Top menu

Βάσω Βεκρή: Γράφουμε αυτό που θέλουμε να διαβάσουμε

 

 

Η "Πάροδος" -εκδόσεις Βακχικόν είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Βάσως Βεκρή. Ένα μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή, με ήρωες ανθρώπινα νησιά, που κινούνται στις παρόδους της ζωής. Πίσω από αυτή, όμως κρύβεται, σύμφωνα με τη συγγραφέα η ανάγκη για τοποθέτηση επί της ουσίας. "Έτσι και αλλιώς η αλήθεια είναι μπροστά μας, απλά τα φίλτρα που χρησιμοποιούμε μας εμποδίζουν να τη δούμε", λέει στο περιοδικό Vakxikon.gr.   

Συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

 

Η "Πάροδος" είναι το πρώτο σας μυθιστόρημα. Πώς βρήκατε το δρόμο σας ή την πάροδο προς τη συγγραφή και πώς ήταν αυτός ο δρόμος έως και την έκδοση;

Ο σπόρος της Παρόδου εμφανίστηκε μέσα μου μετεφηβικά, την εποχή που δημιουργείται -θεωρώ- στους περισσότερους ανθρώπους η τομή της αμφισβήτησης. Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών μου χρόνων φούσκωσε ωσμωτικά όπως ο σπόρος μέσα στο νερό. Σπουδές στην ιατρική, αγροτικό, συναναστροφές με χώρους, βιοπορισμός, ανάγκες αυτοπροσδιορισμού και διαχωρισμού οδήγησαν σε συνθήκες μέσα στις οποίες βλάστησε. Κάποιες φορές μου φαίνεται σαν ένα νεανικό όνειρο που λέει «αυτός ο κόσμος πρέπει να αλλάξει» ενώ περιέχει και κάποια ψήγματα προσγείωσης τύπου «Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ». Είναι κάτι που χρωστούσα στον εαυτό μου και εδέησα στα 40 μου, όντας μητέρα δύο μικρών παιδιών να αρχίσω να γράφω, προσπαθώντας να κατακτήσω μια ισορροπία. Η συγγραφή κράτησε τρία χρόνια, η αρχική πλοκή αυτοαναιρέθηκε και μέσα από επίμονη προσπάθεια οδηγήθηκα στην συγκεκριμένη Πάροδο. Για μένα η Πάροδος είναι η καταδικασμένη μάχη για τη μη απόδοση της εξουσίας. Εξόριστοι και έκπτωτοι περπατούν την Πάροδο. Η μοναξιά και ο πόνος είναι η πληρωμή για τους αγγέλους που εκπίπτουν, αλλά και αυτά που τους καθαγιάζουν. Το τέλος της συγγραφής της συνέπεσε με την περίοδο της πανδημίας, μιας περιόδου δύσκολης, εκτός των άλλων και για τα εκδοτικά. Στη φάση αυτή ένιωθα την αγωνία για το κατά πόσο η Πάροδος μιλάει ακόμα μέσα μου. Έτσι και αλλιώς νομίζω ότι σε όλο το έργο η αίσθηση της αγωνίας είναι κυρίαρχη. Τελικά συνειδητοποιώ ότι είναι αδιαχώριστη από μένα και αποφασίζω να την εκδώσω σε μια προσπάθεια λύτρωσης που είναι πιστεύω και το βασικό ζητούμενο. Και θέλω να ευχαριστήσω τις Εκδόσεις Βακχικόν που υλοποίησαν αυτήν την έκδοση.

Το μυθιστόρημά σας έχει αστυνομική πλοκή. Τι κρύβεται όμως πίσω από αυτή;

Πίσω από την αστυνομική πλοκή κρύβεται η ανάγκη για κοινωνικό σχολιασμό και για τοποθέτηση επί της ουσίας. Αυτή η ανάγκη υπερίσχυσε έναντι της δημιουργίας ενός δυσεπίλυτου γρίφου. Έτσι και αλλιώς η αλήθεια είναι μπροστά μας, απλά τα φίλτρα που χρησιμοποιούμε μας εμποδίζουν να τη δούμε.

Είστε ακτινολόγος και όπως πολύ εύστοχα λέτε: στην καθημερινότητά σας κυνηγάτε σκιές προσπαθώντας να αποφασίσετε την ενοχή ή την αθωότητά τους. Κάνατε κάτι αντίστοιχο και στην Πάροδο με άλλου είδους σκιές;

Η σκιά είναι η απορρόφηση του φωτός, η απώλειά του, η «κλοπή» αν θέλετε. Νομίζω ότι αυτή είναι όλη η ιστορία στην Τέχνη. Σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης. Η αφαίρεση του φωτός. Ας πούμε ότι αρπάζουν μια κόρη και την οδηγούν στο βασίλειο των σκιών, στον Κάτω κόσμο. Από κει ξεκινά μια ιστορία. Και γεννιέται και φως. Από τα σκοτάδια. Αυτή είναι η  μαγεία της τέχνης. Η δύναμη μιας ιστορίας.

Πώς εμπνευστήκατε αυτή την ιστορία και πώς δουλέψατε για την δημιουργία των κεντρικών πρωταγωνιστών;

Πιστεύω πως ως δημιουργοί φτιάχνουμε αυτό που θα μας συμπληρώσει, που θα μας ολοκληρώσει. Η ανάγκη αυτή είναι πολύ πιο δυνατή από την καταγραφή των βιωμάτων μας. Θυμηθείτε την υπέροχη ιστορία του Πινόκιο: ο μαστρο-Τζεπέτο κατασκευάζει ένα ξύλινο αγόρι, ακριβώς επειδή λαχταρά να γίνει πατέρας. Γράφουμε αυτό που θέλουμε να διαβάσουμε. Γιατί κανείς δεν το έγραψε για μας, άρα πρέπει να το κάνουμε μόνοι μας. Κατά βάθος ο συγγραφέας δημιουργεί αυτό που λαχταράει να δει και για αυτό συνδέεται τόσο πολύ με τους ήρωές του. Τους σμιλεύει σιγά σιγά και τους στήνει στη σκακιέρα. Κάποια στιγμή αυτοί ζωντανεύουν και αυτονομούνται όπως η ξύλινη μαριονέτα που έγινε αγόρι. Από κει και πέρα το μυθιστόρημα γράφεται «μόνο του». Εσύ απλά παίρνεις το σουγιαδάκι και αρχίζεις να κόβεις όπου χρειάζεται. Με σεβασμό πάντα στη δύναμη και την καθαρότητα των χαρακτήρων.

Αν μπορούσατε να συστηθείτε στο κοινό μέσα από τα αγαπημένα σας λογοτεχνικά έργα; Τι σας αρέσει να διαβάζετε;

Η πρώτη μου επαφή με τη «σοβαρή» λογοτεχνία ήταν μέσα από τις αφηγήσεις του παππού μου ο οποίος είχε διαβάσει πολλά βιβλία. Ήταν καταπληκτικός αφηγητής. Όταν ήμουν παιδί, γύρω στα πέντε, με έβαζε το μεσημέρι να ξαπλώσω, εξαγοράζοντάς με, με ιστορίες. Ανάμεσα σε αφηγήσεις των εμπειριών του από το '40 στα ελληνοαλβανικά σύνορα και ελληνική μυθολογία, ξεχώριζα αποσπάσματα από τους Αθλίους του Βίκτορος Ουγκώ, που μάλλον ήταν και η δικιά του προτίμηση. Έτσι την ώρα της μεσημεριανής σιέστας ζωντάνευαν ο Γιάννης Αγιάννης, η Τιτίκα, ο Ιαβέρης, ο Γαβριάς, μέσα από τις διασκευασμένες από τον παππού εκδοχές τους, αφήνοντας το στίγμα τους πάνω μου, όπως και σε δισεκατομμύρια κόσμου. Ως έφηβη με σημάδεψε η αφήγηση της Οριάνας Φαλάτσι για τον αγώνα, τα βασανιστήρια και τη δολοφονία του Αλέκου Παναγούλη στο Ένας Άντρας. Εξάλλου στο βιβλίο μου είναι εμφανής η παρουσία  της γυναίκας που ερευνά και αγωνίζεται να αναδείξει τη δολοφονία του συντρόφου της. Τα τελευταία χρόνια με ενθουσιάζουν Έλληνες συγγραφείς, πιθανώς γιατί αναγνωρίζω καλύτερα τις εικόνες τους. Θαυμάζω πολύ τον σφιχτοδεμένο καμβά του Στρατή Τσίρκα στη Χαμένη Άνοιξη. Από τους σύγχρονους  με διασκεδάζει πολύ η ειρωνική διάθεση του Χρήστου Χωμενίδη, με ταξιδεύει η γραφή της Μαρίας Ξυλούρη και με συγκινεί βαθύτατα η Αθηνά Τσάκαλου.

Έχετε επόμενα συγγραφικά σχέδια;

Αυτόν τον καιρό δουλεύω πάνω σε ένα θεατρικό έργο. Παράλληλα παρακολουθώ κάποια μαθήματα στο Θέατρο των Αλλαγών. Το θέατρο πάντα κινητοποιεί τη δημιουργικότητα και τη φαντασία  μου.