετά τον θάνατο της
όπως και τη γάτα της
που τώρα μένει μαζί μου
όπως και τις μνήμες όλες που μας αφήνουν οι νεκροί
και τώρα εγώ και η γάτα
παριστάνουμε τα έπιπλα του παρελθόντος μας
και έτσι ζούμε ευτυχισμένοι

 

Μελωδικά παιχνίδια

Παίζαμε μουσικές καρέκλες
και πάντα έχανα στην τελευταία νότα
όταν γύριζα σπίτι έκλαιγα
θυμάμαι να μου λες
αύτη τη νότα, την δικιά σου, κανείς δεν την κερδίζει

 

Τέσσερις εποχές

Έτσι όπως τώρα σε βλέπω
ένα τέταρτο προφίλ
σχεδόν φεγγάρι η πισώπλατη αποχώρηση
είμαι πια σίγουρη
σίγουρη πως αν ήξερα
ότι τα χέρια σου αγκαλιάζουν
όπως τα ταραγμένα σύννεφα του Σεπτέμβρη
που αλλάζουν τα σχήματα σε κάθε βροντή
δεν θα σου χάριζα το μικρό μου κίτρινο σπουργίτι
πως αν ήξερα
ότι θα ερχόσουν πιο βροχερός κι από βροχή
δεν θα κρατούσα την κίτρινη ομπρέλα
ούτε θα σου χάριζα τα ταξίδια του χειμώνα
αν ήξερα ότι θα φόραγες
εκείνο το πουκάμισο που έμοιαζε με μαγιάτικο δάσος
δεν θα γινόμουν κελάηδημα γιορτής
αν ήξερα
ότι θα έκαιγε η άμμος σου το καλοκαίρι
δεν θα γινόταν το βλέμμα μου κολύμπι σου

αν ήξερα
δεν θα βάφτιζα το στόμα μου "εσύ"

Γυρεύω μια άλλη χώρα

Μια χώρα με ιππόκαμπους φανταχτερούς
με ανέμελες σερπαντίνες
και γαϊτανάκια των αστεριών
γυρεύω μια άλλη χώρα
είπες
όσοι ψάχνουν το ανύπαρκτο
χαράζουν με δάκρυα την γη
τυλίχτηκε η κουβέρτα γύρω μας
είναι αργά
κι αναβοσβήνει το επιτραπέζιο ψηφιακό ρολόι

 


 

Ποιήματα από την ανέκδοτη συλλογή:

Η μάχη

α’
βαδίζω στην άφωνη ανατολή
με έναν πόνο αντρικό στο κεφάλι
(όλη τη νύχτα ζωγράφιζα σταχτοδοχεία
κι ένα χωρισμένο ποτήρι γεμάτο αλκοόλ)
δεν πιστεύει σε ψυχή αυτός ο πόνος
δεν πιστεύει σε ανελεύθερους ιδρώτες
κάθε δάκρυ είναι σκλάβος του
εσύ όμως είσαι γυναίκα
μιλώ στον εαυτό μου
από το παράθυρο του αγναντέματος
και κοιτώ την βαρύγδουπη δύση
σαν μια χαμένη μάχη