Top menu

"Να ντύσουμε τους γυμνούς" -Κριτική Θεάτρου

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

 

Ο νομικός, φιλόλογος και γλωσσολόγος Luigi Pirandello (1867-1936), κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας (1934), γεννήθηκε στον Σικελικό Ακράγαντα (νυν Αγκριτζέντο). Επαιρόταν για την Ελληνική καταγωγή του και σε συνομιλία με τον ποιητή Κ. Ουράνη, το 1934, αυτοαποκλήθηκε Πυράγγελος (κατά παραφθορά του οποίου αποδόθηκε το Pirandello).

Ξεκίνησε με το επιτυχημένο μυθιστόρημα “ο μακαρίτης Ματίας Πασκάλ” (1904). Ακολούθησαν το “γέροι και οι νέοι” (1909), το “τερτσέτι” και την “τράπουλα” (1915) κ.ά. Στο εξαίρετο δοκίμιό του “το χιούμορ” (1908), αναλύεται με επιτυχία η άγνοια που συνοδεύει το υποσυνείδητο και η συναφής εξ αυτής αυταπάτη. Διάσημος έγινε, όμως, από τα θεατρικά του έργα, που παίζονται ακόμη σε σκηνές ανά τον κόσμο.

Το “Να ντύσουμε τους γυμνούς” (1922), ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στις 14-5-1935 με σκηνοθεσία Δ. Ροντήρη και με πρωταγωνιστές την Ελ. Παπαδάκη, τον Μ. Μυράτ, την Αθ. Μουστάκα και τον Γ. Γληνό. Το έργο παρουσιάζεται τις ημέρες μας στο θέατρο Τέχνης-Φρυνίχου.

Με το έργο αυτό προβάλλεται ο πιραντελισμός σε όλο του το μεγαλείο, που σημειωτέον επηρέασε αποφασιστικά το Γαλλικό θέατρο. Ανθρώπινες συμβάσεις, καταλυμένες μέσα σε ένα χαώδες περιβάλλον, όπου κυριαρχεί ο ανορθολογισμός, η εγωιστική αλήθεια και βεβαίως τα αιώνια υπαρξιακά διλήμματα. Αποτυπώνεται μια μορφή ηθικής κατάπτωσης, ένας μεταφυσικός κατήφορος προς τον Δαντικό Άδη, όπου λείπει το Καθαρτήριο και τα προσωπεία ίπτανται, ως Ερινύες, κατατρύχουσες τις άδολες και αμύητες ψυχές.

Ο συγγραφέας προσθέτει έναν κρίκο στην ιλιγγιώδη διείσδυση του στα βάθη της συνείδησης και του πεισιθάνατου αγγελτηρίου, που εκφράζεται ως κάτι διαφορετικό, ως Έτερος, ως Άλλος, μακριά από αυτοενοχοποιήσεις, αφού οι δράστες κινούνται σε έναν αλλότριο κόσμο, σε φαντασιακές σκιές του εαυτού και της αναλήθειας. «Ο αμείλικτος εμπαιγμός της Μοίρας καταδικάζει τον άνθρωπο στην πλάνη».

Τα πρόσωπα του δράματος, με άκρως αφαιρετική οπτική, δρουν ως μαριονέττες σε μια κοινωνία ανάλγητη. Η κουβερνάντα Ερσίλια Ντρέι, ευρισκόμενη ανάμεσα στην πολιορκία του αξιωματικού Λασπίγκα και του προξένου Γκρότι, προκαλεί εξ αμελείας τον θάνατο της θυγατέρας του σπιτιού, με συνέπεια την απόλυσή της και την απόπειρα αυτοκτονίας. Ο συγγραφέας Νότα την περιθάλπει και ακολουθούν απανωτά επεισόδια γύρω από μια ανολοκλήρωτη ανθρώπινη πορεία, μέσα σε δυσδιάκριτα πεδία, βυθισμένη στην ευτέλεια, στο χαμαιγενές, στην υποκρισία. Αυτή ακριβώς η τραγικότητα υποβάλλει αλλοπρόσαλλες κινήσεις και αβεβαιότητες στους πρωταγωνιστές μιας ατέρμονης οιμωγής. Η παλινδρομική κίνηση των ακουσίως ενδεδυμένων προσομοιάζεται με το ηθικό περίβλημα μέσα στο οποίο εγκλωβίζονται οι γεννημένοι γυμνοί, αλλά περιβεβλημένοι βίαια φανταχτερές επίγειες στολές.

Στα αρνητικά εγγράφεται η μακρόσυρτη εισαγωγή των προσώπων, εν είδει αλληγορικής προσέγγισης, η οποία επιβαρύνει τον χρόνο και την αναγκαία ταχύτητα, μη συμβάλλοντας θετικά στην παράσταση. Επίσης η παρεμβολή κοινών ιταλικών λέξεων χαρακτηρίζεται, ως ανωφελής προσπάθεια υπενθύμισης της καταγωγής του έργου.

Η κλίμακα, περί την οποία εκτυλίσσεται η υπόθεση, είναι επιτυχής σύλληψη, με κορύ-φωση τον “Κήπο των επίγειων απολαύσεων” του Ολλανδού Ιερώνυμου Μπος (1450-1516), που χαρακτηρίζεται από βαθειά ενόραση της ανθρώπινης συνείδησης.

Το πουλί, που συνοδεύει αμίλητο τα δρώμενα, φέρει στον νου συνειρμικά το “Raven” (Κοράκι) του Edgar Allan Poe (1809-1849), που σε 108 στίχους ύψωσε το κακόφωνο πετούμενο σε άξιο συνομιλητή των αγωνιώντων, χαρίζοντας την αλησμόνητη επωδό “nevermore”. Στην παράσταση προσθέτει μια διαφορετικότητα και ένα είδος δήγμα-τος στις νοητικές υπεκφυγές των θεατών.

Οι ηθοποιοί απέδωσαν τα μέγιστα, ακολουθώντας πιστά τον εμπνευσμένο σκηνοθέτη (και ηθοποιό) Γιάννο Περλέγκα. Η Μαρία Πρωτόπαππα, έξοχη στον ρόλο της Ερσίλιας Ντρέι, μεταδίδει εύστοχα τον χαρακτήρα μιας ταπεινής νέας, χωρίς ψυχικά έρμα-τα, στερημένης ορθών επιλογών, ενός αθύρματος στα χέρια των Άλλων. Η Εύη Σαουλί-δου, ως Σινιόρα Ονόρια και η Μάγδα Καυκούλα, ως Έμμα, συνοδεύουν επάξια την πλοκή. Ο Θάνος Τοκάκης, ως Φράνκο Λασπίγκα και ο Στέργιος Κοντακιώτης, ως Αλφρέντο Κανταβάλλε, πλαισιώνουν ιδανικά τον Γιάννο Περλέγκα, ως πρόξενο Γκρότι. Ιδιαίτερη αναφορά οφείλεται στον Θανάση Δήμου, που υποδύεται θαυμάσια τον μυθιστοριογράφο Λουντοβίκο Νότα, προσθέτοντας στο ενεργητικό του έναν άκρως απαιτητικό ρόλο. Η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή, με διακριτικότητα τονίζει τις μεταλλαγές και τη διμορφία των ηρώων.

Με την Ελλάδα o Luigi Pirandello διατηρεί στενή σχέση ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, ως εάν η θεματογραφία του συγκλίνει με την αυτόχθονα ιδιοσυγκρασία. Στις 19/6/1914 στο θέατρο Κυβέλης διδάχθηκε σε σκηνοθεσία Τηλ. Λεπενιώτη το μονόπρακτο “Μέγγενη” (1898). Στις 13/8/1923 στο θέατρο Κυβέλης παίχθηκε η “οδύνη της τιμιότητας”, με τους Μ. Μυράτ και Ν. Παπαγεωργίου. Στις 22/2/1925 ανέβηκε το “έτσι είναι αν έτσι νομίζετε»” με σκηνοθεσία Σπ. Μελά και ηθοποιούς την Ελ. Παπαδάκη και τον Κ. Μουσούρη. Στις 21-5-1925 παρουσιάσθηκε το “σκέψου το καλά Τζιακομίνο”, στο θέατρο Κυβέλης, με τον Κ. Μουσούρη. Στις 24-6-1925 διδάχθηκε το “απόψε αυτοσχεδιάζουμε”, στο θέατρο Τέχνης του Σπ. Μελά, με πρωταγωνίστρια την Ελ. Παπαδάκη. Στις 18-8-1925 παίχθηκε η τραγωδία “Ερρίκος ο τέταρτος” με τη Μ. Κοτοπούλη και τον Μ. Μυράτ. Στις 20-8-1926 ο θίασος Κυβέλης ανέβασε το “όλα σε καλό”, με τον Αιμίλιο Βεάκη. Στις 13-2-1928 ο θίασος Κυβέλης παρουσίασε το “ο άνθρωπος και το κτήνος”. Στις 25-9-1930 παίχθηκε το “ένας ηλίθιος” σε σκηνοθεσία Β. Ρώτα με πρωταγωνίστρια την Γ. Βασιλειάδου. Στις 14-10-1938 διδάχθηκε η “κυρία Μόλυ» (με τίτλο “Εύα και Λίνα”) από τον θίασο της κυρίας Κατερίνας. Μεταπολεμικά δεν υπάρχει θεατρική σαιζόν, που να μην παίζονται έργα του Pirandello, γεγονός που αποδεικνύει την διαχρονικότητά τους.

Το παρόν σημείωμα ολοκληρώνεται με τα λόγια του μεγάλου Ιταλού δημιουργού, που στην κηδεία του ζήτησε να παρευρίσκεται μόνον “η νεκροφόρα των φτωχών με το άλογο και τον αμαξηλάτη”, υπενθυμίζοντας την πλαστότητα των αξιωμάτων και την καταληκτική αδήριτη γύμνια.