Top menu

"Η Επανάσταση των Υπογείων" -Προδημοσίευση

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γιώργου Μαχαιρίτσα «H Eπανάσταση των Υπογείων», που θα κυκλοφορήσει τον Γενάρη του 2019 από τις εκδόσεις Βακχικόν.

 

Η λίμνη Ίγκελ ήταν ο λόγος που μετακομίσαμε στο Σαιν Λεπόκ. Οι γονείς μου συνήθιζαν τα σαββατοκύριακα να διοργανώνουν κοντινές εκδρομές εκεί, την περίοδο που ακόμα νοικιάζαμε μια μικρή κατοικία λίγο μακρύτερα από το κέντρο της Όλνταουν. Η μητέρα μου δεν εργαζόταν πια και σε κάθε ευκαιρία δήλωνε την επιθυμία της να επιστρέψει κοντά στη φύση, απ' την οποία κακήν κακώς είχε αποδράσει κάμποσα χρόνια πρωτύτερα. Είχε μεγαλώσει στην αγροτική περιοχή του Ολιέδο, στα βόρεια της επικράτειας, από γονείς γεωργούς, και η μετακόμισή της στην πρωτεύουσα, σε ηλικία είκοσι τριών ετών, ήταν μάλλον ένα νεανικό καπρίτσιο, καθώς ποτέ της τελικά δεν μπόρεσε να υπομείνει το πόσο γρήγορα χάνεται ο χρόνος στην πόλη. «Άσχημα θα ’ταν, Τζορτζ, τώρα που ο Μορίς μεγάλωσε, να φτιάχναμε επιτέλους το δικό μας σπίτι κοντά στη λίμνη Ίγκελ; Αφού τόσο πολύ μας αρέσει εκεί και το αργότερο σε είκοσι πέντε λεπτά θα μπορείς κάθε πρωί να βρίσκεσαι έξω από την έπαυλη των Γουίβερ» θυμάμαι να την ακούω να λέει συχνά στον πατέρα μου.

Εκείνο το καλοκαίρι στο Σαιν Λεπόκ έκανε πολλή ζέστη. Ο πατέρας μου έλειπε συνεχώς για τις δουλειές του κ. Ρον και έτσι πέρασα σχεδόν όλες μου τις διακοπές κάνοντας συντροφιά στη μητέρα μου. Ήταν η χρονιά που τελείωνα το Γυμνάσιο. Περίμενα πώς και πώς τον ερχομό του καλοκαιριού. Ο πατέρας μού είχε υποσχεθεί πως θα περνάγαμε τον ελεύθερο χρόνο μας στη λίμνη, πηγαίνοντας για ψάρεμα ή κάνοντας βόλτες με τα άλογα.

Ο χρόνος κυλούσε γρήγορα. Κόντευε ήδη να τελειώσει ο Αύγουστος και τα αμπέλια μας ήταν σχεδόν έτοιμα για τρύγο. Η μητέρα μού εξηγούσε ποια σταφύλια ήταν πλέον ώριμα και πώς θα έπρεπε να τα καταλαβαίνω με το μάτι ή δοκιμάζοντας τη γεύση τους. Είχε μεγάλη αγάπη για τα αμπέλια της. Μου έλεγε με περηφάνια πως αναβίωσε μια σπάνια τοπική ποικιλία, πως ο τρόπος που τα κλαδεύει τα δύο τελευταία χρόνια έχει αυξήσει κατακόρυφα την παραγωγή μας, ότι το αμπέλι «δακρύζει» όταν το κλαδέψεις τη σωστή στιγμή και με τον σωστό τρόπο και άλλα πολλά που με δυσκολία πια μπορώ να ανασύρω ολόκληρα από τις μνήμες μου.

Εκείνο πάντως που νομίζω πως ποτέ δεν θα μπορέσω να ξεχάσω, είναι η γεύση από τα μαλακά μπράουνι με φουντούκια και βύσσινα ή το κέικ καρότου, που ετοίμαζε κάθε πρωί η μητέρα μου για πρωινό μαζί με το φρέσκο γάλα. Προτιμούσαμε να τα καταβροχθίζουμε κάτω από το μεγάλο ξύλινο, σε σχήμα ροτόντας στέγαστρο στη μέση του κήπου. Τα μεσημέρια, κατάκοποι καθώς γυρνούσαμε από τις ασταμάτητες ασχολίες μας στο ράντζο, η μητέρα μου συνήθιζε να μαγειρεύει μπιζέλια με πουρέ πατάτας ή κοτόπουλο με σάλτσα μπλε τυριού. Τα βράδια μας, αφού περιμέναμε να δροσίσει αρκετά, τα περνάγαμε στο εσωτερικό του σπιτιού, καθισμένοι οκλαδόν πάνω στα παλιά χαλιά Ναβάχο -δώρο της συζύγου του κ. Ρον-, πίνοντας τσάι και συζητώντας αμέριμνα για το πώς γνωριστήκαν με τον πατέρα μου, πώς περάσανε τα χρόνια, πώς μεγάλωσα, πώς φανταζόμαστε τη ζωή μας σε λίγα χρόνια από τώρα, ποιος είναι ο κ. Ρον που τόσο πολύ τους εκτιμά και μας στηρίζει.
Πλησίαζαν οι μέρες που θα επέστρεφα στα μαθήματά μου. Ένα απόγευμα του Σεπτέμβρη, λίγο μετά τον μεσημβρινό ύπνο, κατηφόρισα όπως συνήθιζα στη λίμνη Ίγκελ, ελπίζοντας να συναντήσω τον φίλο μου τον Κλαρκ. Κόντευε πεντέμισι το απόγευμα και εκείνος δεν είχε ακόμα εμφανιστεί. Ο ήλιος ψηλά έκαιγε και εγώ μόνος μου στο πλάι της λίμνης πετούσα πετραδάκια στα καθαρά νερά της. Κάπου κάπου μισοέκλεινα τα μάτια μου, σφίγγοντάς τα με δύναμη -πώς όταν προσπαθείς να κοιτάξεις τον ήλιο κατάματα- και εστιαζόμουν στις αντανακλάσεις του στα ταραγμένα νερά της λίμνης. Αυτή η παραίσθηση του ακατάσχετου λουτρού φωτός με αγαλλίαζε. Ένιωθα για έναν ανεξήγητο λόγο πως όλα θα πάνε καλά. Πόσο τυχερός ήμουν που βρισκόμουν εκεί.