Top menu

Η Ούρσουλα Φωσκόλου για το νέο της βιβλίο "Η Παναγία των εντόμων"

Συνέντευξη στην Σοφία Πολίτου-Βερβέρη

Διαβάσαμε το νέο σας βιβλίο με τίτλο Η Παναγία των εντόμων, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κίχλη. Πρόκειται για μία νουβέλα, η οποία κινείται σε δύο επίπεδα χωροχρονικά. Το έργο αυτό είναι προϊόν καραντίνας; Γράφτηκε το 2020 εν μέσω πανδημίας και περιορισμών ή είναι προγενέστερη η σύλληψή του; Οι πηγές έμπνευσης πού θα μας ταξίδευαν;

Η σύλληψη της Παναγίας των εντόμων έγινε πολύ πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, πολύ πριν κλειστούμε στα σπίτια μας. Πρόλαβα μάλιστα και έγραψα κάποια κομμάτια της έξω, πίνοντας ένα ποτό στην πολύβουη νυχτερινή Αθήνα, πρόλαβα να κάνω δύο και τρεις βόλτες στο Μουσείο Γουλανδρή, να φωτογραφίσω τα εκθέματά του, να κρατήσω βιαστικές σημειώσεις μπροστά από τις προθήκες. Η συστηματική γραφή της νουβέλας έγινε όμως κατά την περίοδο της πρώτης καραντίνας, όταν ο ελεύθερος προσωπικός χρόνος άρχισε να μου προσφέρεται με το «έτσι θέλω».

Η νουβέλα κινείται σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο βλέπουμε τον αφηγητή να περιδιαβάζει τις αίθουσες ενός μουσείου Φυσικής Ιστορίας. Τα βαλσαμωμένα ζώα, η απόλυτη ησυχία του χώρου, το φως, οι μυρωδιές ξυπνούν σταδιακά στη μνήμη του στιγμές από την παιδική του ηλικία, αλλά και από την προηγούμενη νύχτα. Το πρόσωπο που πρωταγωνιστεί στις μνήμες αυτές είναι η Αλίκη, το κορίτσι που ερωτεύτηκε στο νηπιαγωγείο και αποτέλεσε τον εμμονικό, νοσηρό του έρωτα ως τη στιγμή που τον γνωρίζουμε. Η Αλίκη, που υποδύθηκε κάποτε την Παναγία στη χριστουγεννιάτικη γιορτή του σχολείου, αντιπροσωπεύει για εκείνον μια ιδανική, σχεδόν ιερή μορφή. Ο αφηγητής-παιδί τη λατρεύει, την αναζητά στους διαδρόμους του σχολείου, ζητάει άδεια για να πάει στην τουαλέτα και αντί γι’ αυτό βυθίζεται ολόκληρος μέσα στο πανωφόρι της για να τη νιώσει· η σχεδόν βρεφική, γαλακτώδης μυρωδιά της τον αναστατώνει με τρόπο πρωτόγνωρο.

Σκηνές από την προηγούμενη νύχτα αποκαλύπτονται σταδιακά στον αναγνώστη, αλλά και στον ίδιο τον αφηγητή, που φαίνεται να τις έχει απωθήσει από τη μνήμη του. Η συνάντηση με την Αλίκη σ’ ένα μπαρ στους πρόποδες της Ακρόπολης μοιάζει ονειρική, έχει όμως μια απροσδόκητη αθέλητη κατάληξη, το κλειδί της οποίας δίνεται ήδη από την προμετωπίδα του βιβλίου.

Σ’ ένα παράλληλο επίπεδο κινείται και η Σοφία, η δεύτερη αφηγήτρια της νουβέλας, που εμφανίζεται στο τέλος και παρουσιάζει τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση. Οι δυο αφηγητές είναι φαινομενικά πολύ διαφορετικοί, ωστόσο στο βάθος μοιράζονται κάποια κοινά χαρακτηριστικά, που έχουν να κάνουν με την ιερότητα, τον έρωτα, τη γυναίκα κι εντέλει την ίδια τη μορφή της Παναγίας.

Μια εύκολη απάντηση θα ήταν να πω ότι πηγή έμπνευσης ήταν το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Την απάντηση που ανταποκρίνεται περισσότερο στην αλήθεια την ανιχνεύω στις πρώτες σημειώσεις που κράτησα, όταν ακόμη το βιβλίο ήταν μια ιδέα. Πρόκειται λοιπόν για την εξιδανίκευση του ερωτικού αντικειμένου, για τη διεργασία που εκτελείται στον εγκέφαλό μας όταν ερωτευόμαστε και μας κάνει να αποδίδουμε στον άλλο ιδιότητες σχεδόν μαγικές. Υπάρχει, αλήθεια, τρόπος να εκπληρωθεί όπως του αρμόζει ένας έρωτας που έχει εξιδανικευτεί;

Βρισκόμαστε μέσα σε ένα μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Διαβάζουμε τις λεπτομερείς περιγραφές, από δωμάτιο σε δωμάτιο, για τόπους στεγνούς από ζωή. Έτσι είναι ταριχευμένες και οι αναμνήσεις του ήρωα; Υπάρχει απώθηση; Απωθημένο; Εμμονή; Πώς θα περιγράφατε συνοπτικά την προσωπικότητά του;

Γρήγορα αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ότι παρακολουθεί τις σκέψεις ενός ανθρώπου με εμμονή στη λεπτομέρεια, η ζωή του οποίου περιστρέφεται γύρω από τον έρωτά του για την Αλίκη. Ο αφηγητής παρατηρεί, ακολουθεί, παρακολουθεί, πλάθει γύρω από την Αλίκη ένα ολόκληρο σύμπαν γεμάτο από εναλλαγές φωτός και σκιάς, γεμάτο από μυρωδιές. Στοιχεία από την ανατροφή του σπέρνονται εδώ κι εκεί στη νουβέλα: ένα αυστηρό καθολικό σχολείο, μια αθόρυβη και καταπιεσμένη παιδική ηλικία, ένας εσωτερικός κόσμος που βράζει και κοχλάζει και τελικά ξεσπά με τον πιο λάθος τρόπο, συμπαρασύροντας τα πάντα. Ο ήρωας της Παναγίας των εντόμων είναι ο άνθρωπος που ζει πρωτίστως και κυρίως μια εσωτερική ζωή και για τον οποίο οποιαδήποτε ενέργεια στον εξωτερικό κόσμο φαντάζει ακατόρθωτη και πάνω απ’ όλα θλιβερά ανεπαρκής.

Διαβάζοντας το βιβλίο, νιώσαμε τη μεταφορά μας από ένα νεκρό τοπίο -το μουσείο- σε ένα ζωντανό τοπίο. Η Αλίκη φέρνει την ομορφιά και το χρώμα, τους ζωηρούς χτύπους της καρδιάς μέσα στις σελίδες. Κινείται στο τώρα αλλά και στη μνήμη του ήρωα. Τη στολίζετε με έντομα. Σκεφτόμουν τούτο, η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων που έγινε το αλογάκι της Παναγίας. Τι συμβολίζει πάνω από όλα η  Αλίκη του βιβλίου σας;

Καθώς η ιστορία προχωρά και οι αναμνήσεις αναδύονται η μία μετά την άλλη στην επιφάνεια, ο αναγνώστης αναρωτιέται τι είναι αυτό που ωθεί τον ήρωα να επισκεφθεί το μουσείο, ειδικά έπειτα από το συμβάν της προηγούμενης νύχτας. Ανάμεσα στα ταριχευμένα ζώα η μορφή της Αλίκης ξεπροβάλλει με κάθε ευκαιρία. Ο αφηγητής τοποθετεί στη φαντασία του το γυμνό κορμί της στις προθήκες, ανάμεσα σε πυκνές λόχμες και τεχνητή βλάστηση, το πιο ντελικάτο έκθεμα στο προσωπικό του μουσείο. Τα δάχτυλά της στολίζουν μικροσκοπικά τατουάζ με τη μορφή εντόμων, κάτι που εξάπτει ακόμη περισσότερο τη φαντασία του. Η Αλίκη της Παναγίας των εντόμων δεν είναι μια «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», αλλά η ίδια η «χώρα των θαυμάτων» στην οποία έχει χαθεί ο αφηγητής.

Αυτό που αναζητά ο νεαρός ήρωας θα μπορούσε να συνοψιστεί στο απόσπασμα από το Περί τα ζώα ιστορίαι του Αριστοτέλη, που είναι αναρτημένο στην αίθουσα των εντόμων. Τα έντομα, γράφει ο Αριστοτέλης, είναι φτιαγμένα όχι από οστά και σάρκα, αλλά από μιαν «ενδιάμεσο ύλη». Από αυτήν την «ενδιάμεσο ύλη» υποψιάζεται πως είναι φτιαγμένος και ο ίδιος ο αφηγητής.

Αισθανόμαστε ότι η Αλίκη είναι κάτι απόλυτα ιερό για τον ήρωα. Σώμα που γίνεται μονοπάτι, που βγάζει φτερά. Όμως το τέλος του βιβλίου δείχνει απροσδόκητο. Πώς το εξηγείτε εσείς το αντάμωμα αυτών των δύο νέων ανθρώπων να έχει μια τέτοια κατάληξη;

Από την πρώτη στιγμή που αντιλαμβάνεται την παρουσία της στη χριστουγεννιάτικη γιορτή του νηπιαγωγείου, ο αφηγητής-παιδί το αποφασίζει: «άλλη Παναγία για μένα δεν υπάρχει, παρά μόνο η Αλίκη». Μεγαλωμένος σε ένα περιβάλλον όπου το ιερό, η λατρεία, η προσευχή έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο, κάνει την πρώτη του εσωτερική επανάσταση: καταρρίπτοντας την Αγία Οικογένεια από το βάθρο, τοποθετεί στη θέση της την Αλίκη. Μεγαλώνουν, οι δρόμοι τους χωρίζουν για πολλά χρόνια, στο μυαλό του όμως καταλαβαίνουμε ότι εξακολουθεί να υπάρχει αυτή η εμμονή. Όταν συναντά στον δρόμο την όμορφη κοπέλα και αναγνωρίζει στο πρόσωπό της την Αλίκη, ξυπνά και πάλι με μεγαλύτερη σφοδρότητα αυτή η επιθυμία της ένωσης, που αγγίζει τα όρια της «θέωσης», κι έτσι παίρνει την απόφαση να την ακολουθήσει.

Όπως προανέφερα, ο ήρωας της Παναγίας των εντόμων είναι ένας άνθρωπος της μη-πράξης. Μέσα στη σύγχυση του αλκοόλ και στην ταραχή από την παρουσία της Αλίκης, αποφασίζει, για μια φορά, να δράσει. Οι προθέσεις του είναι αγνές, όμως η τύχη δεν είναι με το μέρος του. Ό,τι κάνει από εκείνη τη στιγμή και εξής εδράζεται στην επιθυμία του να «καθαγιάσει», να «εξαγνίσει» και εντέλει να «εξιλεωθεί».

Και κάπου στις σελίδες, μοιραία, μια κάποια αναφορά στην αγαπημένη Τήνο. Στο βιβλίο καταγράφονται κι άλλα αυτοβιογραφικά στοιχεία, πέρα από το ολιγοσέλιδο πέρασμα στο νησί;

Μοιραία, ναι, η Τήνος εμφανίζεται στη νουβέλα. Εκτός από την ιδιαίτερη πατρίδα μου, η Τήνος είναι το κατεξοχήν «νησί της Παναγίας». Είναι ένα περιβάλλον που γνωρίζω από την παιδική μου ηλικία, το προσκύνημα στην Παναγία Βρυσιώτισσα, την Παναγία των καθολικών της Τήνου, είναι εγγεγραμμένο στη μνήμη μου και δεν θα μπορούσε να λείπει από το βιβλίο. Αυτοβιογραφικά στοιχεία μπορεί κανείς να ανιχνεύσει σε αρκετά σημεία της νουβέλας, ιδίως σε εκείνα που σχετίζονται με το σχολείο του αφηγητή, ένα καθολικό νηπιαγωγείο στο Χαλάνδρι, το οποίο μοιάζει πολύ με το παλιό μου σχολείο, που -όπως και το σχολείο του αφηγητή- έγινε εστιατόριο. Όλα αυτά, βέβαια, φιλτραρισμένα από το τούλι της μυθοπλασίας.

Αφήνοντας λίγο πίσω τη συγγραφή της Παναγίας των εντόμων, θα θέλαμε να σας ρωτήσουμε, γενικά, αισθανθήκατε πιο εύκολα ή πιο δύσκολα κάτω από αυτήν τη νέα συνθήκη, που επέφερε η εξάπλωση του κορονοϊού, για να δημιουργήσετε ένα συγγραφικό έργο;

Η συνθήκη αυτή ήταν -και δυστυχώς συνεχίζει να είναι- δύσκολη. Τον πρώτο καιρό, θέλοντας να ξεγελάσω τον χρόνο, «να περάσει», «να τελειώνουμε», αφοσιώθηκα στην ολοκλήρωση της νουβέλας μου. Μαζί με την ενασχόλησή μου με την κηπουρική, ήταν το προσωπικό μου καταφύγιο μέσα στον ζόφο των ημερών. Η πρώτη καραντίνα αποδείχτηκε, επομένως, συγγραφικά παραγωγική και με βοήθησε να βάλω σε τάξη τις σκέψεις και τις σημειώσεις μου. Όσο για την κηπουρική, αποκατέστησε τους δεσμούς μου με τη φύση, σε μικρή μεν κλίμακα, αλλά με ευεργετικά αποτελέσματα.

Ετοιμάζετε κάποιο νέο έργο; Αν ναι, θα θέλατε να μας αποκαλύψετε κάτι γι’ αυτό;

Υπάρχει μέσα μου η ιδέα ενός νέου έργου, καθώς και μερικές σελίδες του σε πρώιμη μορφή. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν θα είναι νουβέλα ή μυθιστόρημα, όμως είναι παραπάνω από πιθανό ότι θα φλερτάρει με την επιστημονική φαντασία. Είναι ένα είδος που πάντοτε με γοήτευε κι ευελπιστώ να το υπηρετήσω με τον δικό μου τρόπο.

Πού μπορούμε να σας συναντήσουμε διαδικτυακά αλλά και από κοντά;

Διαδικτυακά μπορείτε να με συναντήσετε στα μετόπισθεν του ηλεκτρονικού -πλέον- περιοδικού Φρέαρ, στην προσωπική μου σελίδα (https://books.ursula.gr/) και στο Facebook. Όσο για το… «από κοντά», ελπίζω σύντομα να γίνει και πάλι μέρος του καθημερινού μας λεξιλογίου και να μη φαντάζει πια ουτοπικό.