Top menu

"Ηλίας Κωνσταντίνου: Ανέκδοτα ποιήματα" [ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ]

 

 

Η σελήνη των αντρών

 

Ηλικίες πολλές γίνονται σώμα μου.
Στέκουν ψηλά
μες στο δέρμα αναμμένες
κατάρτι στο βουνό
χώμα στο νερό
παντού πάω
και παντού τις παίρνω,
εραστής που ενώνει τα πράγματα
εγώ – που απόψε θα δοθώ
σε χιλιάδες σώματα
μες στο ένα σώμα
μες στο κανένα
χιλιάδες σώματα
θα πάρω παντού
να τα δώσω του χρόνου
να γίνω όλες οι μέρες που έζησα
γραπτό νυφικό
αρσενικός που γεννά – χρόνο.

Ανεμοστρόβιλος περνά
και είμαι εγώ ο ήρεμος καθρέφτης του.

 

[Η λέξη στόμα Οκτ. 1985 - Μάρτ. 1986]

 


 

ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

Ο Νάρκισσος 

 

Νιώθω ένα αγόρι
μέσα στον ευκάλυπτο κήπο
γύρω από δέντρα φυτεμένα στη γραμμή αρμονικά
να πετά
και να φοβάται
και να πεθαίνει
και να γεννιέται
επειδή έχουν λέει σημασία
και πολλή μοναξιά
των ανθρώπων τα σώματα
και η αγκάλη τους.

Νιώθω το παρθενικό αγόρι που ήμουν πριν
στο χώμα πάνω να πατά, λεβέντικα
μ’ ένα χορό προκλητικό
όπως το εφαντάστηκα
μες σε μια τέλεια ποιητική γραμμή
για να το αγκαλιάσω.

Νάρκισσε, στρώσε το κρεβάτι σου για δυο.
Εσύ κοιτάζεις – κι εγώ μοιράζομαι
και δίνομαι στον έρωτα και στους νεκρούς
μες στον παλιό καθρέφτη στέκομαι
και φέρνω έξω για να δεις
γονατιστό τον εαυτό μου.

Πάνω του στέκει το αιώνιο παρόν
και μέσα του περνούν τα αισθήματα
και η φύση πανύψηλη,
έτσι συνεχίζεται η παρουσία του ανθρώπου
με τις φανταστικές επιδόσεις της γνώσης
τον σεβασμό για τους άλλους θεούς
μοναχούς θεούς χαιρετίζει
με τον έρωτα.

Λιμάνι

 

Δέξου, της νύχτας φως – και κοίτα
λάμπει η άσπρη πέτρα και γυμνό
σταγόνες του νερού στις άκρες των τριχών
η θάλασσα. Και σκάψε μέσα στη σιωπή
θα δεις εκεί, τ’ αρχίδια αλλάζουν ασταμάτητα σχήματα
το σπέρμα μες στο δέρμα
το δέρμα ξεφυλλίζει πεθαίνει αλλάζει ασταμάτητα
και φλέβες ο λαβύρινθος
μες στο δέρμα, μες στα σκοτεινά στο φως
και νεύρες ο λαβύρινθος περνά
ταξίδι δίχως τελειωμό, ώς το μυαλό
για να γραφτούν οι όροι της ανάπαυσης.

 

Λιμάνι που φεύγει

 

Μην ανοίξεις το βιβλίο, μη
μη γράψεις μη διαβάσεις το κενό
γιατί εκεί, στην παύση της ανάγνωστης γραφής,
στέκει το χάσμα του χάρου. Κοίτα
κοίτα για να δεις – το τέλος
δεν γεμίζει με τίποτε.

Αντιγραφές, μεταψυχές, άλλες ζωές – αδιάφορο.
Άκου να δεις, μας έχουν μείνει μόνο δυο λεπτά
και πάλι, άλλα δυο λεπτά...
αγάπη μου, χύνω.

 

[Γαλάζιο αίμα στο πέλμα Ιούν. 1986-Ιαν. 1987]

 


 

Μπονσάι Ρέκβιεμ

 

Πλάγια μου τα σύνορα – άγια ματοτσίνορα – χαράδρα σκεπαστή
των οφθαλμών.
Τα σύνεργα: λάδι και μνημονικό – και το μέλλον που έρχεται σύντομα
και ύστερα; Μια μικροσκοπική ελιά
φυτρώνει στη δεξιά πλευρά
(αριστερά όπως βλέπεις εσύ) του ανθρώπινου θώρακα.
Μεγαλώνει – ρουφώντας αίμα αέρα και τροφή
απλώνει πάνω απ’ όλη τη μορφή
εκείνη γίνεται σκιά του εαυτού της – και γλεντά
στον ήχο του καιρού – στη σκέψη του αυριανού καρπού
και στη μεθαύρια όψη του κόσμου:
Στο φαρμακείο, όπου αγοράζει το λάδι – εντρυφώ
στην αγκάλη του φίλου μου. Μασχάλες ανοιχτές
και μες στις ιδρωμένες τους σπηλιές – ακούεται ευγενική
η φριχτή μουσική του θανάτου.
(Μια νύχτα άναψε σήμερα – ύπνος δεν εβρέθηκε – ήρεμη και ζωντανή
να τη γιορτάσει. Και να την παντρευτεί – απλόχερα
να γεννηθούν ελιές, φωτιές και τα πικρά - γλυκά ματοτσίνορα
μένει μονάχα η γραφή, στον μικροϋπολογιστή
ο τέλειος υπολογισμός των μικροσκοπικών μας βιωμάτων.)
Τέλος – και νεκρός
και μια οφθαλμαπάτη η ζωή
και έστω – και ενώ θ’ ακούω μέσ’ απ’ τη μασχάλη μου
τον άδικο φονιά μαγευτικά να τραγουδά
θα εξακολουθώ να ζω ευλαβικά – δίπλα στα ποιήματα
μες στην ουσιαστική καλλιέργεια των φιλιών σωμάτων.

 

[Πυρά Ιούλ.-Αύγ. 1988]

 


 

Σπασμέ

 

Άσεμνο ψάρι σπαρταρά σε γη στεγνή
η μήτρα σφαίρα τρίγωνη – ερωτοφαντασμένη
το στέμμα του ένας δαυλός, με τον ήλιο τηλεπαθός.

Σοφία ξάστερη πωρνή, έμαθα τ’ όνομά σου
σε είπαν άλλον, να θωρεί μέσα από τη ματιά μου
να σκέφτομαι έξω από τη γη – για να την αγαπώ.

Ω μαγεμένη άνοιξη γιατί να θανατώ
δεν ξέρω το άγιο σύστημα – μηδέν και ξεφυτρώνεις
είναι ορισμένη η ζωή, άγνωστη να σέρνεται.

Βυθός – και μαύρη ανατολή – κάρβουνο ξεκινά
ν’ απομυζά απ’ την τριβή, ανεύθυνες σπίθες.

Μέλι στην κίνηση, τυφλό, την ώρα που ξυπνάς
στιγμές που απόσπασα βολβούς από τον Εωσφόρο.

Διάλογος ανάποδος μετρά τη λέξη σπιθαμή
η γη μας σώμαν άρρωστο – κι εμείς: γύπες.

Ώριμος άντρας – πίσω του, παρθένα αγέλη

Ώριμος άντρας – και μπροστά, παρθένα αγέλη

Ώριμος άντρας – μέσα του, τάμα σπαρταρά.

 

[Σπάργανα Οκτ.-Δεκ. 1990]

 


 

Από μια ζωντανή ηχογράφηση

 

Βλασταίνει πάντα ο θυμός εκεί που δεν τον σπέρνουν.

Έτσι θα ζούμε πάντα – με ξαφνική, ζωτική δυσαρέσκεια.

Τέρμα η αναζήτηση. Ποτέ – ποτέ δεν σταματά
(στέκουν μαζί αλλόθρησκα – μέσα στον ίδιο στίχο).

Ξαναμιλώ τη συνταγή. Δεν είν’ δική μου. Μου την έδωσες
στην όραση και στην ακοή, των περιπάτων παραθαλάσσιας πόλης.
(Απλά εγώ μοιράζομαι, λίγο απ’ αυτά που εκέρδισα – απ’ τη συναλλαγή.)

Πάρε νερό – μπόλικο φως – μια κούπα από δέρμα.
Βάλε μαζί – όπως μέσα σε ποίημα.

Το σύμπαν περιφέρεται – γλιστρά μέσα στο δέρμα.
Εκεί και η πολιτική μας διευθέτηση.

Και η ανομβρία – εξαρτάται απ’ την αγάπη που θα δείξει η συνταγή
στην πληγωμένη λογική.

 

[Η λάμψη του νερού άνοιξη - καλοκαίρι 1990]

 


 

Η ωραία και το τέρας

 

Κι ας μη μας αγαπούν.
Κανείς δεν έχει το δικαίωμα
(και όλοι έχουν βέβαια)
δικαίωμα επιρροής, σχηματισμού, κατεύθυνσης
και ζούμε εμείς οι τρίπτυχοι – εκατομμύρια φορές – τα άλογα,
συνθήματα – μέσα στον πίδακα της εποχής:
Ανάλυση – κατάταξη και τακτική
του μέλλοντος – όπου θα ζει μέσα σε ώριμα κορμιά
η (έστω) ελάχιστη υπόκλιση στον πόλεμο, στον έρωτα,
στη λογική την πτυσσόμενη.

Κι ας μη μας αγαπούν.
Σκυφτή και σκυθρωπή, μιλάς για τον κρυμμένο φασισμό,
μες στους ανθρώπους. Συμφωνώ. Μα κοίτα –
εικόνα τραγική: Για να σταθεί πάνω από τα νερά
θα κρατηθεί απ’ τα μαλλιά – φαλακρού δολοφόνου.
Τότε γελάς. Ξεχνάς – κι αφήνεσαι, να θυμηθείς
τ’ απέραντα ζώδια, μέσα στο πλήρες σχήμα της μορφής
κρατά πιστόλι – και φωνή – πιστόλι και φωνή, μαζί:
ο γάμος της ανατροπής.

Κι ας μη μας αγαπούν.
Με την αγάπη του εχθρού – αντλούμε απ’ τα παράθυρα
(φεγγάρι ο φωταγωγός) αστέρια ώς τη σκέψη.
Σκοτώνοντας το παρελθόν, βρίσκεται νέο στο παρόν
μια χειραψία των φτερών
μια γλώσσα στολισμένη.

Δεν μπορούν (πάρε θάρρος) ποτέ – οι γελοίοι αρχόντοι – ποτέ

να δηλώσουν δημόσια – στο ύψος της αξίας της
τη λέξη «παραστέκω».

 

[Η ωραία και το τέρας 1991-1993]

 


 

Culture

 

Silence will not speak
the other earth – the brilliant
expecting – within the one we see.
It can not share the miracle
the mastery of nothingness
imbued in every thing.
It can not girdle love and hate
their names defining our grandeur.
It will not speak the miracle
that lies impatient in between
absolute knowledge of the two
perfect and passionate extremes.

 

[Cadence 1978-1982]

 


 

Τα ποιήματα περιλαμβάνονται στον ποιητικό τόμο Ηλίας Κωνσταντίνου: Ανέκδοτα Ποιήματα, σε επιμέλεια Λευτέρη Παπαλεοντίου, που αναμένεται στα βιβλιοπωλεία τον Μάρτιο από τις εκδόσεις Βακχικόν. Ο Ηλίας Κωνσταντίνου γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1957. Από τα νεανικά του χρόνια άρχισε να γράφει ποιήματα στα αγγλικά, αλλά στη συνέχεια εξέδωσε τέσσερις συλλογές με ποιήματα στα ελληνικά. Αρκετά από τα ποιήματά του τα διένειμε σε φίλους του, συγκεντρωμένα σε δακτυλογραφημένες συλλογές. Πέθανε πρόωρα το 1995.