Top menu

"Ευπρεπώς ντυμένος". Ένα διήγημα της Γεωργίας Γιώτα

 

©Andrea Piacquadio

 

«Παρακαλώ, να είστε ευπρεπώς ντυμένος. Ο διευθυντής σάς περιμένει στο γραφείο του στις 9:00».

Πόσο χάρηκα, αλήθεια, όταν η ιδιαιτέρα γραμματεύς του Γενικού Διευθυντή της Χρηματοοικονομικής Εταιρείας με ειδοποίησε την προηγούμενη μέρα. Πώς και πώς περίμενα τούτη την ειδοποίηση. Είκοσι χρόνια είναι αυτά. Ήμουν πολύ νέος όταν ξεκίνησα να εργάζομαι. Θυμάμαι ακόμα το καρδιοχτύπι της πρώτης μέρας. Με χέρια ιδρωμένα και τρεμάμενα από άγχος και ταραχή έσφιξα άτσαλα το χέρι του Γενικού.

«Καλώς ορίσατε στον όμιλό μας, κ. Παναγόπουλε. Είμαστε ευτυχείς για τη συνεργασία και ασφαλώς ποντάρουμε στις ικανότητες και το εξαίρετο βιογραφικό σας». Ακόμα θυμάμαι με καμάρι τα λόγια του. Νόμιζα τότε πώς όλος ο κόσμος μου ανήκει. Τόσα όνειρα, τόσες φιλοδοξίες…

Και δούλεψα σκληρά. Το ορκίζομαι. Ποιο οκτάωρο;  Δωδεκάωρα και βάλε. Άσε τα Σαββατοκύριακα. Μα καλά, αυτοί οι επενδυτές δεν ηρεμούν ποτέ; Μάλλον όχι. Φαίνεται πως στο κυνήγι του θησαυρού δεν υπάρχουν αργίες και σχόλες.

Αμειβόμουν ικανοποιητικά, δεν λέω. Αλλά αυτό το «ικανοποιητικά» αποδείχτηκε μεγάλος πειρασμός. Νέος, ασυγκράτητος, επιπόλαιος, ξόδευα ασυλλόγιστα. Τι με ένοιαζε; Λεφτά υπήρχαν. Ήθελα αυτοκίνητο ακριβό; Με ένα δάνειο εξπρές (ας όψεται ο παχυλός μισθός και το ροζ συννεφάκι μου) το αποκτούσα ταχύτατα. Αργότερα ήλθε το σπίτι. Κοντά στη θάλασσα, φυσικά. Έτσι για να μου θυμίζει το συγχωρεμένο πατέρα μου. Ναυτικός γαρ. Υποπλοίαρχος του Εμπορικού Ναυτικού. Αντίκριζα τη θάλασσα και γαλήνευε η ψυχή μου. Αχ, ψυχή μου πλανεύτρα! Πάντα ήξερες τον τρόπο να επιβάλλεσαι στο νου, να τον κάνεις να υποχωρεί για πάρτι σου.

Μα οι υποχρεώσεις όλο και αυξάνονταν. Γάμος, παιδιά. Και καλοπέραση, δεν είμαι αχάριστος. Και μετά εκείνη η καταραμένη αρρώστια της μάνας. Από γιατρό σε γιατρό, από θεραπεία σε θεραπεία. Εντός και εκτός συνόρων. Η ζωή παίζει περίεργα παιγνίδια. Και ο θάνατος γελά πίσω από τις γρίλιες. Ξόδεψα πολλά. Λεφτά όμως υπήρχαν. Ας είναι καλά οι τράπεζες και τα δάνειά τους. Α, ναι, και κάποιοι «καλοί» φίλοι, πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν. Το επικοινωνιακό αλισβερίσι, βλέπεις, μεταξύ ευυπόληπτων κυρίων, καλά κρατεί.

«Καλά να'μαστε. Δουλειά υπάρχει. Και λεφτά επίσης». Έτσι έλεγα και κοίμιζα τους δαίμονες του μυαλού.

Είκοσι ολόκληρα χρόνια! Πώς πέρασαν. Να, σε τούτη εδώ την καρέκλα καθόμουν και τότε. Στο ίδιο, παλιό, γραφικό καφενεδάκι απέναντι από την Εταιρεία. Με τους ίδιους γκρίζους τοίχους. Ο ιδιοκτήτης φρόντισε να αναπαλαιώσει το χώρο, με τεχνοτροπία στους τοίχους. Σαγρέ, παρακαλώ. Κράτησε ωστόσο τα ίδια κάπως άβολα τραπεζάκια. Τις ίδιες ξύλινες καρέκλες. Ρετρό, αλλά έχουν τη γοητεία τους. Και τα μυστικά τους. Ένα ταξίδι στο χρόνο πάντα κρύβει εκπλήξεις. Πόσο διαφορετικό φαντάζει πια. Ένας Γολιάθ κοιτά το Δαυίδ, μα δεν τολμά να τα βάλει μαζί του. Θυμάμαι δίπλα τον πατέρα, περήφανο μα σφιχτό στα συναισθήματα, να με κερνά τον πρώτο καφέ στο πρώτο διάλειμμα από τη δουλειά. Μετά από ένα μήνα έκανε το τελευταίο του ταξίδι. Ναυάγιο… Στη θάλασσα του Ατλαντικού. Στην ψυχή μου…

Είκοσι χρόνια μετά, ποιος να μου το’ λεγε… Στο ίδιο αγαπημένο στέκι που μυρίζει αχνιστό καφέ και κυδώνι που βράζει, πίνοντας βαρύ γλυκό, με καρδιά βαριά σα μολύβι, μια γεύση στυφής πίκρας να ξηραίνει τον ουρανίσκο, κοιτώ το λευκό χαρτί που πάνω του είχα ακουμπήσει την ελπίδα μιας γενναίας αύξησης, ως ανταπόδοσης των είκοσι χρόνων ζωής και ονείρων.

«Η Εταιρεία μας, εξαιτίας πολυετούς οικονομικής κρίσης αναγκάζεται να προβεί σε περικοπές δαπανών και προσωπικού. Λυπάμαι…»

Τα καλογυαλισμένα παπούτσια, το μοντέρνο κοστούμι δεν κατάφεραν να κρύψουν την ταραχή μου. Ούτε το αδιέξοδο…

«Ευπρεπώς ντυμένος…». Και να φανταστείς πως αυτή η ευπρέπεια ήταν απαράβατος όρος ζωής, είκοσι χρόνια τώρα.

Και να φανταστείς πως νόμιζα ότι η ευπρέπεια και η αξιοπρέπεια αρκούν για να τα βάλουν με την απρέπεια των ανθρώπων.