Top menu

Πολυδιάστατος Λόγος: Διαβάζοντας "Το υπόγειο ποτάμι" του Γιώργου Βοϊκλή

 

Γράφει ο Πάνος Μανωλίτσης

 

Δυο άξονες διατρέχουν, σε παράλληλες διαδρομές, τις τριάντα δυο ιστορίες του σπονδυλωτού έργου του Γιώργου Βοϊκλή με τίτλο «Το υπόγειο ποτάμι» (εκδόσεις Οσελότος 2023).

Ο πρώτος άξονας που συνδέει τις αυτοτελείς ιστορίες του είναι ο Κέρκης, «το περήφανο βουνό της Σάμου, που στη σκιά του…» γεννήθηκε κι έζησε τα παιδικά του χρόνια ο συγγραφέας, όπως γράφει στο Προοίμιο του βιβλίου του.

Ο δεύτερος άξονας είναι η αναζήτηση της «σκληρής αλήθειας των ανθρώπινων παθών» που, όπως γράφει στην προμετωπίδα του βιβλίου «κυλάει σαν υπόγειο ποτάμι κάτω από όσα έχει γράψει η Ιστορία κι απ’ όσα έχει διασώσει η μνήμη».

Ο Κέρκης, με τα έξι χωριά του, τους οικισμούς, τις σπηλιές, τα φαράγγια και τα μοναστήρια του, είναι ο Τόπος, ο χώρος μέσα στον οποίο συμβαίνουν τα γεγονότα που καταγράφει ο συγγραφέας. Είναι το «περιβάλλον» του έργου του, όπως η Αλεξάνδρεια στο έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη.

Το υπόγειο ποτάμι σηματοδοτεί το Χρόνο, τη ροή των γεγονότων που επιλέγει ο συγγραφέας μέσα απ’ την κοινωνική πορεία του γενέθλιου τόπου του στη διάρκεια δυο αιώνων, από τις αρχές του 19ου αι. ως τις μέρες μας.

Σ’ αυτή τη διαδρομή αναζητάει τις ομοιότητες και τις διαφορές στη συμπεριφορά των ανθρώπων, ιδιαίτερα στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας και της ζωής τους, Αναζητάει τα κίνητρα των πράξεών τους.

Πάνω σε αυτούς τους άξονες που διατρέχουν τα κείμενα του βιβλίου πλέκουν τους ιστούς τους, σαν αναρριχητικά φυτά, τρείς μορφές του Λόγου: Οι μύθοι της λαϊκής παράδοσης, η Ιστορία και η Λογοτεχνία.

Στους μύθους της λαϊκής παράδοσης, που αποτελούν το περιεχόμενο της πρώτης ενότητας των ιστοριών του βιβλίου με τίτλο «του παλιού καιρού», περιλαμβάνεται ο θρύλος για τις νεράιδες, που έλκει την καταγωγή του απ’ την αρχαιοελληνική μυθολογία, ο μεσαιωνικός μύθος του πειρατή που αλλαξοπίστησε, η ιστορία με το καπλάνι, που έγινε λαϊκή αφήγηση παρόμοια με τους άθλους του Ηρακλή, η ιστορία με το Κίνημα των Γιαγάδων, που στη λαϊκή αφήγηση ήταν αντίστοιχη με τις ιστορίες του Κατσαντώνη της ηπειρωτικής Ελλάδας και του Τσακιτζή της Μικράς Ασίας. Αλλά και τις ιστορίες για τη ζωή του παππού και της γιαγιάς του, που είχε μυθοποιήσει ο συγγραφέας στα παιδικά του χρόνια.

Δεν μένει, όμως, στα παλιά. Καταγράφει τον τρόπο που βίωνε ο ίδιος σαν παιδί τη 10ετία του 1950, και τα άλλα παιδιά της εποχής του, τις παραδόσεις αυτές στα παιχνίδια τους και στη ζωή τους. Το πώς και σε ποιο βαθμό επηρέαζαν τη συμπεριφορά και τον χαρακτήρα τους.

Οι δυο επόμενες ενότητες, «της Εθνικής Αντίστασης» και «του Εμφυλίου», έχουν να κάνουν με την Ιστορία. Ο συγγραφέας επιλέγει και παρουσιάζει μαρτυρίες που καταγράφουν χαρακτηριστικά γεγονότα της ταραγμένης 10ετίας του 1940, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος, κυρίως, σε  άγνωστα περιστατικά που, κατά τον συγγραφέα, συμπληρώνουν και, σε μερικές περιπτώσεις, «διορθώνουν» την Ιστορία, αποκαλύπτοντας κρυμμένες αλήθειες.

Σ’ αυτές τις δύο ενότητες, και κυρίως στη δεύτερη, αναζητάει ο συγγραφέας τα κίνητρα των ακραίων βίαιων συμπεριφορών κάποιων σε βάρος συνανθρώπων τους, που συναντήσαμε και στο κείμενο για τους Γιαγάδες της πρώτης ενότητας.

Δεν είναι, όμως, σκληρές και βίαιες όλες οι ιστορίες αυτών των δυο ενοτήτων. Υπάρχουν και ιστορίες ευχάριστες και συγκινητικές, όπως αυτή με το σκυλάκι με το όνομα Σαλαμπρίνος, που πήρε το όνομά του από ήρωα του θεατρικού έργου «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ, καθώς και για το «Αγριμάκι», το διήγημα που βραβεύτηκε στον διαγωνισμό του περιοδικού των ανταρτών τον Γενάρη του 1949. Υπάρχουν, επίσης, ιστορίες που μεταφέρουν θετικά μηνύματα ως προς τους χαρακτήρες και τις συμπεριφορές των ανθρώπων.

Στην ενότητα του εμφυλίου θα πρέπει να εντάξουμε και το εκτός των τεσσάρων ενοτήτων βραβευμένο πρώτο διήγημα της συλλογής, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί πρότυπο του συνδυασμού της λαϊκής παράδοσης, της Ιστορίας και της Λογοτεχνίας, που επιχειρεί να αναδείξει ως «υβριδικό» λογοτεχνικό είδος ο συγγραφέας με αυτό το βιβλίο του.

Κάτι που θα ήθελα να επισημάνω  είναι το ότι οι περισσότερες από τις ιστορικές μαρτυρίες που επιλέγει είναι μαρτυρίες παιδιών και εφήβων εκείνης της εποχής. Έχοντας υπ’ όψη μου το ότι σε πολλά από τα προηγούμενα βιβλία του πρωταγωνιστούν παιδιά (η 11χονη κόρη του στη «Λαμπερούλα», δυο εντεκάχρονα προσφυγόπουλα, ο Dalibor από τη Σερβία και ο «μικρός Ταράς» από την Ουκρανία, στα αντίστοιχα μυθιστορήματά του, και οι δεκαπέντε έφηβοι από τις χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο «Μεγάλο Στοίχημα»), σκέφτομαι ότι δεν μπορεί να είναι τυχαία αυτή η επιλογή. Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, θα μπορούσα να ονομάσω τον Γιώργο Βοϊκλή συγγραφέα της εφηβείας.

Στις έξι ιστορίες της τελευταίας ενότητας αναπλάθει λογοτεχνικά γεγονότα και χαρακτήρες των μεταπολεμικών δεκαετιών, με τελευταία την ιστορία του πατέρα του.

Όσο για το Επίμετρο, το διήγημα με τίτλο «Τα πάθη του βουνού». είναι ένα Ρέκβιεμ για το φυσικό περιβάλλον των παιδικών του χρόνων.

Ιδιαίτερη λογοτεχνική διάσταση δίνει στο βιβλίο η ανθολόγηση στίχων, σαμιωτών κυρίως, ποιητών που παραθέτει πριν από κάθε ενότητα αλλά και πριν από αρκετά κείμενά του. Οι στίχοι αυτοί, καθώς συμπυκνώνουν συμβολικά το περιεχόμενο της αντίστοιχης ενότητας και του αντίστοιχου κειμένου, προϊδεάζουν τον αναγνώστη και τον διευκολύνουν στην κατανόηση  του μηνύματος που μεταφέρουν.

Στο Προοίμιο του βιβλίου του ο Γιώργος Βοϊκλής γράφει: «Πολλοί συγγραφείς λένε ότι όταν ξεκινάνε να γράφουν ένα λογοτεχνικό κείμενο δεν ξέρουν που θα τους οδηγήσει ο δρόμος που ακολουθούν. Αυτό συνέβη και σε μένα στη διαδικασία σύνθεσης αυτής της συλλογής».

Στη διάρκεια αυτής της διαδρομής ο συγγραφέας αναζήτησε τις δικές του αλήθειες. Την ίδια διαδικασία προτείνει και στον αναγνώστη. Προλογίζοντας την ποιητική μου συλλογή με τίτλο «Εκεί που συναντιόνται οι άνεμοι» γράφει ανάμεσα σε αλλά:

«Αντίστοιχη με τη διαδικασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας οφείλει να είναι και η διαδικασία πρόσληψης του λογοτεχνικού κειμένου από τον αναγνώστη: Να αναζητάει σ’ αυτό τις δικές του αλήθειες».

Αναζητήστε, λοιπόν, τις δικές σας αλήθειες διαβάζοντας το πολυδιάστατο «Υπόγειο ποτάμι» του Γιώργου Βοϊκλή.

Θα κλείσω αυτή τη σύντομη παρουσίαση του βιβλίου με «τις δικές μου αλήθειες», όπως τις κατέγραψα σε στίχους διαβάζοντάς το:

Κάθε διήγημά σου κι ένας δρόμος,
ένα ταξίδι μεσ’ στο χρόνο που μεθάς.
Ο δρόμος είναι η φύση σου και η ζωή σου,
πάντοτε θέλεις κάπου αλλού να πας,
σε πόλεις που το άρωμά τους δεν γνωρίζεις
και σ’ ακρογιάλια με νεράιδες μαγικά.
Μέσα στις αναμνήσεις τρέχεις,
στα όνειρα τα παιδικά,
τα άνθη της αλήθειας πλάθεις
μέσα στον κήπο της καρδιάς,
έτσι κι αλλιώς σ’ αυτό που μένει
είναι κι αυτό που αγαπάς.
Μια φυλακή είναι ο κόσμος,
στην πλάτη σου τον κουβαλάς,
μα όσο και να προχωράς προς τον ορίζοντα
ποτέ σου δεν τον φτάνεις,
αν και κάποιες φορές τον προσπερνάς.

Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί ένα απόλυτα ταιριαστό στο περιεχόμενό του εικαστικό έργο, ζωγραφική σε πέτρα, του Γιάννη Ρίτσου.

 

* Ο Πάνος Μανωλίτσης είναι δάσκαλος και ποιητής