Top menu

Η αδράνεια και η παθητικότητα γέννησαν την "Ένταση" του Ιβάν Άντιτς

Η Ένταση είναι αναμφίβολα μια συλλογή διηγημάτων με ένταση. Κι αυτό παρότι ο Σέρβος συγγραφέας, ποιητής και μεταφραστής Ιβάν Άντιτς (γενν. 1981) ξεκίνησε με αφετηρία τα φαινόμενα της παθητικότητας και της αδράνειας. «Αναρωτηθήκατε ποτέ πώς θα νιώθατε αν ήσασταν γυαλί, γυαλί το οποίο οι ξυλουργοί κουβαλάνε μέσα στον θόρυβο της πόλης; Κι αν κάποιος από εμάς σκοτωθεί, πώς ή καλύτερα ποιος θα συνεχίσει την αφήγηση;» Η Ένταση κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση Σάσα Τζόρτζεβιτς, και με αυτή την αφορμή ο Ιβάν Άντιτς μάς μιλά για τη λογοτεχνία και τη μετάφραση, την ποίηση και την έμπνευση.

Συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

* Πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Το βιβλίο σας Ένταση είναι πλέον διαθέσιμο και στα ελληνικά. Πώς νιώθετε που μπορείτε να επικοινωνήσετε αυτό το κομμάτι της δουλειάς σας με το ελληνικό αναγνωστικό κοινό;

Σε έναν παράλληλο κόσμο, φαντάζομαι μια παγκόσμια γλώσσα λογοτεχνίας, στην οποία τα βιβλία θα είναι διαθέσιμα σε κάθε περίεργο και διερευνητικό ον στον πλανήτη, αμέσως μετά τη συγγραφή και τη δημοσίευσή τους. Αυτό, από την άλλη, θα καταργούσε την όμορφη και αρχαία τέχνη της μετάφρασης, χωρίς την οποία είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς τον πολιτισμό μας. Στην πραγματικότητα, οι καλές μεταφράσεις αντισταθμίζουν την απουσία αυτής της παγκόσμιας γλώσσας λογοτεχνίας, και με κάθε μετάφραση σε μια ξένη γλώσσα είμαστε πιο κοντά σε αυτό το όνειρο να χρησιμοποιούμε την ανάγνωση ως ατελείωτη επικοινωνία. Η μετάφραση στα ελληνικά με κάνει πολύ χαρούμενο, μεταξύ άλλων, διότι επιτρέπει την πλήρη λογοτεχνική επικοινωνία με μερικούς νεότερους Έλληνες συγγραφείς που γνωρίζω προσωπικά και των οποίων τα έργα έχω διαβάσει είτε στα σέρβικα, είτε στα σλοβενικά είτε στα αγγλικά (παρεμπιπτόντως, τα αγγλικά δεν είναι η καθολική γλώσσα, αν και παίζει αρκετά καλά αυτόν τον ρόλο). Επιπλέον, αυτή η μετάφραση είναι ιδιαίτερα αγαπητή σε μένα, αφού μου ξυπνά μνήμες από διακοπές που περνούσα ως παιδί στην Ελλάδα και από τη μελωδία της ελληνικής γλώσσας που με γοήτευε ακόμα και τότε.

Τι ενώνει τις ιστορίες της Έντασης;

Ίσως η σωστή απάντηση να βρίσκεται εδώ: ακριβώς ο αφηγηματικός τόνος, δηλαδή η ελάχιστη αλλά απαραίτητη ένταση στη ζωή, η ένταση που συγκρατεί τα πάντα για να μη διαλύονται. Είναι μάλλον ένα είδος μαθηματικών της ατμόσφαιρας. Όσο έγραφα τις ιστορίες αυτού του βιβλίου, προσπαθούσα να ερμηνεύσω με διαφορετικό τρόπο σε κάθε ιστορία το φαινόμενο της παθητικότητας, της αδράνειας, της αδυναμίας θέλησης, στο τέλος-τέλος, δηλαδή, της ακρασίας. Φυσικά, κατάλαβα ότι ασυνείδητα το αντιμετώπιζα αυτό μόνο τη στιγμή που γραφόταν το τελευταίο τρίτο του βιβλίου, αλλά αυτό με βοήθησε να ολοκληρώσω το βιβλίο με το κατάλληλο κλειδί.

Κινείστε ανάμεσα σε πεζογραφία και ποίηση, όνειρο και πραγματικότητα. Είναι ένας τρόπος να δοθεί μια άλλη διάσταση στην ανθρώπινη ύπαρξη;

Ναι, το κενό (αυτό το ανεπιθύμητο είδος κενού) παρασιτεί στη λήθη του δυνατού.

Τι σας εμπνέει και πώς οι σκέψεις σας καταλήγουν στο χαρτί; Γράφετε αυθόρμητα ή ύστερα από διεργασία των ερεθισμάτων σας;

Αν χρησιμοποιήσω μια αναλογία από τις ακριβείς επιστήμες, είναι πολύ φυσικό να θαυμάζω τον Τέσλα, που έκανε πειράματα σκέψης, περισσότερο από τον Έντισον, ο οποίος έπρεπε να δοκιμάσει τα πάντα με το χέρι. Ωστόσο, όσον αφορά το γράψιμο, για μένα ισχύει το αντίθετο. Πιστεύω ότι ένα θαύμα συμβαίνει (ή δεν συμβαίνει) στο χαρτί/οθόνη. Μπορείτε να φανταστείτε μια τέλεια ιστορία, αλλά αν δεν είναι γραμμένη με ζήλο και πάθος, δεν θα βοηθηθεί. Επομένως, η μόνη μέθοδος είναι, στην πραγματικότητα, να γράφεις, να γράφεις και να συνεχίζεις να γράφεις όπως έρχεται, και ό,τι είναι γνήσιο, αυτό που πραγματικά έχει αξία απλώς θα ξεχωρίζει από το κείμενο. Η ίδια η έμπνευση, ή μάλλον το έναυσμα για τη γραφή, προέρχεται από διάφορες πηγές, αλλά κυρίως ξεκινά από την παρατήρηση μικροεκφράσεων ή ορισμένων μορφών συμπεριφοράς που πιστεύω ότι κανείς δεν φαίνεται να έχει εκφράσει πριν, που φυσικά μπορεί να είναι ψευδαίσθηση, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν σκέφτομαι καν αυτό το ενδεχόμενο. Συγκεκριμένα, στην Ένταση εμπνεύστηκα από το φαινόμενο της αδράνειας και της παθητικότητας, και προσπάθησα να το διατυπώσω με όσο περισσότερους τρόπους μπορούσα.

Υπάρχουν κοινωνικοπολιτικά ζητήματα που επηρεάζουν ιδιαίτερα τη συγγραφή σας;

Εκείνη την εποχή, εντόπισα την αναφερόμενη ιδέα της αδράνειας και της παθητικότητας εν μέρει στο πολιτικό κομμάτι. Το είδα, λοιπόν, ως ένα πρόβλημα που αφορά όχι μόνο το άτομο, αλλά και ολόκληρη την κοινότητα. Την εποχή που έγραφα αυτές τις ιστορίες, οι εγκληματίες πολέμου ήταν ακόμα ελεύθεροι στη Σερβία, παρόλο που το καθεστώς του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς είχε πέσει επτά χρόνια πριν. Αυτό το μεταβατικό υποκείμενο ήταν παθητικό, ήθελε να γίνουν αλλαγές στην κοινωνία, αλλά δεν θα έβγαινε με κανέναν τρόπο από τα όρια της άνεσής του και ακριβώς στον εντοπισμό αυτού του ψυχολογικού χώρου αδράνειας και μουδιάσματος βρίσκεται το ηθικό στίγμα αυτών των ιστοριών.

Έχετε αφιερώσει ένα μέρος της ζωής σας στον λόγο. Πεζογραφία, ποίηση, μετάφραση. Τι αντιπροσωπεύει κάθε είδος για εσάς;

Εξακολουθώ να αντιλαμβάνομαι τη συγγραφή διηγημάτων ως τον πυρήνα μου, πιθανώς επειδή όταν πρωτοάρχισα να γράφω, η λογοτεχνική μου έκφραση βρήκε τον δρόμο της μέσα από το διήγημα. Βασικά, δεν ήξερα πώς να τελειώσω και να ολοκληρώσω τίποτα στη ζωή μου, και ξαφνικά ανακάλυψα ότι ήξερα πώς να τελειώνω μια ιστορία, και αυτό το γεγονός με μεταμόρφωσε θεμελιωδώς ως άνθρωπο και με έκανε να νιώθω καλά. Δεν με ενδιαφέρει όμως η μορφή του διηγήματος με τον στατικό του τρόπο. Δεν με ενδιαφέρει τι είναι το διήγημα ως είδος, αλλά τι μπορεί να γίνει. Επιπλέον, οι πιθανές ιστορίες είναι πάντα πιο πολύτιμες από τις υπάρχουσες, και αυτή η στάση είναι πραγματικά απαραίτητη εάν δεν θέλουμε να υποτιμήσουμε την ευφυΐα και την ικανότητα ενός αναγνώστη. Αν έχει διαβάσει αρκετά ή/και έχει πείρα ζωής, τότε αρκεί απλώς να προτείνεις κάποια στοιχεία αφήγησης, έτσι κι αλλιώς η υπορρητότητα είναι πάντα γόνιμη για ένα διήγημα. Έχω ασαφείς σχέσεις με την ποίηση. Επιστρέφω σε αυτή από καιρό σε καιρό και μετά δείχνει να είναι εμπειρία ακόμα μεγαλύτερης απελευθέρωσης με τη δημιουργική έννοια. Ωστόσο, αφού γραφτεί το ποίημα, χάνω εντελώς τη μνήμη της συγγραφής του και επιστρέφω στη μυθοπλασία. Επιπλέον, οι πιο απαιτητικοί αναγνώστες των ιστοριών μου είναι συνήθως οι ίδιοι οι ποιητές. Ακόμα κι όταν αλλάζω τελείως περιβάλλον, συνειδητοποιώ λίγα χρόνια αργότερα ότι κάνω παρέα σχεδόν αποκλειστικά με ποιητές. Αυτό μένει ακόμη να διευκρινιστεί. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η μετάφραση. Αντιπροσωπεύει ένα είδος γείωσης για μένα. Το κείμενο υπάρχει ήδη. Η μετάφραση απαιτεί ανώτερη μουσικότητα και την εύρεση του κατάλληλου τόνου και του κατάλληλου χρώματος (ποτέ εις βάρος του νοήματος, φυσικά) για ένα έργο λογοτεχνικής τέχνης σε άλλη γλώσσα, κάτι που είναι μεγάλη πρόκληση. Τόσο η μετάφραση όσο και η περιστασιακή ανθολόγηση εκδόσεων (μόλις δημοσιεύτηκε η Ανθολογία νέων Σέρβων ποιητών από τις Εκδόσεις Βακχικόν) αντιπροσωπεύουν ένα είδος ισορροπίας. Καθώς η γραφή μπορεί να εκληφθεί ως επί το πλείστον ως εσωστρεφής, η μετάφραση και το εκδοτικό έργο δημιουργούν μια ισορροπία· διότι μετά δίνεσαι σε άλλους συγγραφείς και ανοίγεις χώρους για άλλες φωνές, μοιράζεσαι – και αυτή η εμπειρία λογοτεχνικού αλτρουισμού σημαίνει πολλά για μένα.

Αν έπρεπε να συστηθείτε μέσα από τα αγαπημένα σας λογοτεχνικά έργα;

Graffiti του Cortázar, The Savage Detectives (Οι άγριοι ντετέκτιβ) και The Insufferable Gaucho (Ο ανυπόφορος Γκάουτσο) του Bolaño, Midland in Stilfs του Bernhard, The Depressed Person (Το καταθλιπτικό άτομο) του Wallace, Austerlitz του Sebald, The Melancholy of Resistance (Η μελαγχολία της αντίστασης) του Krasznahorkai, The Burrow (Το λαγούμι) του Kafka, Minima Moralia του Adorno, M Train της Patti Smith, Zink του Albahari, Vermeer του Tomas Tranströmer, η τριλογία του Jens Bjørneboe «The History of Bestiality», A Portrait of the Artist as a Young Man (Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία) του Joyce, η ιστορία του Mann «The Wardrobe» («Η Ντουλάπα»), Το υπόγειο του Ντοστογιέφσκι, Leaves of Grass (Φύλλα χλόης) του Whitman, Garden, Ashes (Κήπος, στάχτες) του Danilo Kiš, The Pilgrimage of Arsenij Njegovan [μεταφρασμένο στα αγγλικά ως Houses of Belgrade (Σπίτια του Βελιγραδίου)] του Borislav Pekić, Bark (Φλοιός) του Vasko Popa, 87 Poems του Miodrag Pavlović.